Τό ἑλληνικό ἀλφάβητο

Σεραφεὶμ Γ. Κωνσταντίνου

φιλολόγου

Πολιτισμοὶ καὶ γλώσσες

Ἄν οἱ γλώσσες εἶναι τὸ «ροῦχο» τῶν πολιτισμῶν, ἄν, ὅπως ο Wittgenstein ἐπισημαίνει χαρακτηριστικά, τὰ ὅρια τῆς γλώσσας ταυτίζονται μὲ τὰ ὅρια τοῦ κόσμου ποὺ ὁ κάθε πολιτισμὸς ὁριοθετεῖ μὲ τὴ δράση καὶ τὴν παρουσία του, τὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο καὶ ἡ πολύχρονη ἱστορία του ἀποδεικνύουν ἔκτυπα αὐτὲς τὶς ἐπισημάνσεις.

Ἡ καταγωγὴ τοῦ ἐλληνικοῦ ἀλφαβήτου-Ἡ συλλαβικὴ γραφὴ

Ἀρκετὰ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπινόηση τοῦ ἀλφαβήτου ἡ ελληνική γραφόταν με συλλαβικὴ μορφὴ, ὅπως ὀνομάστηκε η Γραμμική Α΄ ἡ ὁποία χρησιμοποιοῦνταν στὴν Κρήτη. Νεότερη ἐκδοχὴ αὐτῆς εἶναι η Γραμμικὴ Β΄, ἡ γραφὴ τῶν μυκηναϊκῶν ἀνακτόρων (Μυκῆνες Πῦλος, Τίρυνθα). Ἐπίσης ἀξίζει να ἀναφερθεῖ η ὕπαρξη καὶ χρήση τοῦ κυπριακοῦ συλλαβαρίου, μορφῆς δηλαδὴ συλλαβογράμματης γραφῆς ποὺ ἀποδίδει τὴν ἐλληνικῆ γλώσσα, ἔτσι ὅπως μιλιόταν στὴν Κύπρο.

Ἡ συγκέντρωση τῆς οἰκονομικῆς και κοινωνικῆς ζωῆς γύρω ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα γἐννησε τὴν ἀνάγκη ἑνὸς συστήματος καταγραφῆς καὶ διατήρησης τῆς πληροφορίας, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ἐξέλιξη τῆς κοινωνἰας καὶ οἱ σύνθετες δομὲς της χρειάστηκαν τὴ γραφὴ, καθὼς ὁ προφορικὸς λόγος ἦταν πλέον ἀνεπαρκὴς, ἀλλὰ καὶ πρακτικὰ ἄβολος. Ἡ γραφὴ, ὅπως προαναφέρθηκε, ἦταν συλλαβικὴ, μὲ ἑνενήντα συλλαβικὰ σημεῖα καὶ ἑκατὸ ἰδεογράμματα ἤ εἰκονογράμματα, μὲ τὰ ὁποῖα οἱ Μυκηναῖοι ἄνακτες κατέγραφαν τὸ βιὸς ποὺ διέθεταν στὶς ἀποθῆκες τους. Ἐπομένως πρόκειται γιὰ ἕνα χρηστικὸ καθαρὰ ἀλφάβητο μὲ λογιστικὲς ἐφαρμογὲς, ἄκρως χρήσιμο στὴν οἰκονομία καὶ τὴ διοίκηση τῶν κέντρων του μυκηναϊκοῦ κόσμου ποὺ ἔσφυζαν ἀπὸ ζωὴ. Oἱ πήλινες πλάκες τῆς Γραμμικῆς Β΄ τὶς ὁποῖες ἔφερε στὸ φῶς ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη τοῦ Sir Arthur Evans στὴν Κρήτη κατὰ τον 19ο αἰῶνα, καὶ οἱ ὁποῖες ἀποκρυπτογραφήθηκαν ἀπὸ τοὺς Michael Ventris μὲ τὴ βοήθεια τοῦ καθηγητὴ John Chadwick τοῦ πανεπιστημίου τοῦ Cambridge, πιστοποιοῦν ὅτι η Γραμμικὴ Β΄ ἀποτέλεσε τὸ πρῶτο σύστημα γραφῆς στὸ ὁποῖο γράφτηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα (1).

Ἀπὸ τὴ συλλαβικὴ στὴν ἀλφαβητικὴ γραφὴ

Σταδιακὰ ὅμως ἡ παρακμὴ τῶν μυκηναϊκῶν κέντρων ὀδηγεῖ στὴ διακοπὴ γραφῆς τῆς Γραμμικῆς Β΄ καὶ φτάνουμε πιὰ στὸν 8ο π.Χ. αἰῶνα γιὰ να συναντήσουμε γραπτὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα γράφονται ὅμως σε ἀλφαβητικὴ πλέον γραφὴ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κάθε φθόγγος ἀποδίδεται μὲ ἕνα γράφημα. Σήμερα ἡ ἐπικρατέστερη ἐπιστημονικὰ θεωρία ἀποδέχεται ὅτι οἱ Ἕλληνες παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς Φοίνικες τὸ λεγόμενο βορειοσημιτικό ἀλφαβητικὸ σύστημα γραφῆς, ἀλλὰ τοῦ ἐπέφεραν σημαντικὲς μεταβολὲς, ἐπινοῶντας για πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς γραφῆς τὰ φωνήεντα, τὰ ὁποῖα θὰ ἀποτελοῦν πιὰ τὴ βάση καὶ τὸν πυρήνα τῆς συλλαβῆς. Έτσι Ἕλληνες φτάνουν στὴ δημιουργία ἑνὸς ἀλφαβήτου ποὺ παριστάνει ὅλους τοὺς φθόγγους.

Ταυτόχρονα θεραπεύει καὶ  ξεπερνάει την «ἐλλειπτικότητα» τόσο του φοινικικοῦ ἀλφαβήτου, ὅσο καὶ τῆς Γραμμικῆς Β΄. Ἡ στιγμὴ αὐτὴ, ποὺ διήρκεσε αἰώνες καὶ ποὺ ὀφείλεται, σύμφωνα με τὸν σπουδαῖο Γερμανὸ φιλόλογο Ulrich Von Wilamowitz-Moelendorf, σὲ ἔναν ἄγνωστο εὐεργέτη τῆς ἀνθρωπότητας, γέννησε τὸ ἐλληνικὀ ἀλφάβητο. Τὰ πρῶτα γραπτὰ μνημεῖα αὐτῆς τῆς γλώσσας εἶναι τὸ γνωστὸ ποτήρι τοῦ Νέστορα, τὸ ὁποῖο βρέθηκε στὰ Ἴσκια, στὸ νησὶ Πιθηκοῦσες τοῦ τυρρηνικοῦ πελάγους, καθώς ἡ περίφημη ἐπιγραφὴ τῆς οἰνοχόης τοῦ Διπύλου στὸν Κεραμεικό. Ἡ νὲα αὐτὴ γραφὴ ἔφερε πραγματικὴ ἐπανάσταση, ἀφοῦ, ἀποτελῶντας φωνογραφικὴ ἀπεικόνιση τοῦ καθημερινοῦ ὁμιλούμενου λόγου, παρέχει τὴ δυνατότητα στὸν κάθε πολίτη νὰ τὴν γράφει, νὰ τὴν κατανοεῖ καὶ νὰ συμμετέχει κατὰ συνέπεια στὰ κοινὰ τῆς πόλης του. Δημιουργοῦνται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ προϋποθέσεις γιὰ μιὰ δημοκρατία τῆς γραφῆς, τῆς πληροφορίας καὶ τῆς γνώσης, γιατί τὸ ἀλφάβητο μαθαίνεται εὔκολα καὶ προσφέρεται γιὰ γενικὴ χρήση. Δὲν προϋποθέτει εἰδικούς της γραφῆς καὶ εἰδικούς της ἀνάγνωσης.

Τὰ πρῶτα αὐτὰ ἀλφαβητικὰ κείμενα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ἔχουν ὡς «συγγραφεῖς» ἁπλοὺς καθημερινοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἀνήκουν σὲ ἐπαγγελματίες γραφεῖς, σὲ προνομιοῦχες κάστες ἀπομακρυσμένες ἀπὸ τὸ κονωνικὸ γίγνεσθαι. Ἡ ἐκμάθησή της δὲν ἀφορᾶ ἐπαγγελματίες γραφεῖς, ὅπως στὴν Αἴγυπτο καὶ ἄλλες χῶρες τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλὰ ὅλους τους πολῖτες ποὺ τὴν μαθαίνουν εἴτε περιστασιακὰ μέσα ἀπὸ τὴν καθημερινὴ χρήση, εἴτε στὰ πλαίσια τῆς οἰκογένειας. Στὴ μακρινὴ Αἴγυπτο οἱ Φαραὼ χρησιμοποιοῦσαν Ἕλληνες μισθοφόρους-ἐπαγγελματίες στρατιῶτες. Σὲ μιὰ ἐκστρατεία τοῦ Φαραὼ Ψαμμήτιχου τοῦ Β΄ (595-589 π.Χ.) στὴ Νουβία τὸ 591 π.Χ., Ἕλληνες στρατιῶτες χάραξαν τὰ ὀνόματά τους στὰ κάτω ἄκρα κολοσσιαίων ἀγαλμάτων τοῦ Φαραὼ Ραμσῆ τοῦ Β΄ μπροστὰ στὸν ναὸ τοῦ Abu Simbel στὴ Νουβία. Αὐτὴ ἡ δημοκρατικὴ κατάκτηση, ὅπως ἦταν φυσικό, ἐξαπλώνεται γρήγορα σὲ ἀρκετὲς περιοχές, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἑλληνικὸς κόσμος διατηροῦσε ποικίλες σχέσεις.

Μὲ τὴν ἐπανάσταση τῆς ἀλφαβητικῆς γραφῆς, ποὺ ἐπινόησαν καὶ ἐξέλιξαν οἱ Ἕλληνες, πραγματοποιεῖται ἕνα τεράστιο βῆμα σὲ ὅλα τα ἐπίπεδά της κοινωνικῆς, οἰκονομικῆς καὶ φυσικά της πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ λογοτεχνικὴ ἔκφραση βρίσκει μέσο νὰ ἐκφραστεῖ καὶ μάλιστα στὶς πιὸ δύσκολες ἀποχρώσεις της. Ἡ διάσωση τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν ἐξασφαλίστηκε χάρη στὴ γραφή, μὲ τὴν γνωστὴ ἀπόφαση τοῦ Πεισίστρατου τὸν 6ο αἰῶνα νὰ τὰ καταγράψει καὶ νὰ τὰ διασώσει σὲ μιὰ μόνιμη μορφὴ (Vulgata). Αὐτὴ η πρωτόφαντη δυνατότητα καθιστᾶ τὴν ἐπιστημονικὴ σκέψη κτῆμα τῶν πολλῶν καὶ παράλληλα τῆς παρέχει τὸ ἐργαλεῖο γιὰ τὴν ἔκφραση καὶ τῶν πιὸ λεπτῶν ἐκφάνσεων τῆς φιλοσοφικῆς ἐπίνοιας.

Τὰ ἀποφθέγματα τοῦ «σκοτεινοῦ» Ἐφέσιου, ἡ πλατωνικὴ φιλοσοφία, ἡ ἀκρίβεια τῆς ἀριστοτελικῆς λογικῆς διατυπώνονται μὲ σαφήνεια καὶ εὐστοχία, συζητοῦνται καὶ ἀναλύονται στὶς φιλοσοφικὲς σχολές, χάρη στὴν ἐκφραστικὴ δυνατότητα τοῦ γλωσσικοῦ ἐργαλείου  ποὺ ἡ ἀλφαβητικὴ γραφὴ παρεῖχε. Τὰ Ἠθικὰ Νικομάχεια τοῦ Ἀριστοτέλη ἀποτελοῦν σημειώσεις τῶν παραδόσεων ποὺ ἔκανε στὴ φιλοσοφικὴ σχολὴ τοῦ Λυκείου ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος. Πληροφορίες θέλουν τὸν Ἡράκλειτο νὰ καταθέτει τὸ χειρόγραφό των φιλοσοφικῶν του ἀποφθεγμάτων στὸν Ναὸ τῆς Ἀρτέμιδας στὴ Ἐφεσο, ἐνῷ ὁ Περικλῆς ἔγραφε τοὺς λόγους του, πρὶν τοὺς ἐκφωνήσει.

Τὸν 5ο αἰῶνα ἀρχιτέκτονες, ὅπως ὁ Ἰκτῖνος, ὁ τραγικὸς ποιητὴς Σοφοκλῆς, ὁ γλύπτης Πολύκλειτος καὶ ὁ φιλόσοφος Ἀναξαγόρας δημοσιοποίησαν γραπτῶς τὶς ἀπόψεις τους γιὰ τὰ προβλήματα τῆς τέχνης καὶ τῆς ἐπιστήμης. Παράλληλα ἡ γραφὴ διασώζει, ἀλλὰ καὶ δίνει καὶ τὴ σχετικὴ βαρύτητα τοῦ γραπτοῦ λόγου στὰ ψηφίσματα καὶ τοὺς νόμους, τὰ ὁποῖα δημοσιοποιοῦνται σὲ κοινὴ θέα καὶ δεσμεύουν ἄρχοντες καὶ ἀρχομένους, ἀμφισβητοῦνται καὶ γίνονται ἀντικείμενο σύγκρισης μὲ αὐτὰ τῶν ἄλλων πόλεων. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ κατανοηθεῖ ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν γεννιέται σιγὰ-σιγὰ ἡ κριτικὴ σκέψη καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων καλλιεργεῖται ἡ ἀπαίτηση τοῦ ὑπεύθυνου πολίτη ὁ ὁποῖος διαβάζει, κρίνει συγκρίνει καὶ ἀποφαίνεται. Ὅλη αὐτὴ ἡ δραστηριότητα καὶ οἱ ζυμώσεις ποὺ προκάλεσε μποροῦμε νὰ καταλάβουμε τὴν τεράστια ὤθηση ποὺ ἔδωσαν στὴν ἐξέλιξη καὶ τῆς τέχνης καὶ τῆς ἐπιστήμης.

Ἡ Οἰνοχόη τοῦ Διπύλου Ἐθνικό-Ἁρχαιολογικό Μουσεῖο

Ἡ Οἰνοχόη τοῦ Διπύλου
Ἐθνικό-Ἁρχαιολογικό Μουσεῖο

Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἀλφαβητικὴ γραφὴ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ κόσμου ἀπεικόνισε τὴ ζωὴ σὲ ὅλες της τὶς ἐκφράσεις καὶ μὲ τὶς πιὸ λεπτές της ἀποχρώσεις. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα, ὅπως προαναφέρθηκε, βασίστηκε στὴν ἀναλυτικὴ ἐκφραστικὴ δύναμη τῆς γλώσσας ποὺ ἑδράζεται στὴν ποικιλία τῶν γραμμάτων καὶ τῶν συνδυασμῶν τους, ἐνῷ παράλληλα ἄσκησε καὶ τὸν νοῦ νὰ καταγράφει καὶ νὰ ἐπινοεῖ διαφορετικὲς γλωσσικὲς μορφές, προκειμένου νὰ ὀνομάσει τὰ ἀντικείμενα καὶ τὶς καταστάσεις τοῦ κόσμου τὸν ὁποῖον συνελάμβανε.

Τὸ παρὸν τῆς ἑλληνικῆς γραφῆς

Ἡ ἑλληνικὴ γραφή, ἔτσι ὅπως ἀποδίδεται σήμερα, εἶναι ἱστορικὴ, ἀπεικονίζει δηλαδὴ γράμματα τὰ ὁποῖα σὲ πολλὲς περιπτώσεις δὲν ἀποδίδει φωνητικά, ὅπως προφέρονταν στὸ παρελθόν. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἔχει κάνει πολλοὺς νὰ σκεφθοῦν ὅτι θὰ ἦταν ἐφικτὴ μιὰ ἁπλοποίηση τῆς γραφῆς, ἔτσι ὥστε ὁ φθόγγος i, γιὰ παράδειγμα, νὰ γράφεται μὲ ἕνα γράμμα, εἴτε πρόκειται γιὰ τὸ οι ,το ει, τὸ η ἢ τὸ ι. Μιὰ τέτοια προοπτικὴ ὅμως συνιστᾶ πραγματική, χωρὶς ὑπερβολή, καταστροφὴ τῶν πηγῶν τῆς ἱστορικότητας ποὺ διαθέτει ἡ γλῶσσα, γιατὶ αὐτὴ ὡς ζωντανὸς ὀργανισμὸς ἀπεικονίζει καὶ ἐκφράζει μὲ τὶς συλλαβὲς, τὰ γράμματά καῖ τὶς λέξεις της τὸν πολιτισμὸ ἑνὸς ἑκάστου λαοῦ στὴ διαχρονική του πορεία. Ἂν καταργήσεις αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ γραφή, καταδικάζεις στὴ λήθη τὸν πολιτισμό σου καὶ ὁδηγεῖς στὴν ἀμάθεια τὶς γενιὲς ποὺ ἔρχονται, ἀφοῦ δὲν θὰ μποροῦν νὰ ἑρμηνεύσουν ἐτυμολογικὰ τὴν προέλευση τῶν λέξεων, ἀδυνατῶντας ἔτσι νὰ εἰσέλθουν στὶς πηγὲς τῆς γλωσσικῆς τους ἱστορίας. Γιὰ παράδειγμα ἡ λέξη εἰρήνη, ἂν «ἁπλοποιηθεῖ», θὰ γράφεται *ιρίνι. Πόση δυνατότητα ἀπομένει στὸν νέο ἄνθρωπο ποὺ μαθαίνει τὴ γλώσσα νὰ ἀντιληφθεῖ ὅτι ἡ λέξη ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ρῆμα εἴρω ποὺ σημαίνει συνδέω, ἑνώνω, καὶ νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ εἰρήνη λοιπὸν εἶναι αὐτὴ ποὺ ἑνώνει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κρατάει σὲ ἁρμονία.

Σταδιακὰ αὐτὴ ἡ προτεινόμενη «ἁπλοποίηση» θὰ ὁδηγήσει σὲ μιὰ σαρωτικὴ ὁμοιομορφία τῆς γραφῆς τῆς ὁποίας τὸ ἑπόμενο στάδιο θὰ εἶναι ἡ ἀπόδοσή της μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες μὲ ὅ,τι μπορεῖ νὰ σημαίνει αὐτὸ τὸ γεγονὸς γιὰ τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα καὶ τὴν ἱστορία. Ταυτόχρονα καθίσταται ἡ γλωσσικὴ παιδεία προνόμιο ὀλίγων ἐρευνητῶν καὶ κατὰ ἕναν παράδοξο τρόπο ἡ ἑλληνικὴ δημοκρατικὴ κατάκτηση τῆς ἀλφαβητικῆς γραφῆς χάνεται καὶ τὴ θέση της παίρνει μιὰ μορφὴ ἐπικοινωνιακοῦ κώδικα-ὄχι πιὰ γλῶσσα-ποὺ ἐπιδιώκει μόνο τὴν χρηστικὴ πληροφορία.

Θυμίζει ἡ διαφαινόμενη προοπτικὴ τὴν περίφημη ὀργουελικὴ «Newspeak», τὴ Νέα Γλῶσσα, ποὺ στόχο ἔχει νὰ καταργήσει μέσῳ τῆς γλωσσικῆς διαστροφῆς τὴν σκέψη καὶ τὴν κριτικὴ μὲ ἀπώτερη ἀσφαλῶς ἐπιδίωξη νὰ ἐλέγξει καὶ να διαβουκολήσει τοὺς ἀνθρώπους. Τὰ λάθη ποὺ ἔγιναν καὶ συνεχίζουν νὰ γίνονται στὴ διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας δὲν δικαιολογοῦν σὲ καμμία περίπτωση τὴν ἑκούσια καταστροφὴ καὶ συρρίκνωσή της. Ἡ σωστὴ διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς σὲ ὅλες τὶς μορφὲς μὲ διαχρονικὴ προσέγγιση, μὲ τὴ χρήση, πάντα μὲ μέτρο, τῶν νέων τεχνολογιῶν καὶ τῶν ἐξαιρετικῶν δυνατοτήτων ποὺ αὐτὲς παρέχουν, καθὼς καὶ ἡ μύηση στὴν πλούσια λογοτεχνική μας παραγωγὴ ἀποτελοῦν τὶς ἀσφαλιστικὲς δικλεῖδες, γιὰ νὰ καταρτίσουμε πνευματικὰ καὶ νὰ καλλιεργήσουμε γλωσσικά τους νέους ἀνθρώπους, νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ διαβάζουν καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν ἀνεξάντλητη δυνατότητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας νὰ κλείνει μέσα της καὶ τὰ πιὸ φανταχτερὰ σκιρτήματα τῆς σκέψης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ανδρόνικος, Μ., «Η ελληνική γραφή», στο: Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. Β΄, Αθήνα 1971, σσ. 196-201.

Βερτουδάκης,Βασίλειος. Προέλευση, εξέλιξη και διάδοση του ελληνικού αλφαβήτου https://www.academia. edu/5520533.

Κοπιδάκης, Μ.Ζ. (επιμ.), Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1999.

Μίσσιου, Άννα. (2007) Γραφή και ελληνική γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]

Μπαμπινιώτης, Γ., Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1985.

Thomas, R. 1996. Γραπτός και προφορικός λόγος στην αρχαία Eλλάδα. Μτφρ. Δημήτρης Κυρτάτας. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Χριστίδης, Α.-Φ. 2005. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]

Ἀναδημοσίευση ἀπό 20-10-2016