Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

Ἐ­πι­μέ­λει­α: Χρή­στου Κ. Δερ­μα­τᾶ

 

Στὴν Ἱ­ε­ρὰ Μο­νὴ Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς στὸν Πό­ρο, τὴν 30η Ὀ­κτω­βρί­ου 1830 μ᾿ ἐ­πι­ση­μό­τη­τα ἔ­γι­νε ἡ ἔ­ναρ­ξη τῶν μα­θη­μά­των τοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ Σχο­λεί­ου μὲ 15 μα­θη­τές. Ὁ Κυ­βερ­νή­της Κα­ππο­δί­στρι­ας πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε μὲ με­γά­λη εὐ­χα­ρί­στη­ση τὴν ἔ­ναρ­ξη λει­τουρ­γί­ας τῆς Σχο­λῆς, ἀ­πὸ ἀ­να­φο­ρὰ τοῦ Δι­οι­κη­τοῦ Πό­ρου Γ. Γλα­ρά­κη.

Τὸ δι­δα­κτι­κὸ πρό­γραμ­μα προ­έ­βλε­πε τὰ ἑ­ξῆς μα­θή­μα­τα: Δη­λα­δὴ, Ἑλ­λη­νι­κὴ Γλῶσ­σα, Ἱ­ε­ρὰ Κα­τή­χη­ση, Ἱ­στο­ρί­α καὶ Ξυ­λουρ­γι­κὴ. Σὲ με­γα­λύ­τε­ρη τά­ξη προ­βλέ­πον­ταν Λο­γι­κή, Ρη­το­ρι­κή, Ἑρ­μη­νεί­α Γρα­φῶν, Δογ­μα­τι­κὴ Θε­ο­λο­γί­α καὶ Με­θο­δι­κὴ τῶν Ἱ­ε­ρῶν Κα­νό­νων Δι­δα­σκα­λί­α.

Στὴν ἐ­πι­στο­λὴ ποὺ ἀ­πέ­στει­λε ὁ Κυ­βερ­νή­της πρός τοὺ­ς «Σε­βα­στοὺς Δι­δα­σκά­λους τῆς Σχο­λῆς» τό­νι­ζε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Ἀρ­χὴν τοῦ θεί­ου ἔρ­γου, ποι­ού­με­νοι, ἀ­φει­δῶς, τοῦ θεί­ου εὐ­χό­με­θα με­θ᾿ ὑ­μῶν νὰ ἴ­δω­μεν ἀ­ξί­ους καρ­ποὺς τῶν πνευ­μα­τι­κῶν σας κό­πων, τῶν προ­σπα­θει­ῶν τῆς Κυ­βερ­νή­σε­ως καὶ τῶν προσ­δο­κι­ῶν τοῦ Ἔ­θνους». (Γε­νι­κὴ Ἐ­φημ. Τῆς Ἑλ­λά­δος ἔ­τος Ε! (1830)  σελ. 423). Ὅ­ρι­σε ἐ­πί­σης, οἱ δα­πά­νες τῆς Σχο­λῆς νὰ βα­ρύ­νουν τὴν Κυ­βέρ­νη­ση, τὶς Ἐ­πι­σκο­πές, τὶς πλη­σι­έ­στε­ρες Μο­νὲς κα­θὼς καὶ δι­ά­φο­ρα κλη­ρο­δο­τή­μα­τα. Ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το εἶ­ναι τὸ γε­γο­νός, ὅ­τι, ἀ­μέ­σως ἔ­σπευ­σαν οἱ Ἐπί­σκο­ποι νὰ συν­δρά­μουν οἰ­κο­νο­μι­κὰ τὴ Σχο­λὴ κα­θὼς καὶ οἱ Ἡ­γού­με­νοι τῶν Μο­νῶν. Ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ Σχο­λὴ τοῦ Πό­ρου, ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας ση­μαν­τι­κὸς σταθ­μὸς στὴν Παι­δεί­α τοῦ Νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ κρά­τους. Ἀ­πο­φοί­τη­σαν δε­κά­δες νέ­οι οἱ ὁ­ποῖ­οι χει­ρο­το­νή­θη­καν κλη­ρι­κοὶ καὶ πρό­σφε­ραν πολ­λὰ στὸ Ἔ­θνος καὶ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Τὸ ὄ­νει­ρο ὅ­μως τοῦ Κυ­βερ­νή­τη σὰν βα­θύ­τα­τα εὐ­σε­βής, ἦ­ταν νὰ συ­στή­σει Ἀ­νω­τέ­ρα Θε­ο­λο­γι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α, σύμ­φω­να μὲ τὰ πρό­τυ­πα τῶν Ρω­σσι­κῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Ἀ­κα­δη­μι­ῶν. Γι᾿ αὐ­τὸ ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν ἐ­κλο­γή του ὡς Κυ­βερ­νή­της τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ πρὶν ἀ­να­λά­βει τὰ κα­θή­κον­τά του, εἶ­χε ζη­τή­σει ἀ­πὸ τὸ λό­γι­ο κλη­ρι­κὸ καὶ δά­σκα­λο τοῦ Γέ­νους, Κων­σταν­τῖ­νο Οἰ­κο­νό­μο τῶν ἐ­ξ Οἰ­κο­νό­μων, ὁ ὁ­ποῖ­ος βρι­σκό­ταν τὴν ἐ­πο­χὴ ἐ­κεί­νη στὴν Πε­τρού­πο­λη τῆς Ρω­σσί­ας, νὰ συν­τά­ξει «Σχέ­δι­ο Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας». Ὁ σο­φὸς λό­γι­ος-κλη­ρι­κὸς πράγ­μα­τι συ­νέ­τα­ξε τὸ «Σχέ­δι­ο» τὸ ὁ­ποῖ­ο πα­ρέ­δω­σε στὸν Κυ­βερ­νή­τη τὴν 1η Ἰ­ου­λί­ου 1828. Ἐ­ξ αἰ­τί­ας ὅ­μως τῶν δυ­σκο­λι­ῶν καὶ κυ­ρί­ως τῆς ἔλ­λει­ψης χρη­μα­τι­κῶν πό­ρων, δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σει ἀ­μέ­σως τὸ με­γα­λε­πή­βο­λο σχέ­δι­ό του. Γι᾿ αὐ­τὸ πε­ρι­ο­ρί­σθη­κε στὴν ἵ­δρυ­ση τῆς «Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Σχο­λῆς» στὸν Πό­ρο, τῆς ὁ­ποί­ας ὁ βί­ος κα­θὼς καὶ ὁ σχε­δι­α­σμὸς ἱ­δρύ­σε­ως τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας τερ­μα­τί­σθη­καν μὲ τὸν πρό­ω­ρο-τρα­γι­κὸ θά­να­το τοῦ Κυ­βερ­νή­τη (27-9-1831).

Τὴση­μαν­τι­κὴαὐ­τὴπρο­σπά­θει­α, ἀ­νόρ­θω­σηςτῆςἘκ­κλη­σί­αςδι­ὰμέ­σουτῆςἘκ­κλη­σι­α­στι­κῆςΠαι­δεί­ας, τὴνὁ­ποί­απα­ρα­μέ­λη­σεἐν­τε­λῶςτὸΒαυ­βα­ρι­κὸ-κρα­τού­με­νοκρά­τος, θ᾿ἀ­να­πλη­ρώ­σειτὸ 1843 ἡγεν­ναί­ασυν­δρο­μὴτῶνἀ­ει­μνή­στωνἀ­δελ­φῶνΡι­ζά­ρημὲτὴνἵ­δρυ­σητῆς «Ρι­ζα­ρεί­ουἘκ­κλη­σι­α­στι­κῆςΣχο­λῆς».

Ἡπο­λι­τι­κὴτοῦΚυ­βερ­νή­τηἔ­ναν­τιτοῦΟἰ­κο­υμενι­κοῦΠα­τρι­αρ­χεί­ου: ΟἱἘκ­κλη­σι­α­στι­κὲςἘπαρ­χί­εςτοῦἙλ­λα­δι­κοῦχώ­ρου, ἐξαρ­τῶν­τοπνευ­μα­τι­κὰκαὶδι­οι­κη­τι­κὰἀ­πὸτὸἔ­τος 731 ἀ­πὸτὸΟἰ­κου­με­νι­κὸΠα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Οἱμα­κρο­χρό­νι­εςὅ­μωςἐ­πα­να­στα­τι­κὲςἐ­πι­χει­ρή­σειςτῶνἙλ­λή­νωνκαὶἡδη­μι­ουρ­γί­αἐ­λεύ­θε­ρουκρά­τους, ἐ­πέ­φε­ραντρο­με­ρὲςδυ­σκο­λί­εςἐ­πι­κοι­νω­νί­αςμὲτὴνΚων­σταν­τι­νού­πο­λη, «τὸκέν­τροτῆςἐ­χθρι­κὰδι­α­κεί­με­νηςπρὸςτὴνἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νηἙλ­λά­δαὈθω­μα­νι­κῆςαὐ­το­κρα­το­ρί­ας». Ἔτ­σιἀ­πὸτὸ 1821 ἔ­χου­μεστὸνἙλ­λα­δι­κὸχῶ­ρομί­αἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴἀ­ναρ­χί­α, ἡὁ­ποί­αδη­μι­ούρ­γη­σεπολ­λὰκαὶσο­βα­ρό­τα­τακα­νο­νι­κὰπρο­βλή­μα­τα. Ὁ εὐ­σε­βὴς Κυ­βερ­νή­της ἔ­θε­σε σὲ ἄ­με­ση προ­τε­ραι­ό­τη­τα τὴ λύ­ση τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν προ­βλη­μά­των καὶ τὴν μό­νι­μη τα­κτο­ποί­η­ση τῆς δι­οι­κη­τι­κῆς ὀρ­γά­νω­σης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στὴν Ἑλ­λά­δα. Πάν­το­τε ὅ­μως μὲ τὴ συ­ναί­νε­ση τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, τοῦ ὁ­ποί­ου ἀ­να­γνώ­ρι­ζε πλή­ρως τὴν κα­νο­νι­κὴ δι­και­ο­δο­σί­α. Σὰν δι­ο­ρα­τι­κὸς καὶ ὀ­ξυ­δερ­κὴς πο­λι­τι­κὸς ποὺ ἦ­ταν, πί­στευ­ε πὼς οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὲς ἐ­παρ­χί­ες τῆς Ἑλ­λά­δος, ἔ­πρε­πε νὰ πα­ρα­μεί­νουν ἑ­νω­μέ­νες μὲ τὴ Με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α γι­ὰ δύ­ο κυ­ρί­ως λό­γους: πρῶ­τον γι­α­τί «ἐ­φο­βεῖ­το μή, δι­α­λυ­ο­μέ­νου τού­του τοῦ δε­σμοῦ, πα­ρει­σφρύ­σῃ μὲν καὶ δι­α­τά­ρα­ξις τοῦ δογ­μα­τι­κοῦ δε­σμοῦ, ἕ­νε­κα τῶν πε­ρὶ τὴν πί­στιν νε­ω­τε­ρι­ζόν­των, κιν­δυ­νεύ­σει δὲ καὶ νὰ δι­α­με­λι­σθεῖ ὁ ἐν τῇ πί­στει ἐν­σε­σαρ­κω­μέ­νος καὶ ἀπ­᾿ αὐ­τῆς ἀ­χώ­ρι­στος Ἑλ­λη­νι­σμὸς». (Χρ. Πα­πα­δο­πού­λου Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος Ἀ­θῆ­ναι 1920 σελ. 36). Καὶ δεύ­τε­ρον, γνώ­ρι­ζε τὸν Ἐ­θνι­κὸ ρό­λο τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου στὶς ὑ­πό­δου­λες Ἑλ­λη­νι­κὲς ἐ­παρ­χί­ες. Ἂν ἐ­πέρ­χον­ταν ρή­ξη τοῦ δε­σμοῦ τοῦ ἐ­λεύ­θε­ρου κρά­τους μὲ τὸ Φα­νά­ρι, θὰ δυ­σχε­ραί­νον­ταν σο­βα­ρὰ τὸ σχέ­δι­ο τοῦ Κυ­βερ­νή­τη γι­ὰ τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς ἀ­πο­κα­τά­στα­σης τὴν ὁ­ποί­α εἶ­χε κα­τὰ νοῦν. Πέ­ρα ὅ­μως ἀ­πὸ τὶς πρα­κτι­κὲς ὠ­φέ­λει­ες ποὺ θὰ εἶ­χε ἡ δι­α­τή­ρη­ση αὐ­τοῦ τοῦ δε­σμοῦ, ἡ ἐμ­μο­νὴ τοῦ Κυ­βερ­νή­τη ὀ­φεί­λε­το στὴν βα­θει­ὰ προ­σή­λω­σή του στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ τὶς πα­ρα­δό­σεις της. Ἤ­θε­λε τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­λεύ­θε­ρη, νὰ παίρ­νει Αὐ­τὴ τὶς ἀ­πο­φά­σεις ποὺ τὴν ἀ­φο­ροῦν, ἀ­βί­α­στα ἀ­πὸ τὴν πο­λι­τι­κὴ ἐ­ξου­σί­α. Δὲν ἤ­θε­λε μὲ κα­νέ­να τρό­πο νὰ πα­ρέμ­βει στὰ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὰ πράγ­μα­τα.

Ἡ πρώ­τη ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α μὲ τὸν Οἰ­κου­με­νι­κὸ θρό­νο, ἔ­γι­νε τὸ Μά­ϊ­ο τοῦ 1828, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἐγ­κύ­κλι­ο τοῦ Πα­τρι­άρ­χη Ἀ­γα­θαγ­γέ­λου (1826-1830), πρὸς τοὺς κλη­ρι­κοὺς καὶ προ­κρί­τους τῆς Πε­λο­πον­νή­σου καὶ τῶν νή­σων τοῦ Αἰ­γαί­ου Πε­λά­γους, ἡ ὁ­ποί­α τοὺς προ­έ­τρε­πε, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ με­γά­λη πί­ε­ση τοῦ Σουλ­τά­νου, νὰ εἰ­ρη­νεύ­σουν καὶ νὰ συμ­βι­βα­στοῦν μὲ τὴν Ὑ­ψη­λὴ Πύ­λη. Ἡ ἐγ­κύ­κλι­ος ἐ­πε­δό­θη προ­σω­πι­κὰ στὸν Κυ­βερ­νή­τη ἀ­πὸ πεν­τα­με­λῆ ἀ­πο­στο­λὴ Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου. Δὲν γνω­ρί­ζου­με τί ἀ­πάν­τη­σε προ­φο­ρι­κὰ στοὺς Ἀρ­χι­ε­ρεῖς ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας, ἀλ­λὰ γνω­ρί­ζου­με τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ἀ­παν­τη­τι­κῆς ἐ­πι­στο­λῆς του μὲ ἡ­με­ρο­μη­νί­α 28 Μα­ΐ­ου 1828 πρὸς τὸν «Πα­να­γι­ώ­τα­τον Οἰ­κου­με­νι­κὸν Πα­τρι­άρ­χην καὶ τὴν πε­ρὶ αὐ­τὸν ἁ­γί­αν Σύ­νο­δον».

Ὁ Κυ­βερ­νή­της σὰν ἔμ­πει­ρος δι­πλω­μά­της ποὺ ἦ­ταν, κα­τά­λα­βε ὅ­τι τὸ ἔγ­γρα­φο τοῦ Πα­τρι­άρ­χη ἦ­ταν προ­ϊ­ὸν πι­έ­σε­ως τοῦ Σουλ­τά­νου. Γι᾿ αὐ­τὸ κα­τε­νό­η­σε ἀ­πό­λυ­τα τὴ δύ­σκο­λη θέ­ση του καὶ ἀ­πάν­τη­σε ἀ­νά­λο­γα, μὲ δι­πλω­μα­τι­κὴ γλῶσ­σα. Ἀ­πορ­ρί­πτει βε­βαί­ως τὴν πρό­τα­ση τοῦ Πα­τρι­άρ­χη, ἀλ­λὰ ἀ­πο­δί­δει τὸν «προ­σή­κον­τα σε­βα­σμὸ πρὸς αὐ­τόν». Με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων ἔ­γρα­φε στὴν ἐ­πι­στο­λή. «Βα­θύ­τα­τα αἰ­σθα­νό­με­θα ὅ,τι ὀ­φεί­λο­μεν εἰς τὴν θέ­σιν τῆς Με­γά­λης Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τῆς Υ. Πα­να­γι­ό­τη­τος… ἀ­με­τα­θέ­τως εἴ­με­θα προ­ση­λω­μέ­νοι εἰς τὰς ἀρ­χὰς τῆς ἱ­ε­ρᾶς ἡ­μῶν πί­στε­ως. Μα­κά­ρι­οί ἐ­σμεν, ὁσά­κις εὐ­δο­κή­σει ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ός, ὥ­στε νὰ δυ­νη­θῇ ἡ Υ. Π. νὰ γέ­νῃ πρὸς ἡ­μᾶς πρό­ξε­νος τῶν ἀ­γα­θῶν, τὰ ὁ­ποῖ­α ὀ­φεί­λει ὡς κε­φα­λὴ τῆς ἁ­γί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας εἰς ὅ­λα τὰ τέ­κνα της». (Γε­νι­κὴ Ἐ­φη­μερ. Τῆς Ἑλ­λά­δος, ἔ­τος Γ! (1828) ἀρ. 41 σελ. 169-170). Ὁ δι­ά­δο­χος τοῦ Πα­τρι­άρ­χου Ἀ­γα­θαγ­γέ­λου, Κων­σταν­τῖ­νος ὁ Α!, στὶς 18 Αὐ­γούστου 1830, μὲ τὴν εὐ­και­ρί­α τῆς ἀ­νάρ­ρη­σής του στὸν Πα­τρι­αρ­χι­κὸ θρό­νο ἀ­πέ­στει­λε ἐ­πι­στο­λὴ στὸν Κα­ππο­δί­στρι­α. Με­τα­ξὺ «τῶν αἴ­νων καὶ δο­ξο­λο­γι­ῶν του πρὸς τὸν Θε­ὸν γι­ὰ τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῶν Ἑλ­λή­νων» ἔ­στει­λε καὶ τὰς «εὐ­λο­γί­ας καὶ εὐ­χὰς του πρὸς τὸν ἀ­ξι­ά­γα­στον… σο­φὸν Κυ­βερ­νή­την καὶ πρύ­τα­νιν τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας τοῦ Ὀρ­θοδό­ξου Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἔ­θνους». Στὴν ἐ­πι­στο­λὴ του ἐ­θί­γε­το τὸ φλέ­γον θέ­μα τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς κοι­νω­νί­ας τῶν Ἐπι­σκο­πῶν τῆς ἀ­πε­λευ­θε­ρω­μέ­νης Ἑλ­λά­δος. Ἔ­πρε­πε κα­τὰ τὸν Πα­τρι­άρ­χη νὰ «δι­α­τρα­νω­θῇ ἡ ἀ­δι­ά­σπα­στος καὶ ἀ­δι­άρ­ρη­κτος ἡμῶν ἕ­νω­σις». Ὁ βα­θει­ὰ προ­ση­λω­μέ­νος στὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ εὐ­σε­βὴς Κυ­βερ­νή­της, ἀ­πάν­τη­σε στὸν Πα­τρι­άρ­χη πλή­ρως τὴν ἄ­πο­ψή του καὶ κα­τέ­λη­γε «Αὐ­τὴ ἦ­τον, Πα­να­γι­ώ­τα­τε ἐ­ξ ἀρ­χῆς καὶ εἶ­ναι ἡ ἔ­φε­σις τῆς προ­σω­ρι­νῆς Κυ­βερ­νή­σε­ως». Δι­α­βε­βαί­ω­νε τὴν κο­ρυ­φὴ τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, πῶς ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νὰ δεῖ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α στὸ ἐ­λεύ­θε­ρο πλέ­ον Ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος «ἀ­νι­στά­με­νη καὶ ἀ­νορ­θού­με­νη, ὑ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴν προ­στα­σί­αν τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου καὶ τὰς κοι­νὰς ταύ­τας εὐ­χάς ἐ­πι­πο­θεῖ νὰ ἰ­δῇ πλη­ρου­μέ­νας καὶ νὰ συμ­πρά­ξῃ εἰς τὸ μέ­γα τοῦ­τον ἔρ­γον ὅ­λαις δυ­νά­με­σιν, ὑ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴν προ­στα­σί­αν τῆς Υ. Πα­να­γι­ώ­τη­τος». Ἐκ­φρά­ζει τὴν χα­ρὰ του ἐ­πί­σης, δι­ό­τι ἡ Μη­τέ­ρα Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­στρε­ψε τὴν προ­σο­χή της πρὸς τὴν Ὀρ­θό­δο­ξον Ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ νέ­ου κρά­τους καὶ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ν᾿ ἀ­πο­στεί­λει στὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο ἀν­τι­πρό­σω­πο τῆς Κυ­βερ­νή­σε­ως γι­ὰ νὰ ἐκ­θέ­σει λε­πτο­με­ρῶς τὴν τρα­γι­κὴ κα­τά­στα­ση τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ζή­τη­σε τέ­λος ἀ­πὸ τὸν Πα­τρι­άρ­χη ἂν ἦ­ταν δυ­να­τὸν νὰ στεί­λει ἐγ­κύ­κλι­ο πρὸς τὸν κλῆ­ρο τοῦ Κρά­τους πῶς νὰ δι­α­φυ­λά­ξει τὸν λα­ὸ ἀ­πὸ τὴ δρά­ση τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Σὰν ἀν­τι­πρό­σω­πος τῆς Κυ­βερ­νή­σε­ως γι­ὰ ν᾿ ἀ­πο­στα­λεῖ στὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, ἐ­πε­λέ­γη ὁ ἀ­ξι­ο­λο­γώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Ρέ­ον­τος καὶ Πρα­στοῦ Δι­ο­νύ­σι­ος (1812-1833), ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­κτός τῆς ἀ­κρι­βεί­ας του καὶ τῶν ἄλ­λων ἀ­ρε­τῶν καὶ ἱ­κα­νο­τή­των του, εἶ­χε «βα­θει­ὰν ἐμ­πει­ρί­αν ἐ­πὶ τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν προ­βλη­μά­των».

Ἡ ση­μαν­τι­κὴ ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Κυ­βερ­νή­τη ἔ­γι­νε δε­κτὴ ἀ­πὸ τὸν Πα­τρι­άρ­χη μὲ ἄ­κρα ἱ­κα­νο­ποί­η­ση, γι­α­τί ἀ­φ᾿ ἑνὸς γι­νό­ταν δε­κτὴ ἡ κα­νο­νι­κὴ δι­και­ο­δο­σί­α τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου στὶς Ἐπι­σκο­πὲς τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐ­πι­κρά­τει­ας, ἀ­φ᾿ ἑ­τέ­ρου δι­α­ψεύ­δον­ταν ἐ­πί­ση­μα οἱ φῆ­μες γι­ὰ ἀ­πό­σχι­ση τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πὸ τὸν Οἰ­κου­με­νι­κὸ θρό­νο. Ἔτ­σι ὁ Πα­τρι­άρ­χης ἀν­τα­πάν­τη­σε γε­μᾶτος χα­ρὰ στὸν Κυ­βερ­νή­τη μὲ ἀ­ξι­ό­λο­γο ἐ­πι­στο­λὴ στὶς 20 Ὀ­κτω­βρί­ου 1830. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α με­τα­ξὺ Ἑλ­λη­νι­κῆς Κυ­βερ­νή­σε­ως καὶ Πα­τρι­αρ­χεί­ου δι­ε­κό­πη καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη Δι­ο­νυ­σί­ου στὸ Φα­νά­ρι μα­ται­ώ­θη­κε λό­γῳ τῆς δο­λο­φο­νί­ας τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α στὸ Ναύ­πλιο­ στὶς 27 Σε­πτεμβρίου 1831. Ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­φρά­δα ἐ­κεί­νη, γι­ὰ τὸ Ἔ­θνος καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ­μέ­ρα, ξε­κί­νη­σε μί­α νέ­α κα­τά­στα­ση γι­ὰ τὶς σχέ­σεις τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κρά­τους καὶ τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ θρό­νου, κα­θὼς καὶ γι­ὰ τὰ προ­βλή­μα­τα τῆς Ἑλ­λα­δι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στὸ οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι Βαυ­βα­ροί, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­τρε­φαν αἰ­σθή­μα­τα ἀ­πο­στρο­φῆς πρὸς τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ τὴν Με­γά­λη Ἐκ­κλη­σί­α, μα­ζὶ μὲ δυ­τι­κο­θρεμ­μέ­νους Ἕλ­λη­νες συ­νερ­γά­τες τοῦ (Φαρ­μα­κί­δη κ.λ.π.) ἀ­πόσχι­σαν τὶς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὲς ἐ­παρ­χί­ες τοῦ ἐ­λεύ­θε­ρου Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κρά­τους ἀ­πὸ τὴ δι­και­ο­δο­σί­α τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου καὶ τὸ 1833 ἀ­να­κή­ρυ­ξαν τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος αὐ­το­κέ­φα­λη, ὁ­ρί­ζον­τας ὡς ἀρ­χη­γὸ Της τὸν ἀ­νή­λι­κο «πα­πι­κὸ» Ὄ­θω­να. Ἔτ­σι ὡς τὸ 1850 ποὺ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο σὲ ἔν­δει­ξη ἀ­γά­πης θ᾿ ἀ­να­γνω­ρί­σει τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ Αὐ­το­κέ­φα­λη Ἐκ­κλη­σί­α, αὐ­τὴ πα­ρέ­μει­νε σχι­σμα­τι­κὴ καὶ ὑ­πέ­στη πολ­λὰ δει­νά, τὸ δὲ Ἔ­θνος ἀ­πο­στε­ρή­θη­κε τῆς πνευ­μα­τι­κῆς δύ­να­μης τῆς Με­γά­λης Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τῆς συ­νο­χῆς τῆς ἑ­νό­τη­τας ποὺ πα­ρεῖ­χε ὁ ἐ­θναρ­χι­κὸς Της ρό­λος. Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στρι­ας ὑ­πῆρ­ξε λοι­πὸν ἕ­να με­γά­λο κε­φά­λαι­ο γι­ὰ τὸ Ἔ­θνος στὶς κρί­σι­μες ἐ­κεῖ­νες ἱ­στο­ρι­κὲς στιγ­μές, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ἀ­ξι­ο­ποι­ή­θη­κε ὅ­πως ἔ­πρε­πε καὶ ἡ σύν­το­μη, ἀλ­λὰ γό­νι­μη πο­λι­τι­κὴ τοῦ ὑ­πη­ρε­σί­α, ἀ­πο­τε­λεῖ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κό­τε­ρη πε­ρί­ο­δο τῆς Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας. Ἡ ἔκ­βα­ση τῶν Ἐθνι­κῶν ὑ­πο­θέ­σε­ων ἀ­πέ­δει­ξε πὼς ἡ πο­λι­τι­κὴ του σ᾿ ὅ­λους τοὺς το­μεῖς ὑ­πῆρ­ξε σω­στή. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πο­λι­τι­κή του, ἦ­ταν ἐ­πι­τυ­χὴς καὶ σύμ­φω­νη μὲ τὶς Ὀρ­θό­δο­ξες πα­ρα­δό­σεις καὶ τὴν κα­νο­νι­κό­τη­τα ποὺ ὅ­ρι­ζε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νὰ Τὴν δεῖ ἀ­νορ­θού­με­νη καὶ ἀ­κμαί­α. Τῆς πα­ρα­στά­θη­κε σὰν δι­ά­κο­νος καὶ ἀ­ρω­γὸς καὶ ὄ­χι σὰν δυ­νά­στης ὅ­πως ἔ­κα­ναν οἱ δι­ά­δο­χοί του. Πολ­λοὶ με­λε­τη­τὲς ὑ­πο­στη­ρί­ζουν πὼς ἂν συ­νε­χί­ζον­ταν ἡ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πο­λι­τι­κὴ τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α καὶ με­τὰ τὸν ἄ­δι­κο θά­να­τό του, ἡ πο­ρεί­α τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν, ἀλ­λὰ καὶ τῶν Ἐ­θνι­κῶν μας θε­μά­των, θὰ ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κὴ καὶ σα­φῶς ὁ­μα­λό­τε­ρη ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε.

ellinikoarxeio.com

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα