ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ 7

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Εἰρήνης Ἀρτέμη

Θεολόγου καὶ Φιλολόγου

MA & PhD Θεολογίας

 

5. Ὀρθοδοξία, νεωτερικότητα καὶ οἰκουμενισμὸς

Ἂν καὶ ὀρθοδοξία πρεσβεύει ἕναν νέο κόσμο μέσα ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡστόσο πολλοὶ θὰ ποῦν ὅτι μέλη τῆς ἀντιδροῦν σθεναρὰ στὴ σύνδεσή της μὲ τὴ νεωτερικότητα καὶ τὸν Οἰκουμενισμό.

Ἡ νεωτερικότητα ἀναφέρεται στὸν τύπο τῆς κοινωνικῆς ὀργάνωσης, πού ὅπως προαναφέρθηκε κυριάρχησε στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη μετὰ τὴ βιομηχανικὴ ἐπανάσταση στὴν Ἀγγλία τὸ 1668 καὶ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1789 στὴ Γαλλία. Μὲ τὴ νεωτερικότητα μπαίνουν στὸ περιθώριο ὅλες οἱ σκέψεις καὶ οἱ ἰδέες ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν παράδοση σὲ ὁποιοδήποτε τομέα τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου π.χ. κρατική, οἰκονομική, θρησκευτική. Στὸν τομέα τῆς Θρησκείας, προείπαμε, ὅτι ἡ νεωτερικότητα ταυτίστηκε μὲ τὴν περίοδο τῶν μεταρρυθμίσεων ποὺ συγκλόνισαν τὴ Δυτικὴ Εὐρώπη καὶ ἀποτέλεσε τὴ βάση γιὰ τὴ δημιουργία διαφόρων Ὁμολογιῶν, ὅπως Καλβινιστές, Λουθηριανοί, κ.α., οἱ ὁποῖοι ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησία καὶ ἀντὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὶς ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ τὴν Ὀρθοδοξία, αὐτὲς προτίμησαν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ παράδοση.

Σήμερα πολλοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ προσεγγίσει τὶς ἄλλες Ὁμολογίες κάνοντας ἕνα βῆμα πρὸς αὐτὲς εἴτε μὲ ἀποδοχὴ τῆς Ἐπισκέψεως τοῦ Προκαθημένου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἴτε συμμετοχὴ σὲ συνέδρια μαζὶ μὲ ἐκπροσώπους ἄλλων δογμάτων. Ἐδῶ, λοιπόν, ὑπάρχει καὶ ἡ μεγάλη τριβὴ μεταξὺ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς Νεωτερικότητας καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους φωνάζουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ ἔχει καμμία σχέση μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν ἄλλων χριστιανικῶν δογμάτων, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι τυχὸν τοὺς ἀποδέχεται ἢ νὰ ἔχει νοθεύσει τὸ περιεχόμενο τῆς ὀρθόδοξης διδασκαλίας της.

Οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸ Συμβούλιο τῶν Παγκόσμιων Ἐκκλησιῶν τονίζουν ὅτι μόνο μέσα ἀπὸ τὸ διάλογο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὰ ἄλλα δόγματα θὰ μπορέσουν οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ ἐξηγήσουν λάθη τῶν ὀπαδῶν τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν ποὺ τοὺς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὑποστηρικτὲς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δέχονται ὅτι σπέρματα ἀληθείας ὑπάρχουν σὲ κάθε θρησκεία γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ προσπάθησαν οἱ «συνήγοροι» τῆς Οἰκουμενιστικῆς Κίνησης νὰ διαμορφώσουν ἕνα κείμενο ποὺ θὰ ἐναρμονίζεται μὲ τὰ πιστεύω καὶ τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν.

Ἡ ἀντίδραση ἔρχεται ἀπὸ ἕνα μέρος Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν ποὺ ἀρνοῦνται κάθε θρησκευτικὴ συζήτηση καὶ ἀντιδροῦν δυναμικὰ σὲ κάθε προσπάθεια ἐπανένωσης τῶν Ἐκκλησιῶν μαζὶ μὲ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμὸ ἢ τὶς ἄλλες Ὁμολογίες. Αὐτὸ συμβαίνει, γιατί πολλοὶ Ἕλληνες πιστοὶ θεωροῦσαν καί θεωροῦν τὸν Πάπα ὡς αἱρετικὸ καὶ μάλιστα ἔφταναν ἤ φθάνουν σὲ σημεῖο νὰ τὸν δαιμονοποιοῦν. Θεωροῦν ὅτι ἀφοῦ Ἐκεῖνοι κατέχουν τὴν ἀδιάλειπτη ἀλήθεια δὲ χρειάζονται νὰ γίνουν προσπάθειες ὑπερασπίσεως τοῦ λαοῦ καὶ τῆς πολιτιστικῆς καὶ θρησκευτικῆς του ταυτότητας. Πιθανὸν νὰ κυριαρχεῖ ἐδῶ ὁ φόβος μήπως παρασυρθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπὸ τὸ Ρωμαιοκαθολικισμὸ ἢ τὴ διδασκαλία τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν καὶ καταλήξουν καὶ οἱ ἴδιοι αἱρετικοί.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅσοι ὑποστηρίζουν τὴ νεωτερικότητα καὶ τὸν Οἰκουμενισμό, θεωροῦν πολὺ σημαντικὸ τὸ γεγονὸς τῶν Ὀρθοδόξων νὰ συζητοῦν μὲ τοὺς πιστοὺς τῶν ἄλλων δογμάτων. Ἔτσι πιστεύουν ὅτι διασφαλίζουν τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ συγχρόνως ἀνοίγονται σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὴ εἶναι ἡ θετικὴ πλευρὰ μεταξὺ Νεωτερικότητας καὶ Ὀρθοδοξίας. Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἀντιδροῦν ἀκόμη καὶ μὲ βία στὶς προσπάθειές του νὰ ἔρθουν ἐγγύτερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὰ ἄλλα δόγματα.

Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ὅλων τῶν παραπάνω ὑπῆρξε ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Ποντίφικα στὴν Ἀθήνα  τὸ 2001. Ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κυρὸς Χριστόδουλος δέχθηκε πλῆθος ἀντιδράσεων[1]. Πολλοὶ μάλιστα ὑποστήριξαν ὅτι συμπροσευχήθηκε μὲ τὸν πάπα, θέτοντας ἔτσι τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐκτὸς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ συγχρόνως ἀπέδιδαν τὴ μετέπειτα ἀσθένεια τοῦ Χριστόδουλου στὴν τιμωρία του ἀπὸ τὸ θεάνθρωπο θεῖο Λόγο.

Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς φορέας ὁλόκληρής της ἀλήθειας δὲ θὰ πρέπει νὰ φοβᾶται γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ διαλόγου ἐπαναπροσεγγίσεως τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν Ρωμαιοκαθολικισμό. Ἀφοῦ ἐκείνη εἶναι ὁ θεματοφύλακας τῆς Παραδόσεως τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων ἀλλὰ καὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πίστη μᾶς εἶναι λοιπόν, ὅτι ἐὰν στὸ διάλογο τῶν Ὀρθοδόξων μετὰ τῶν διαφόρων σχισματικῶν ἐὰν οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδοξίας διαθέτουν πολὺ καλὴ θεολογικὴ κατάρτιση καὶ συγχρόνως δὲ θυσιάζουν τίποτα δογματικὸ στὸ βωμὸ τῆς συνένωσης τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὶς ἄλλες Ὁμολογίες τότε δὲν ὑπάρχει τίποτα νὰ ἀπειλεῖ τὴν Ὀρθοδοξία σὲ σχέση μὲ τὴ νεωτερικότητα τῆς ἐποχῆς μας ἢ στὰ πλαίσια ἑνὸς Οἰκουμενικοῦ Διαλόγου. Ἄλλωστε μέσῳ τοῦ διαλόγου δίνεται ἡ εὐκαιρία στοὺς ἑτερόδοξους νὰ διαπιστώσουν πόσο μακριὰ βρίσκονται ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ πόσο ἔχουν διαστρεβλώσει τὴ γενικότερη διδασκαλία καὶ παράδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ.                                           

Συνεχίζεται…

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα