Η ΠΑΛΑΙΦΑΤΟΣ ΚΑΙ ΘΡΑΚΟΠΕΛΑΓΙΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΣΗΛΥΒΡΙΑΣ

05_kastro_silivri

 

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός- Νομικός

 

* Γενέτειρα Γη του Επισκόπου Πενταπόλεως Αγίου Νεκταρίου

* Πνευματικό φυτώριο μεγάλων Εκκλησιαστικών, φιλόμουσων και φιλεκπαιδευτικών προσωπικοτήτων του Ρωμαίικου Γένους

 

Κάθε φορά που ψάλλεται το ευήδονο και θεόπνευστο βυζαντινό μέλος: «Σηλυβρίας τον γόνον και Αιγίνης τον έφορον…», το οποίο αναφέρεται στον Άγιο Νεκτάριο τον θαυματουργό, γόνο της αγιοτόκου Θρακώας γης και θρακοπελάγιας Σηλυβρίας, ανακαλούνται μνήμες και ραγίζουν προσφυγικές καρδίες.

Τούτο συνέβη και την 27η Ιουλίου 2014, κατά την υπό του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου χειροτονία του νέου Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Σηλυβρίας κ. Μαξίμου. Η απορφανεμένη λοιπόν Ιερά Μητρόπολη Σηλυβρίας απέκτησε νέο «πνευματικό πατέρα και προστάτη», έστω και για τα μακράν αυτής και των ενοριών της πνευματικά όπου γης τέκνα, τα οποία βίωσαν το ευφρόσυνο αυτό γεγονός ως «πνοή ζώσα» και «χαράς Ευαγγέλιον»

Η ιστορική γραφή «περί της παλαιφάτου Ιεράς Μητροπόλεως Σηλυβρίας» μας οδηγεί στους αρχαίους χρόνους, όταν στην θρακική παραλία της Προποντίδος οι Μεγαρείς κατά τον Ζ΄ αιώνα και συγκεκριμένα το 675 μ.Χ ίδρυσαν ανθοφορούσα αποικία, η οποία μέσα στο διάβα των αιώνων κατέστη πόλη περιώνυμος και πολύφημος. Η ονομασίας αυτής, σύμφωνα με τα γραφόμενα του ιστορικού, καθηγητού της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Βασιλείου Σταυρίδη και του «εραστού της Βυζαντινής τοπογραφίας» Ακύλα Μήλλα, οι οποίοι επικαλούνται τον μέγα γεωγράφο Στράβωνα, προέρχεται από το όνομα του ιδρυτού αυτής Σήλυος. Αρχικά λοιπόν ονομάστηκε «Σήλυς» και αργότερα οι Θράκες προσέθεσαν την λέξη «βρία» που σημαίνει πόλη (Σηλυβρία). Επί δε των ημερών του βυζαντινού αυτοκράτορος Αρκαδίου (395 – 408) μετονομάσθηκε σε «Ευδοξούπολη» προς τιμήν της συζύγου του, αλλά η ονομασία αυτή δεν επέζησε.

Ο Ακύλας Μήλλας αναφερόμενος στην περίφημη και εντυπωσιακή οχύρωση της Σηλυβρίας, η οποία κατέστη και για τους βυζαντινούς και για τους οθωμανούς σπουδαίο οχυρό των δύο αυτοκρατοριών κατά των επιδρομέων, γράφει χαρακτηριστικά: «… εντυπωσίαζε ως χτες η Σηλύβρια, με όλο εκείνο τον φρουριακό της όγκο και τα τείχη, που κυρίως στα δυτικά ορθώνονταν σχεδόν ανέπαφα, στις παρυφές των κατακόρυφων βράχων, που δέσποζαν στον φυσικό της λιμένα. Μεγάλο μέρος του έξω κάστρου της, με όλες τις ανατολικές του κορτίνες και τους πύργους, κατεδαφίστηκε το 1915 από τον τουρκικό στρατό για τη σκυρόστρωση της μεγάλης αρτηρίας Μεγάλου Τσεκμετζέ – Σηλυβρίας – Τσορουλούς. Παρ’ όλ’ αυτά το 1960 η πολιτεία διατηρούσε την παλαιά της όψη, χωρίς οι συνοικισμοί να ξεπερνούν τα όρια του ιστορικού της χώρου. Όλης άλλωστε της παραλίας η εικόνα, από την Πόλη μέχρι τη Ραιδεστό, αλλοιώθηκε βάναυσα με τις δύο μόλις τελευταίες δεκαετίες, μετά τη θλιβερή κοσμοπλημμύρα που κατέκλισε το βιλαέτι της Κωνσταντινουπόλεως».

Η παραθαλάσσια και Θρακοπελάγια πόλη της Σηλυβρίας υπήρξε αλληλοδιαδοχικώς μέσα στο διάβα των αιώνων σημαντικό αστικό κέντρο με ακμάζουσα εμπορική κίνηση και στρατηγικής σημασίας στρατιωτικό οχυρό για τους Ρωμαίους, τους βυζαντινούς και τους οθωμανούς. Ως Θρακώα πόλη υπήρξε μία εκ των 14 πόλεων της επαρχίας της «Θρακικής Ευρώπης» και στην περίλαμπρη αρχαία Βασιλική αυτής, που ήταν τιμητικώς αφιερωμένη στον Σωτήρα Χριστό, κατετέθησαν το 1261 τα οστά του ηρωϊκού βυζαντινού αυτοκράτορος Βασιλείου Β΄ του αποκληθέντος Βουλγαροκτόνου (975–1025) υπό του αυτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου, ο οποίος ετάφη αργότερα στον ίδιο ναό. Το δε οχυρωματικό φρούριο αυτής κατά την βυζαντινοκρατία έφερε την ονομασία «φρούριον των Σάκκων».

Όταν κατά το έτος 1453 επεβλήθη η οθωμανική κυριαρχία και στην Θρακοπελάγια πόλη της ομωνύμου υποδιοικήσεως, η οποία υπήγετο στο Σαντζάκιον της Τσατάλτζας, ενώ από της εγκαθιδρύσεως της Τουρκικής Δημοκρατίας υπάγεται στο Νομό (Βιλαέτιο) Κωνσταντινουπόλεως αποτελούσα, όπως και κατά την περίοδο της βυζαντινοκρατίας, «δορυφορούσα προδρομική πολιτεία», προ της Βασιλίδος των Πόλεων. Μεταξύ δε των ετών 1920 – 1922 η Σηλύβρια, όπως και ολόκληρη η Ανατολική Θράκη, δυνάμει της Συνθήκης των Σεβρών, βρέθηκε υπό Ελληνική κατοχή παρουσία του νικηφόρα προελαύνοντος Ελληνικού Στρατού.

Ερχόμενοι στα νεώτερα έτη και ιχνηλατώντας τα περί της πληθυσμιακής και κοινωνικής συνθέσεως της Σηλυβρίας κατά το β΄ ήμισυ του 19ου αιώνος μπορούμε να κάνουμε μνεία του αξιόπιστου ιστορικού πονήματος του από Παμφίλου μετέπειτα Μητροπολίτου Μαρωνείας Μελισσηνού Χριστοδούλου (+ 1921), υπό τον τίτλο: «Η Θράκη και αι Σαράντα Εκκλησίαι, ΚΠ, 1897», στο οποίο γράφει: «Σηλύβρια: κάτοικοι 6.000 Τούρκοι, ομογενείς, Αρμένιοι και Ιουδαίοι. Έδρα υποδιοικήσεως και Μητροπολίτου. Κείται αμφιθεατρικώς επί της παραλίας και επί υπερκειμένου λόφου ύψους 90 μέτρων. Υπάρχει δε εν αυτή μία μόνη ευθεία οδός, αι άλλαι εισίν ελικοειδείς. Διαιρείται εις πόλιν εντός του φρουρίου και εκτός. Εν μεν τη εντός κατοικούσιν ομογενείς, Αρμένιοι και Ιουδαίοι. Εν δε τη εκτός οι Τούρκοι. Παράγει περίφημον οξύγαλα γιαούρτ, όπερ αποστέλλεται κατά μεγάλας ποσότητας εις Κωνσταντινούπολιν». Ο δε Αλέξανδρος Βασιλόπουλος αναβιβάζει τον πληθυσμό της Σηλυβρίας, κατά το έτος 1941, στις 8.000 κατοίκους. Μεταξύ των κατοίκων της Σηλυβρίας υπήρχαν και ελάχιστοι Χριστιανοί Αθίγγανοι.

Ο Ακύλας Μήλλας αναφέρει ότι οι Έλληνες κατοικούσαν το κάστρο υψηλά, προς το Γιάρι, και οι Τούρκοι στις χαμηλές συνοικίες της πολιτείας, που εκτός από τα ονομαστά της γιαούρτια, εξήγε στην Κωνσταντινούπολη αρνιά, σταφύλια, πεπόνια, καρπούζια και σιμιγδάλι. Ονομαστά επίσης ήταν και μπαρμπούνια με τους αστακούς που αγρεύονταν στις ξέρες γύρω από τον βράχο της. Φημισμένα τα αμπέλια και τα κρασιά της Ανατολικής Θράκης. Αχανείς αμπελώνες υπήρχαν στα χωριά της Σηλύβριας, Επιβάτες Δελλιώνες, Εξάστερο, Αιγιαλοί, Οικονομείο, Δημοκράνεια και Καλλικράτεια. Το δε υψηλής ποιότητος κρασί της επαρχίας Σηλυβρίας εξαγόταν στην Κωνσταντινούπολη και στη Γαλλία. Πολύφημη ήταν και η ζωοπανήγυρη στη Σηλυβρία (8 Σεπτεμβρίου), η οποία υπήρξε η μεγαλύτερη στην Ανατολική Θράκη. Σημαντική εμπορική κωμόπολη υπήρξαν και οι Επιβάτες με ιδιαίτερη ανάπτυξη της αμπελουργίας και της κτηνοτροφίας. Οι Επιβάτες ήταν τόπος παραγωγής γιαουρτιού του φημισμένου τύπου της Σηλυβρίας και στην κωμόπολη λειτουργούσαν 3 μεγάλοι γιαουρτχανάδες: του Δημ. Ζαφειρόπουλου, του Αθ. Σταμπολίδη και του Μιχ. Μαγενώφ. Μαρτυρείται ότι με την πρωτοβουλία των γεωργών των Επιβατών λειτουργούσε το σωματείο «Άγιος Γεώργιος». Οι Επιβατινοί πραγματοποιούσαν μεγάλες προόδους και στους κλάδους της εμπορικής ναυτιλίας και της αλιείας.

Όσον αφορά την Χριστιανική πίστη είναι ιστορικώς βεβαιωμένο ότι αυτή διεδόθη από πολύ νωρίς στην Συλύβρια και στην πέριξ αυτής περιοχή, όπως και στις λοιπές θρακικές πόλεις και κωμοπόλεις, με την πλέον γνωστή εξ αυτών, την αρχαία Ηράκλεια. Στην πόλη της Σηλυβρίας εμαρτύρησε επί των ημερών του Χριστομάχου Ρωμαίου Αυτοκράτορος Μαξιμιανού (285 – 305), ο Άγιος Αγαθόνικος (+ 290 μ.Χ), ενώ κατά τους εσχάτους καιρούς της υστεροθωμανικής περιόδου εγεννήθη ο σύγχρονος και λαοφιλής Άγιος της Θράκης, Επίσκοπος Πενταπόλεως, Νεκτάριος ο Θαυματουργός, ο οποίος είδε το φως της ζωής την 1η Οκτωβρίου του 1846 και εκοιμήθη οσιακώς το 1920. Ο Άγιος Νεκτάριος, κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφαλάς, υιός του Δημοσθένους και της Μαρίας, τιμάται ιδιαζόντως και εξόχως από τους απανταχού της γης Θράκες και στο πατρικό του, που ήταν μια παμπάλαια οικία στο Ταβανλή – τσεσμέ, στο επάνω κάστρο της Σηλυβρίας, κατά τα τελευταία χρόνια, σχεδόν κατ’ έτος και κατόπιν σχετικής αδείας των τοπικών τουρκικών αρχών τελείται λειτουργία από κληρικούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως θα τελεσθεί και εφέτος από τον νεοεκλεγέντα Μητροπολίτη Σηλυβρίας κ. Μάξιμο, ο οποίος και θα συναντηθεί με πλήθος απογόνων από τους πρόσφυγες της Σηλυβρίας και των πέριξ κοινοτήτων – ενοριών αυτής που διαβιούν στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη.

Η από νωρίς επικράτηση του Χριστιανισμού στη Σηλυβρία είχε ως συνεπακόλουθο και την εκκλησιαστική οργάνωση της όλης περιοχής, καθώς ήδη από τις αρχές του Δ΄ αιώνος συναντούμε τον Επίσκοπο Σηλυβρίας Σέργιο.

Η Σηλυβρία μέχρι του Στ΄ αιώνος εκκλησιαστικώς ήταν επισκοπή της δικαιοδοσίας της Μητροπόλεως Ηρακλείας και για μικρή χρονική περίοδο καταγράφεται υπό το όνομα «Ευδουξιοπόλεως». Από του Ζ΄ αιώνος προήχθη σε Αρχιεπισκοπή και κατά τον ΙΒ΄ αιώνα, επί των ημερών Μανουήλ του Κομνηνού (1143 – 1180), σε Μητρόπολη. Αναφέρεται ότι κατά το έτος 1316, όταν εχήρευσε η Μητρόπολη Σηλυβρίας, δια συνοδικής πράξεως των Πατριαρχείων παραχωρήθηκε στον Μητροπολίτη Δυρραχίου Γρηγόριο (1315 – 1327), «απορουμένου περί τα αναγκαία», και παρέμεινε υπό την δικαιοδοσία αυτού μέχρι και το έτος 1387 επαναπροήχθη σε ανεξάρτητη Μητρόπολη. Η έδρα της Μητροπόλεως ευρίσκετο στη Σηλυβρία και ο Μητροπολίτης αυτής αρχικώς έφερε τον τίτλο του: «Υπερτίμου και Εξάρχου Θράκης», ενώ σήμερα φημίζεται ως: «Υπέρτιμος και Έξαρχος Ευρώπης». Μέσα στο διάβα των αιώνων η θέση της Μητροπόλεως Σηλυβρίας στο «Πατριαρχικόν Τακτικόν» ή «Πατριαρχικόν Συνταγμάτιον», προ και μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, καταγράφεται με όλες τις μεταβολές, έως ότου στο Συνταγμάτιο του 1904 και μέχρι σήμερα κατέχει την 43η θέση.

Η γεωγραφική έκταση της Μητροπόλεως Σηλυβρίας συνέπιπτε σχεδόν, διοικητικώς, με τον Καζά Σηλυβρίας, ο οποίος αποτελούσε το νοτιοδυτικό τμήμα του Σαντζακίου Τσατάλτζας, ενώ μόνον το χωρίο Τσαντώ αν και ανήκε διοικητικώς στον Καζά Σηλυβρίας, εντούτοις εκκλησιαστικώς υπήγετο στη δικαιοδοσία της Μητροπόλεως Ηρακλείας.

Ο Στ. Β. Ψάλτης στο εμπεριστατωμένο ιστορικό πόνημά του: «Η Θράκη και η δύναμις του εν αυτή Ελληνικού στοιχείου», το οποίο εξεδόθη στην Αθήνα κατά το έτος 1919, καταγράφει από τα μέσα του 19ου αιώνος έως και τις αρχές του 20ου αιώνος διάφορα στατιστικά πληθυσμιακά δεδομένα, τα οποία αποδεικνύουν ακμάζουσα πορεία της επαρχίας Σηλυβρίας.

Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που επικαλείται ο Στ. Β. Ψάλτης, επί τη βάσει του Πατριαρχικού Κώδικος του 1859, στην Επαρχία Σηλυβρίας, υπήγοντο 13 χωρία, οικογένειες 1.727, ψυχές 8.635. Τα ίδια στοιχεία επικαλείται, όπως προαναφέραμε, και ο Μελισσηνός Χριστοδούλου. Στην δε Επετηρίδα του Θρακικού Συλλόγου 2 (1873 / 1874) δημοσιεύεται στατιστική έκθεση περί της επαρχίας Σηλυβρίας όπου καταγράφονται τα ονόματα των 10 υπαγομένων σε αυτή κοινοτήτων, ήτοι: Σηλυβρία, Επιβάται, Φανάριον, Εξάστερον, Δελλιόναι, Αιγιαλοί, Οικονομείον, Καθήκιοϊ, Κούρφαλοι (Βουλγαρόφωνοι), Άβρεν (Βουλγαρόφωνοι). Στις δέκα αυτές κοινότητες κατοικούσαν 1.565 οικογένειες και 9.500 ένθρωποι. Λειτουργούσαν 14 σχολές μα 27 διδάσκοντες και 1.050 μαθητές.

Ο Χασιώτης κατά το έτος 1881 αναβιβάζει τις κοινότητες στις 18, όπου συνολικά κατοικούσαν 11.950 άνθρωποι και λειτουργούσαν 15 σχολεία με 24 διδάσκοντες και 992 μαθητές. Ο δε Γ. Ι. Δράκου σε ειδική μελέτη του, δημοσιευθείσα το 1892, αναφέρει τα 13 ονόματα των κοινοτήτων που υπήγοντο στην Επαρχία Σηλυβρίας, ήτοι: Σηλυβρία, Φανάρι, Καδίκιοϊ, Σινεκλή, Άβρεν, Κιουτσούκ Σεϊμέν, Μέγα Κιλίτς, Δελλιώναι, Επιβάται, Κουρφαλή, Εξάστερον, Αιγιαλοί, Οικονομείον. Κατοικούσαν 2.576 οικογένειες και λειτουργούσαν 18 σχολεία με 1.679 μαθητές και 36 διδασκάλους. Στην «Εκκλησιαστική Αλήθεια» 10 (1907) δημοσιεύονται νέα στατιστικά στοιχεία βάσει των οποίων υπήρχαν 12 κοινότητες στις οποίες διαβιούσαν 2.464 οικογένειες και φοιτούσαν περί τους 1.793 μαθητές εκ των οποίων 785 μαθήτριες. Δίδασκαν 25 διδάσκαλοι και 20 διδασκάλισσες.

Από τους ξένους μελετητές, οι οποίοι δημοσιεύουν στατιστικά δεδομένα για την επαρχία Σηλυβρίας, ο Γάλλος Synvet το 1878 αναβιβάζει τις κοινότητες αυτής στις 10, στις οποίες κατοικούσαν 1565 οικογένειες ή 9.470 άνθρωποι εκ των οποίων οι 500 ήταν βουλγαρόφωνοι. Τα λειτουργούντα σχολεία ήταν 14 στα οποία φοιτούσαν 1.050 μαθητές. Σχεδόν ταυτόχρονα και περίπου με τα ίδια στατιστικά δεδομένα ο Stanford δημοσιεύει το ιστορικό του πόνημα.

Στην επαρχία Σηλυβρίας οι δύο μεγαλύτερες Ρωμαίϊκες κωμοπόλεις ήταν η Σηλυβρία και οι Επιβάτες. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα της Επετηρίδος του Θρακικού Συλλόγου (1873/1874) στη Σηλυβρία κατοικούσαν 279 οικογένειες (1.600 ψυχές) και λειτουργούσαν 3 σχολεία (1 Ελληνικό, 1 Δημοτικό, 1 Παρθεναγωγείο) με 5 διδασκάλους και 110 μαθητές. Στους Επιβάτες κατά την ίδια περίοδο κατοικούσαν 300 οικογένειες (2.000 ψυχές) και λειτουργούσαν 4 σχολεία (1 Ελληνικό, 1 Δημοτικό, 1 «Αρχιγένειο Παρθεναγωγείο» και το «Ελένειο Εκπαιδευτήριο»).

Κατά το έτος 1892, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Γ. Ι. Δράκου, στη Σηλυβρία κατοικούσαν 550 οικογένειες και λειτουργούσαν 3 Σχολεία (1 Αστική Σχολή, 1 Παρθεναγωγείο, 1 Νηπιαγωγείο) στα οποία φοιτούσαν 305 μαθητές και δίδασκαν 9 διδάσκαλοι. Στους δε Επιβάτες κατά την ίδια περίοδο κατοικούσαν 400 οικογένειες και λειτουργούσαν 3 σχολεία (Αρχιγένειο Παρθεναγωγείο, 1 Εκπαιδευτήριο, 1 Αστική Σχολή), στα οποία φοιτούσαν 405 μαθητές και δίδασκαν 11 διδάσκαλοι.

Είναι ιστορικώς μεμαρτυρημένο ότι σταδιακά, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, η παρεχόμενη ελληνική παιδεία στη Σηλυβρία και τους Επιβάτες ήταν πολύ υψηλού επιπέδου. Με δαπάνη του Μητροπολίτου Σηλυβρίας Καλλινίκου ιδρύθηκε στα 1799 στη Σηλυβρία κοινοτικό σχολείο και Ιερατική σχολή. Την διαχείριση των ελληνικών σχολείων της περιοχής Σηλυβρίας ανέλαβε αργότερα η συντεχνία των Γουναράδων της Πόλεως. Στη σχολή δίδαξε πρώτα κάποιος Γεώργιος επικουρούμενος από τον Σηλυβριώτη Μανουήλ Δημητρίου (1807 – 1810), μαθητή της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Κατά τα έτη 1817 – 1818 εδίδαξε και ο Ιερομόναχος Ευγένιος. Ευεργέτης της παιδείας της Σηλυβρίας υπήρξε και ο εντόπιος γόνος αυτής Σταύρος Σταυρίδης, πάππος του Μητροπολίτου Ιερισσού και Αγίου Όρους Σωκράτους Σταυρίδη (1866 – 1945).

Στην ανάπτυξη της παιδείας της κωμοπόλεως των Επιβατών συνέβαλαν ο Αγγελής Καμινάρης, ο Βασ. Ελευθερόπουλος – Λογοθέτης, ο Θεμ. Γρηγοριάδης και άλλοι. Αναμφισβήτητα όμως το καύχημα των Επιβατών και της Ανατολικής Θράκης ήταν τα Αρχιγένεια Εκπαιδευτήρια, τα οποία ανήγειραν το 1857 η φιλογένεια του Καθηγητού της Ιατρικής Σχολής Κωνσταντινουπόλεως και γόνου των Επιβατών Σαράντη Αρχιγένη (+ 1873) και της συζύγου του Ελένης. Τα εκπαιδευτήρια αυτά ανηγέρθησαν στη θέση της Ελληνικής Σχολής των Επιβατών, η οποία είχε ιδρυθεί το 1796 και κάηκε το 1861 και το 1866. Τα Αρχιγένεια Εκπαιδευτήρια συγκροτούνταν από το Παρθεναγωγείο και το Ορφανοτροφείο Θηλέων καθώς και το «Ελένειον» Εκπαιδευτήριο Αρρένων. Οι φιλοπρόοδοι Σηλυβριανοί και μετά το θάνατο του Σαράντη Αρχιγένους συνέχισαν και με τις προσωπικές τους εισφορές να λειτουργούν τα Αρχιγένεια Εκπαιδευτήρια, ενώ κατά τα έτη 1915 – 1916 επανοικοδόμησαν τις κτιριακές υποδομές αυτών, όπου στεγάζονταν το δημοτικό σχολείο, το διδασκαλείο και το Γυμνάσιο. Σε παραπλήσιο παλαιό διώροφο κτίριο στεγάζονταν ένα νηπιαγωγείο, ένα οικοτροφείο και μία μικτή Εκκλησία επ’ ονόματι των τεσσαράκοντα μαρτύρων. Το Αρχιγένεια Εκπαιδευτήρια, όπως καταγράφει ο Κων/νος Βακαλόπουλος, με την είσοδο του Ελληνικού Στρατού στην Ανατολική Θράκη αναδιοργανώθηκαν σε εξατάξιο πρότυπο δημοτικό, σε τριτάξιο διδασκαλείο και σε τριτάξιο παρθεναγωγείο. Μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης τα Αρχιγένεια Εκπαιδευτήρια συγχωνεύθηκαν μαζί με το Ζάππειο Εκπαιδευτήριο της Αδριανουπόλεως, λειτούργησαν προσωρινώς στην παλαιά Ορεστιάδα και στη συνέχεια μετεφέρθησαν στην Αλεξανδρούπολη, όπου σχημάτισαν το εξατάξιο διδασκαλείο Θράκης (1924). Αξίζει να σημειωθεί ότι το Αρχιγένειον Παρθεναγωγείον εξυπηρετούσε τις ανάγκες για την εκπαίδευση των γυναικών στην νοτιοανατολική Θράκη και την Μικρά Ασία. Κατέστη εφάμιλλος της αδελφής Σχολής του Ζαππείου Παρθεναγωγείου στην Πόλη. Η σχολή αυτή ήκμασε κατά την περίοδο που ανέλαβε ως διδάσκαλος και διευθυντής αυτής ο Σωκράτης Σταυρίδης (1893 – 1896), ο μετέπειτα Μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους.

Επιφανείς διδάσκαλοι και Λόγιοι του Γένους, οι οποίοι εγεννήθησαν στην επαρχία Σηλυβρίας υπήρξαν: α) ο Σηλυβριανός Γεώργιος Α. Γεννάδιος, και β) ο Επιβατινός Βλάσιος Γαβριηλίδης.

Ο Ακύλας Μήλλας περιγράφοντας, κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε ποια κατάσταση βρίσκονταν τα αρχιγένεια εκπαιδευτήρια, αναφέρει: «τα λιθόκτιστά τους κτίρια, που λειτουργούσαν ανελλιπώς μέχρι το 1992, κατερειπώθησαν μετά την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης. Το νηπιαγωγείο σήμερα είναι κατεδαφισμένο και η μαρμάρινη επιγραφή του χρησιμεύει σαν σκαλοπάτι σε παρακείμενη αποθήκη σανού. Κατεδαφίστηκε και το Ελένειο διδασκαλείο Αρρένων, που το κτίριό του ήταν ταλαιπωρημένο στα χρόνια της ανταλλαγής. Κατερειπωμένο στέκεται πάντα το Αρχιγένειο Παρθεναγωγείο, με θρυμματισμένη in situ την επιγραφή που αναφέρεται στην ανέγερση του 1857. Κοντά σ’ αυτό φαίνονται τα χαλάσματα του παλαιού Παρθεναγωγείου, που χρησίμευε ως χώρος τελετών. Μόνη η Αστική Σχολή Αρρένων, διατηρημένη σε καλή κατάσταση, εξακολουθεί να λειτουργεί ως τουρκικό δημοτικό σχολείο.

Ο πολύς Βασίλειος Σταυρίδης καταγράφει λεπτομερώς τους ναούς και τις μονές της Σηλυβρίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι και σήμερα, που είναι:

α) Η παλαιά Βασιλική του Σωτήρος Χριστού

β) Ο τρουλλαίος βυζαντινός ναός του Αγίου Σπυρίδωνος, πλησίον των αρχαίων τειχών. Ερημώθηκε κατά τα τέλη του 19 ου αιώνος και αφού επανασκευάστηκε, εγκαινιάσθηκε το 1905. Μετά το 1923 χρησίμευε ως σχολείο (1968). Εντός του περιβόλου ήταν το κοιμητήριο και εκτός αυτού παλαιά οικοδομή, όπου άλλοτε εστεγάζετο η ελληνική σχολή που ιδρύθηκε από τον Σηλυβρίας Παϊσιο (1816 – 1818). Ο Ακύλας Μήλλας αναφέρει ότι το 1968 ανασκάφτηκαν τα θεμέλια του ναού για να ανεγερθεί νέο σχολικό κτίριο, επισημαίνοντας ότι ο συγκεκριμένος ναός ήταν Παλαιολόγειο κτίσμα που οι Σηλυβριανοί ανακαίνισαν το 1881.

γ) Ο ναός των Γενεθλίων της Θεοτόκου, της περιφήμου Παναγίας γης Σηλυβριανής. Ήταν ο Τρουλλαίος Μητροπολιτικός ναός όπου εφυλάσσετο η εξέστιος και θαυματουργός εικόνα της Σηλυβριανής Παναγίας στην οποία, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ο Άγιος Νεκτάριος, όταν ήταν μικρό παιδί, πήγαινε ενώπιόν της και προσευχόταν με μεγάλη ευλάβεια. Την 8η Σεπτεμβρίου, εόρτιος ημέρα των Γενεθλίων της Θεοτόκου, τελούνταν μεγάλη θρησκευτική και εμπορική πανήγυρις στην οποία προσέρχονταν οι Ρωμιοί από όλα τα μέρη της Ανατολικής Θράκης. Σήμερα η εικόνα της Παναγίας της Σηλυβριανής αφού εσώθη κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923), μετεφέρθη από τους Σηλυβριανούς στον Ιερό Ναό Τιμίου Προδρόμου Καβάλας, όπου εγκατεστάθησαν και ανήγειραν και πάλι ναό αφιερωμένο στο Γενέσιον της Θεοτόκου. Ένα από τα βαρύτιμα δισκοπότηρα από κάποιο ναό της Σηλυβρίας βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη. Σύμφωνα με τον Ακύλα Μήλλα, στο ναό αυτό φυλάσσονταν και τα ιερά λείψανα του μαρτυρήσαντος εν Σηλυβρία Αγίου Αγαθονίκου και της Οσίας Ξένης.

Κατεδαφίσθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αφού χρησίμευε για αρκετά έτη ως κινηματογράφος και τα’ αποτειχισμένα της μάρμαρα με τις επιγραφές τους θα συναντήσει ο ταξιδιώτης στο πάρκο που δημιουργήθηκε στο Γιάρι, το υψηλότερο σημείο του βράχου της πολιτείας, όπου ήταν άλλοτε τα χριστιανικά μνήματα.

δ) Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο οποίος λόγω της θέσεώς του ονομαζόταν «παραπόρτι». Αφού κατεδαφίστηκε, σήμερα στην ίδια τοποθεσία υπάρχει ένα μικρό κάστρο.

ε) Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, ο οποίος ανηγέρθη από τον Μεγαδούκα Αλέξιο Απόκαυκο στο κάστρο της πολιτείας και τα ανάγλυφα μονογράμματά του ως κτήτορος υπήρχαν στα κιονόκρανα του ναού, τα οποία είχε περισώσει ο αρχαιόφιλος Αναστάσιος Σταμούλης που το σπίτι του ακόμη δεσπόζει κτισμένο επάνω στα τείχη. Αναφέρεται ότι ο Πορθητής, μετά το 1453 μ.Χ, είχε μετατρέψει τον ναό αυτό σε τζαμί, που ήταν γνωστό ως «Φατχιέ ή Χιουνκιάρ Τζαμί». Επειδή όμως οι Τούρκοι προτίμησαν να εγκατασταθούν στα χαμηλά της Πολιτείας, παρεχώρησαν το μέσα και το επάνω κάστρο στους Χριστιανούς. Έτσι το τέμενος παραμελήθηκε σύντομα και με μισογκρεμισμένο τον μιναρέ του ήταν ήδη ερείπιο και στα μέσα του προηγούμενο αιώνος. Ο Ακύλας Μήλλας αναφέρει ότι ο Joure, που περιηγήθηκε την Θράκη το 1854, πρόφτασε να δει κάποιες τοιχογραφίες του ναού και σχεδίασε τα μονογράμματα που κοσμούσαν τα κιονόκρανα. Σε επιτόπια έρευνά του ο Ακύλας Μήλλας επισημαίνει ότι το 1975 είχαν απομείνει ελάχιστα μόλις κατάλοιπα από τη βάση της κόγχης και ο βόρειος τοίχος της εκκλησίας με την παρακείμενη μεγάλη σαρκοφάγο. Σωζόταν πάντα άρτια η εντυπωσιακή κινστέρνα, η οποία με τις δώδεκα διπλές αψίδες της υποβάσταζε τα θεμέλια του κτισμένου σε επικλινές έδαφος σταυροειδούς μετά τρούλλου ναού. Όταν ξαναπέρασα (συνεχίζει ο ίδιος) το 1989, ένα άκομψο μπετόν τζαμί όρθωνε τον καταπράσινο τρούλλο του στη θέση των βυζαντινών ερειπίων.

στ) Ο ναός του Αγίου Αγαθονίκου, ο οποίος μαρτύρησε στη Σηλυβρία, ανεγερθείς από τον Μεγαδούκα Αλέξιο Απόκαυκο.

ζ) Ο τρουλλαίος ναός του Αγίου Γεωργίου (1669)

η) Η παράδοση αναφέρει ότι εν συνόλω υπήρχαν στη Σηλυβρία περί τις 40 Εκκλησίες εκ των οποίων μία ήταν αφιερωμένη στην Αγία Θεοδοσία.

Τα αγιάσματα της πόλεως ήταν: της Αγίας Βλαχέραινας, της Αγίας Παρασκευής, της Αγίας Άννης, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Ελευθερίου, του Αγίου Παντελεήμονος και δύο του Αγίου Αγαθονίκου. Κατά δε την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας υπήρχαν οι Μονές της Αγίας Μαρίνης (1437) και του Οσίου Αλεξίου (1270).

Στη δεύτερη σε πληθυσμό κωμόπολη των Επιβατών υπήρχαν τρεις ναοί: α) της πολιούχου και γόνου των Επιβατών Οσίς Παρασκευής της Επιβατινής, η οποία εγεννήθη και εμαρτύρησε το 1150 μ.Χ., αλλά ετάφη στην Καλλικράτεια, όπου και ο τάφος αυτής. Κατά το έτος 1639, επί πατριαρχίας Παρθενίου Α΄ και Σουλτάνου Μουράτ του Δ΄, ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Βασίλειος μετακόμισε το ιερό λείψανο της Οσιομάρτυρος στο Ιάσιο, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα. Ο ναός της Οσίας στους Επιβάτες μετά το 1923, αφού επί έτη χρησίμευσε ως αποθήκη, κατεδαφίσθη το έτος 1979 β) Ο ναός των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, τον οποίο ανήγειρε ο Σαράντης Αρχιγένης δεν σώζεται και στην ίδια τοποθεσία ανηγέρθη τέμενος.

Οι περίπου 500 οικογένειες Ρωμιών που διαβιούσαν στους Επιβάτες και υπέμειναν τα πάνδεινα από τις βιαιοπραγίες των Νεοτούρκων κατά τα έτη 1913 – 1914, μετά το 1923 εγκατεστάθησαν στη Θράκη και την Μακεδονία ιδρύοντας και το γνωστό κεφαλοχώρι των «Νέων Επιβατών».

Στο χωριό Εξάστερο (ή Ξάστερο) με τις περίπου 500 οικογένειες Ρωμιών λειτουργούσε μικτό τετρατάξιο δημοτικό σχολείο και εκτατάξια Αστική Σχολή, που εστεγάζετο σε περίλαμπρο πετρόκτιστο κτίριο, ενώ λειτουργούσαν και 3 εκκλησίες. Στους δε κρημνούς της χαράδρας απομένει λαξευμένο στον μαλακό βράχο το παρεκκλήσι της Αγία Φωτεινής. Στο κέντρο της πλατείας της Σχολής δεσπόζει η «Χαβούζα», δεξαμενή και σήμερα, μία από τις έξι βρύσες που ύδρευαν τους κατοίκους του Εξάστερου.

Ακμάζουσες ήταν προ του 1923 και οι κοινότητες του Οικονομείου με τις 106 Ρωμαίϊκες οικογένειες και του Φαναρίου του οποίου οι μισοί κάτοικοι με τα εκκλησιαστικά κειμήλια (ευαγγέλια, εικόνα της Παναγίας, δισκοπότηρα, εξαπτέρυγα, στέφανα γάμου, θυμιατά) εγκατεστάθησαν στο χωριό Μέγα Κρανοβούνιο του Ν. Ροδόπης και οι άλλοι μισοί στο χωριό Όλβιο της Ξάνθης. Οι δε κάτοικοι της κοινότητος των Δελλιώνων που το 1920 ανήρχοντο στους 1731 μετά το 1923 εγκατεστάθησαν στη Θράκη και την Μακεδονία.

Από την επαρχία Σηλυβρίας ανεδείχθησαν κατά τον 20ο αιώνα οι παρακάτω Εκκλησιαστικές προσωπικότητες:

α) Ο εκ Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους Σωκράτης Σταυρίδης (1866 – 1945)

β) Ο εκ των Δελλιώνων, Μητροπολίτης Θυατείρων και Μεγάλης Βρεττανίας Γερμανός Στρηνόπουλος (1872 – 1951)

γ) Ο εκ Σηλυβρίας, Μητροπολίτης Μυριοφύτου και Περιστάσεως, έπειτα Βεροίας και Ναούσης, και είτα Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος Σταμούλης (1875 – 1960).

Από το 1923, όταν απορφάνεψε η Θρακοπελάγια και «πάγκαλος νύμφη» Σηλύβρια, παρήλθαν πολλά έτη, αλλά ουδέποτε λησμονήθηκε κάτω από τον ανίκητο πανδαμάτορα χρόνο, αφού ζει μέσα στις «ακοίμητες συνειδήσεις» των επιγενομένων βλαστών των προσφυγικών οικογενειών που εγκατεστάθησαν, δούλεψαν σκληρά και τίμια και πρόκοψαν στην Ελληνική Θράκη και την Μακεδονία. Και κάθε φορά που η Μητέρα Ορθόδοξη Εκκλησία καλεί πανηγυρικώς τα απανταχού της γης τέκνα της να εορτάσουν την Παναγία την Σηλυβριανή, την Οσία Παρασκευή την Επιβατινή, τον Άγιο Αγαθόνικο, τον γόνο της Σηλυβρίας Άγιο Νεκτάριο, τότε ζωντανεύουν μνήμες άσβεστες και χτυπούν δυνατά καρδιές προσφυγικές. Μάτια γεμίζουν δάκρυα που ως δροσοσταλίδες αγιασμού ποτίζουν τις καρδιές και τις ψυχές όλων εκείνων που έφυγαν για τον «επέκεινα του τάφου κόσμο» με τον καημό και το μαράζι της απορφανεμένης γλυκιάς πατρίδας. Όλοι μαζί, ζώντες και κεκοιμημένοι, συγκεντρώνονται εν «λειτουργική ευχαριστιακή συνάξει» στη Σηλυβρία, κατά την ημέρα της Ιεράς μνήμης του σηλυβριανού Αγίου Νεκταρίου, μια ανάσα από το πατρικό σπίτι του. Ιδού η Σηλυβρία αναστήθηκε…