ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Ἕνας φλογερὸς πατριώτης καὶ γνήσιος φορέας τῆς ρωμαίικης παραδόσεως. (1824 – 1879)

Βασιλικῆς Παπακώστα-Τρικαλιώτη πρεσβυτέρας

Γεννήθηκε στὴ Λευκάδα καὶ γαλουχήθηκε μὲ τὴν ἰδέα τῆς ἐλευθερίας τόσο τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας του ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ κατοχὴ καὶ κυριαρχία, ὅσο καὶ τῆς ὑπόδουλης μητέρας Ἑλλάδας ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγό. Ἡ φλογερὴ ἀγάπη του πρὸς τὴν πατρίδα διαπερνᾶ τὴν ποίηση ἀλλὰ καὶ τὰ πεζά του κείμενα. Προσανατολίζει ὁλόκληρη τὴ ζωή του πρὸς τὴν ἐκπλήρωση ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ σκοποῦ μὲ κάθε τρόπο: νὰ ἐπέλθῃ ἡ ποθούμενη «ἐθνικὴ ἀναγέννησις», ἡ ἐθνική, δηλαδή, ἀνασυγκρότηση καὶ ἀνόρθωση.

Σημειώνουμε χαρακτηριστικὰ τρεῖς σταθμοὺς τῆς πατριωτικῆς δράσης του: ἀγωνίζεται μὲ θερμὸ πατριωτισμὸ γιὰ τὴν ἕνωση τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴν Ἑλλάδα ὡς ἀντιπρόσωπος στὸ τοπικὸ κοινοβούλιο, ἀντιπροσωπεύει τὴ Λευκάδα στὴ Βουλὴ τῆς Ἀθήνας μετὰ τὴν ἕνωση (1864), ὀργανώνει ἀνεπίσημα τὴν ἐπανάσταση σὲ Ἤπειρο, Θεσσαλία καὶ Κρήτη ἀπὸ τὸ 1876 ὡς μέλος τῆς Κεντρικῆς Ἐθνικῆς Ἐπι- τροπῆς. Στὰ τέλη τοῦ βίου του ἀποκαρδιώνεται γιὰ τὴν πορεία ἐπιλύσεως τοῦ ἐθνικοῦ προβλήματος, τόσο ἀπὸ τοὺς ἀνεπιτυχεῖς χειρισμοὺς τοῦ ἐπισήμου ἑλληνικοῦ κράτους, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν προδοτικὴ στάση τῶν Μεγάλων Δυνάμεων.

Ποίηση καὶ δράση συμπορεύονται καὶ συστρατεύονται στὸν κοινὸ ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας, τῆς αὐτονομίας καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς πατρίδας. Τὰ αἰσθήματα ξεχύνονται ἀσυγκράτητα (ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς ἀποκαλεῖ τὴν ποίησή του «ξεθύμασμα»): ἐνθουσιαστικὸ φρόνημα, νεανικὸ σφρῖγος, ἀγωνιστικὴ διάθεση, αἰσθήματα θαυμασμοῦ κι εὐγνωμοσύνης πρὸς τοὺς ἥρωες τοὺς ἀφανεῖς καὶ ἐπωνύμους τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, ζῆλος γιὰ μίμηση καὶ παραδειγματισμὸ τῶν νεωτέρων γενεῶν. Θεωρεῖ πρὸς τοῦτο ἱερὸ καθῆκον τῆς τέχνης του τὴν ἀληθῆ ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων, οὕτως ὥστε νὰ ἀναζωπυρωθῇ ἡ ἱστορικὴ μνήμη, νὰ ἀφυπνισθῇ ἡ ἐθνικὴ συνείδηση. «Συμπάσχει καὶ συνωδίνει», ὡσότου τὸ ἔθνος, ἀφοῦ ἀποτινάξει τὴν ὀκνηρία καὶ τὸν λήθαργο, ὁλοκληρώσει «τὸ ἔργον τῆς ἐθνικῆς αὐτονομίας…τὸ ὁποῖον ἀφέθη ἀτελείωτον… καὶ πρέπει νὰ συμπληρωθῆ». Ἡ γλῶσσα του δὲν ἔχει, ἀσφαλῶς, τὴν κομψότητα καὶ καλλιέπεια τῶν «σολωμικῶν» ποιητῶν.

Ἀπηχεῖ τὸ δημοτικὸ τραγούδι καὶ κυρίως τὸ κλέφτικο τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδας καὶ διανθίζεται μὲ πλῆθος λέξεων – φράσεων τῆς Λευκαδίτικης ντοπιολαλιᾶς. Ρωμαλέα ψυχὴ ἐκφράζεται μὲ ρωμαλέες ἐκφράσεις καὶ ποιητικοὺς τρόπους, ὅπως: τολμηρὲς εἰκόνες, συσσώρευση συνθέτων λέξεων, ρεαλιστικὲς περιγραφὲς μὲ στοιχεῖα βίας καὶ φρίκης, δραματικὲς συγκρούσεις καὶ διάλογοι, ἔντονα πάθη. Ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα ἐκφράζουν ἁδρὰ καὶ σθεναρὰ τὸν ἡρωισμὸ τῶν ἀνθρώπων ποὺ μέσα στὰ ἀπερίγραπτα δεινὰ τῆς δουλείας ἐπέδειξαν συνειδητὰ ἀκέραιο φρόνημα αὐτοθυσίας, αὐταπαρνήσε- ως «μέχρις αἵματος» καὶ ψυχικοῦ με γαλείου. Αὐτὸ τὸ φρόνημα, κατὰ τὸν ποιητή, ἀρδεύ τηκε ἀπὸ τὰ ζωοποιὰ νάματα τῆς ρωμέϊκης παραδόσεως, μὲ τὰ ὁποῖα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἐκτρέφει πάντοτε τὰ τέκνα της. Ἂς σημειωθῆ τί λέγει σχετικὰ ὁ ποιητής: «Ἡ ὀρθόδοξος Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ὑπῆρξε πρὸ πάντων ἡ ἱερὰ κιβω τός, ἔνθα προσέφυγε καὶ θαυμασίως διεσώθη ἀπὸ τῆς πλημμύρας τῶν ἀλλοφύλων τὸ αἴσθημα τῆς ἐθνότητος» Μέσα ἀπὸ τὴν ποίηση τοῦ Βαλαωρίτη, ἐκτὸς ἀπό «τὸ μεῖζον» πού, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ θερ – μουργὸς πρὸς τὴν πατρί- δα ἀγάπη, ἀναδύονται καὶ ἐπὶ μέρους θέματα ποὺ ἀποκαλύπτουν ἕναν ποιητή, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀφομοι ώσει τὴ ρωμέϊκη παράδοση καὶ τὴν ἀποτυπώνει δημιουργικὰ σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο: μέσα στὶς ἐξόχως τραχεῖες συνθῆκες τῆς ζωῆς τῶν κλεφταρμα τωλῶν βλέπουμε νὰ ἀνα δύεται τὸ δυνατὸ φίλτρο τῆς φιλαλληλίας μέχρι σημείου αὐταπαρνήσεως, ἡ συγχωρητικότητα πρὸς τοὺς ἐχθρούς, ὁ ἁγνὸς νεανικὸς ἔρωτας καὶ ἰδίως τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος διὰ τῆς μετανοίας ἀποκαθαίρεται ἀπὸ τὰ στίγματα μεγαλυτέρων ἢ μικροτέρων ἁμαρ- τημάτων.

Βλέπουμε, ἐπίσης, τὴν χριστο- καρτερικότητα στὰ μαρτύρια, τὴν ἀμετάθετη στάση ἀπέναντι σὲ δε- λεαστικὲς προτάσεις καὶ ἀπειλὲς πρὸς καταισχύνη τῶν τυράννων, τὴν ὑπομονετική «ἕως τέλους» ἀντιμετώπιση καὶ τῶν πιὸ δυ- νατῶν πειρασμῶν, τὴ νεανικὴ προθυμία ἀκόμα καὶ γερόντων νὰ ἀποδυθοῦν σὲ παλαίσματα ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας… Τελειώνοντας, παραθέτουμε αὐτούσια ὅσα ἔγραφε πρὸς τὸν Τ. Φιλήμονα: «Τὸ θέμα μου εἶναι πάντοτε τὸ αὐτό: ἀνταγωνισμὸς διαρκὴς τοῦ ἑλληνισμοῦ κατὰ τῆς κατακτήσεως καὶ τοῦ ξενι- σμοῦ…». Τὸ πρῶτο κιόλας δεῖγμα αὐτῆς τῆς θεματικῆς μᾶς δίνει τὸ 1842, μὲ ἕνα πρώιμο στιχούργημα κατὰ τῆς ἀγγλικῆς «Προστασίας». Ὁ κύκλος ὁλοκληρώνεται μὲ τὸν «Φωτεινό» (1879), τὸ ὡριμώτερο, κατὰ τοὺς κριτικούς, ἔργο του τὸ ὁποῖο, ἀνολοκλήρωτο, ἐκδόθηκε μετὰ τὸν θάνατό του. Ἄλλα ἔργα του: «Στιχουργήματα», «Μνημόσυνα», «Κυρὰ Φροσύνη», «Θανάσης Διάκος», «Ἀστραπόγιαννος», «Ὁ βράχος καὶ τὸ κῦμα», «Ὁ ἀσπασμός», «Ὁ ἀνδριάς τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄», «Κανάρης», «Ὁ θάνατος τοῦ Μάρκου Μπότσαρη», «Ἡ Φανερωμένη», «Καλογιάννος» καὶ ἄλλα.