ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΑΡΩΝ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ Εἰς μνημόσυνον…

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΑΡΩΝἸορδανίδη Ἀναστσίου

Ταξιάρχου (ἐ. ἀ.)

 

     Τά ὀλίγα, πού ἀναφέρονται παρακάτω, γράφονται ταπεινά, κατά παράκληση τοῦ Γέροντά μου, εἰς μνήμην τοῦ Ἐπισκόπου Πατάρων κυροῦ Εἰρηναίου, κυπριακῆς καταγωγῆς, Ἱεράρχη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

    Ἐπειδή ἦταν σέ μεγάλη ἡλικία, τελευταῖα τόν διακονοῦσε ὁ Βασίλης ἀπό τό Περιστέρι, ἕνας μηχανικός αὐτοκινήτων, οἰκογενειάρχης. Πήγαινε σχεδόν κάθε βράδυ. Μοῦ ἔλεγε ὅτι θέλει νά ἔρθει στό σπίτι πολύς κόσμος, ἀλλά κουράζομαι πιά, δέν μέ βαστοῦν τά πόδια μου.

 Ἐκοιμήθη τήν 20 Δεκεμβρίου 2009 στήν Ἀθήνα, στό Εὐγενίδειο νοσοκομεῖο. Ὁ τάφος του βρίσκεται στήν Ἱερά Μονή Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, στό Μαρκόπουλο Ὠρωποῦ.

  Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Μαχαιρᾶ κατά τήν περίοδο τῆς ΕΟΚΑ Α΄ καί φυλακίστηκε ἀπό τούς Ἄγγλους, διότι ἔκρυβε στή μονή τούς Κυπρίους ἀγωνιστές, μεταξύ αὐτῶν καί τόν Γρηγόρη Αὐξεντίου. Ἦταν αὐτός πού κοινώνησε γιά τελευταία φορά τόν ἥρωα τῆς Κύπρου. Ἡ φυλακή ἦταν χωρίς στέγη, ἔμεινε δέ ἔγκλειστος ἕξι μῆνες.

     Στήν Ἀγγλία ἔζησε πενήντα χρόνια. Ὑπηρέτησε στήν πόλη τοῦ Μπέρμιγχαμ καί ἀλλοῦ. Δίδαξε σέ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀγγλίας Ψυχολογία. Πνευματικό του εἶχε τόν Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, γιά τόν ὁποῖο μοῦ εἶχε πεῖ ἀρκετές ἱστορίες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί γιά τήν ἡμέρα πού τόν εἶδε νά προσεύχεται χωρίς νά πατᾶ στή γῆ! Στό γραφεῖο του μπροστά εἶχε μιά μεγάλη φωτογραφία τοῦ Γέροντα καί ἕνα μεγάλο κομποσχοίνι.

          Τό καλοκαίρι τοῦ 2006 μεταβήκαμε γιά προσκύνημα στό Ἅγιον Ὄρος. Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού ἐπισκεπτόταν τό Ἅγιον Ὄρος. Φιλοξενηθήκαμε στήν Ἱερά Μονή Καρακάλου, ἐνῷ ἐπισκεφθήκαμε τήν Ἱ. Μεγίστη Μονή Βατοπεδίου καί τήν Καλύβη τῆς Ἀναστάσεως, στήν Καψάλα, στίς Καρυές. Ἀργότερα μοῦ εἶπαν κάποιοι μοναχοί ὅτι ἔμειναν πολύ ἐνθουσιασμένοι ἀπό τόν πύρινο λόγο του. Ἤθελε πολύ νά ξαναπάει, ἀλλά λόγῳ τῆς ἀσθενοῦς καταστάσεως τῆς ὑγείας του δέν μπόρεσε. Ἐπίσης, μεταβήκαμε στή Σουρωτή, στήν Ἱ. Μ. τοῦ Ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καί προσκυνήσαμε τόν τάφο τοῦ πατρός Παϊσίου καί μέ νόημα μέ ἄφησε νά καταλάβω ὅτι κάτι τό ξεχωριστό εἶδε, ἀλλά δέν ἤθελε νά μοῦ τό ἀποκαλύψει. Κατόπιν, ἐπισκεφθήκαμε τό Ἱερό Ἡσυχαστήριο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, στήν Ὀρμύλια τῆς Χαλκιδικῆς. Ἐκεῖ συνάντησε δυό Μοναχές, οἱ ὁποῖες ἦταν πνευματικά του παιδιά στήν Ἀγγλία καί εἶχε νά τίς συναντήσει ἀπό τήν Ἀγγλία. Κατά τή συνάντησή τους ὑπῆρχε τόση χάρη, πού ἐγώ καί ἕνας ἀδερφός δέν μπορούσαμε νά συγκρατήσουμε τά δάκρυά μας.

     Μοῦ ἀφηγήθηκε ἕνα γεγονός πού συνέβη στά Πάταρα. «Κατόπιν ἀδείας τέλεσα ὡς Ἐπίσκοπος Θεία Λειτουργία στόν κατεστραμμένο Ναό τοῦ Ἁγ. Νικολάου. Ξαφνικά ἦρθαν δέκα νεαρά ἄτομα. Στήν ἀρχή φοβήθηκα γιά τίποτα ἐπεισόδια, ἀλλά αὐτοί μέ παρακάλεσαν νά τούς βαπτίσω. Τούς εἶπα νά τούς δώσω στή βάπτιση τό ὄνομα Νικόλαος, ἀλλά ἐκεῖνοι εἶπαν Ἀλέξανδρος, διότι ‘θέλουμε νά εἴμαστε καί Ὀρθόδοξοι καί Ἕλληνες’».

     Τό ἔτος 2006 ἐκδόθηκε τό βιβλίο πού ἔγραψε ‘Λουλούδια ἀπό τούς κήπους τῶν Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας’. Ἀντί προλόγου, ἔγραψε:

     «Προχθές γυρίζοντας ἀπό ἕναν Ἑσπερινό πέρασα ἀπό τήν Ὁμόνοια. Πλῆθος νέων ἦταν μαζεμένοι γύρω ἀπό ἕνα παιδί. Στό χέρι του κρατοῦσε τήν τελευταία σύριγγα τοῦ θανάτου. Τόν πλησίασα καί μέ δακρυσμένα μάτια φώναξε: ‘Βοήθεια, πεθαίνω…’. Ἔτρεξα κοντά του, τόν ἀγκάλιασα. Μέ σπασμένη φωνή μοῦ εἶπε, ‘παππούλη, πεθαίνω, διάβασέ μου μία εὐχή’. Γονάτισα, τοῦ διάβασα μία εὐχή. Ψέλλισε δυό λέξεις, ‘πές τοῦ Χριστούλη νά μέ δεχτεῖ’ καί ξεψύχησε, μέσα στήν ἀγκάλη μου, ἄγνωστος μεταξύ ἀγνώστων. Φεύγοντας, ψιθύριζα μία προσευχή. Χριστέ μου, μία λέξη εἶπε ὁ ληστής καί τόν δέχτηκες στή βασιλεία Σου, δέξου καί τήν ψυχή αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ Σου».

     Κάπου ἀλλοῦ γράφει: «Μεταξύ τῶν ὀνομάτων πού ἐπικαλούμαστε τήν Παναγία θά χρησιμοποιήσω ἕνα. «Γλυκιώτισσα», τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦσε ὅλη ἡ ἐπαρχία τῆς Κερύνειας. Ἕνα ὄμορφο ἐκκλησάκι ἔκτισαν οἱ Κερυνιῶτες κατά τόν καιρό τῆς Ἐνετοκρατίας, δυό χιλιόμετρα ἔξω ἀπό τήν πόλη. Τό ἅγιο εἰκόνισμά της ἔδινε παρηγοριά στούς πονεμένους. Δυστυχῶς οἱ Τοῦρκοι διάλεξαν τό λιμανάκι πού ἦταν κάτω ἀπό τό ἐκκλησάκι γιά νά καταλάβουν τήν Κερύνεια. Ἕναν μήνα πρίν  ἔρθουν οἱ Τοῦρκοι, δέκα εὐσεβεῖς γυναῖκες πῆγαν νά προσευχηθοῦν στήν Παναγία, νά καθαρίσουν τό δάπεδο, νά πλύνουν τά καντήλια. Ξαφνικά ἀκούστηκε ἕνας θόρυβος, ἐπακολούθησε μία ἀγγελική μελωδία, τό ἐκκλησάκι εὐωδίαζε. Κοίταξαν τό εἰκόνισμα τῆς Παναγίας. Τά ἐνδύματα ἔγιναν μαῦρα καί δάκρυα ἔτρεχαν ἀπό τά μάτιά Της. Οἱ γυναῖκες τρομαγμένες σκούπισαν τά δάκρυα τῆς Παναγίας καί ἦρθαν στή γλώσσα τους τά λόγια τῶν χριστιανῶν στήν Ἁγία Σοφία. «Σώπασε Κυρά Δέσποινα καί μήν πολυδακρύζεις, πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς πάλι δικά μας  θἆναι».

 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΣΤ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2011