Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟ

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑΣ

ἀρχιμανδρίτου Κύριλλου Κεφαλόπουλου

jhfjufui1

Ἡ Κλῖμαξ. Ἱ. Ναὸς Ἁγίου Μηνᾶ (Παναγία Μουζεβίκη) Καστοριά, 1654

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ στόχο της ἔχει νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν Θεό. Ὁ χριστιανὸς κάνει τὸν πνευματικό του ἀγῶνα νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες του, νὰ θεραπεύσει τὴν πληγωμένη του ψυχὴ («οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλὰ οἱ κακῶς ἔχοντες»), νὰ ἀνακαινίσει τὴν ὕπαρξή του στὴν νέα πνευματικὴ κατάσταση ποὺ φέρνει ὁ Χριστός. Ἡ καινὴ κτίση ποὺ φέρνει ἡ Σάρκωση καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ δυνατότητά του νὰ εἰσέλθει στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, στὸν πνευματικὸ κόσμο ὅπου ὁ πιστὸς θὰ εἶναι ἀνακαινισμένος ἐν Χριστῷ, καθαρὸς καὶ ἅγιος κατὰ Χάριν, καὶ ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό. Οὐσιαστικά, τὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος, μετὰ τὴν ἔκπτωση τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν Παράδεισο λόγῳ παρακοῆς τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν καὶ τὴν ὑπαγωγή του στὸ καθεστὼς τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς, ἔχει τώρα τὴν δυνατότητα νὰ ἐπανέρθει στὴν πρὸ τῆς πτώσεως πνευματικὴ κατάσταση, νὰ βιώσει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του,νὰ καθαρισθεῖ καὶ νὰ ἐξαγνισθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ νὰ φθάσει στὴν θέαση τοῦ Θεοῦ (αὐτὸ ποὺ οἱ νηπτικοὶ Πατέρες ὀνομάζουν θεωρία, θεοπτία, πορεία πρὸς τὸν Θεό, θέωση).Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν κλήση τοῦ Κυρίου,νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ νὰ ἀναγεννηθεῖ πνευματικὰ (Γαλ.5,16), «ἐν καινότητι ζωῆς» (Ρωμ. 6,4), νὰ λάβει τὴν Χάρη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καὶ νὰ γίνει κατὰ χάριν υἱὸς Θεοῦ καὶ συγκληρονόμος Χριστοῦ (Ρωμ. 8,17).
Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὴν Ὁδὸ τῆς ἀληθείας, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καὶ γνωρίζει μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὶς ἐντολὲς ποὺ ὀφείλει νὰ τηρήσει γιὰ νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ζωή. Σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς πρωτοπλὰστους ποὺ παρέβησαν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ,ὁ χριστιανὸς ἐπιδεικνύοντας ὑπακοὴ στὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς μπορεῖ νὰ ἀναιρέσει τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ- «ἐὰν τὰς ἐντολᾶς μου τηρήσητε,μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου» (Ἰω.15,10).Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου συνδέεται μὲ τὴν προσπάθεια ποὺ κάνει ὁ χριστιανὸς νὰ ἀκολουθήσει τὴν Ὁδὸ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ καταπολεμήσει τὰ πάθη, νὰ νεκρώσει τὶς ἁμαρτωλές του κλίσεις καὶ νὰ ζήσει πνευματικά. Ὁ Ἀπ.Παῦλος ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουν νὰ θεωροῦν «ἑαυτοὺς νεκροὺς μὲν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζώντας δὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ρωμ. 6,11), καὶ ἀλλοῦ: «νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολ. 3,5). Ἡ νέκρωση αὐτὴ ἀφορᾶ ξεκάθαρα στὴν κάθαρση τῶν παθῶν.Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ πολλὰ ἔχουν νὰ μᾶς διδάξουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἔκαναν ἔργο ζωῆς τὸν ἀγῶνα ἐνάντια στὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες. Ἡ προσωπική τους ἐμπειρία καὶ μαρτυρία ἀποτελεῖ πολύτιμο ὁδηγὸ καὶ γιὰ τὴν ἀτομικὴ προσπάθεια τοῦ καθενός μας. Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη εἶναι καρπὸς βαθειᾶς πνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ μακροχρόνιου ἀγῶνα καὶ ἀσκήσεως. «Ἀφοῦ ἀξιώθηκα μεγάλων ἀντιξοοτήτων, ἀπέκτησα πεῖρα ἀπὸ τὴν μακρόχρονη προσπάθεια. Γιὰ ὅλα αὐτὰ [ποὺ σᾶς γράφω] ἀπέκτησα ἐμπειρία» (Ἰσαὰκ ὁ Σύρος). Τὰ πάθη δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἁμαρτία ἢ ἠθικὴ παρεκτροπή. Συνιστοῦν κάτι βαθύτερο. Τὸ πάθος εἶναι εἶναι μία βαθειὰ ριζωμένη κατὰσταση συνεχοῦς ἐπαναλήψεως καὶ σταθερῆς ἐπιμονῆς σὲ συγκεκριμένες ἁμαρτωλὲς συνήθειες, λ.χ. φιλαργυρία, ἀκολασία, κενοδοξία, ποὺ κυριαρχεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὑποδουλώνει σὲ μία ἁμαρτωλή, παρὰ φύσιν κατάσταση, μία ἀρρωστημένη κατάσταση. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ὡς φύση ἀγαθή, κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ. «Τὸ πάθος δὲν ὑπῆρχε στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι κτίστης παθῶν» (Ἰωάννης τῆς Κλίμα-κος), μετὰ ὅμως τὶς συνέπειες τῆς ἐξώσεως ἀπὸ τὸν Παράδεισο, ὅταν ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ φθορὰ εἰσῆλθαν στὸν ἄνθρωπο, τὰ πάθη ἐμφανίζονται ὡς συνέπεια τῆς ἁμαρτίας, ὡς μία ἀρρώστια καὶ νόσος ψυχική. Τὰ πάθη προξενοῦν στὸν ἄνθρωπο στενοχώρια, θλίψη, ταραχὴ καὶ ἄγχος σὲ μία ψυχὴ ποὺ εἶναι αἰχμάλωτη στὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ἐξαρτημένη λ.χ. ἀπὸ φιλοδοξία, ἐγωισμό,πλεονεξία, φιλαργυρία, φιληδονία, μνησικακία, κακότητα. Τὰ πάθη ἀμαυρώνουν τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου, σκοτίζουν τὴν διάνοιά του,τοῦ ὑποβάλλουν πονηροὺς λογισμοὺς ποὺ τὸν κρατοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Τὰ πάθη κυριαρχοῦν στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν ἀφήνουν χῶρο ἐλεύθερο γιὰ καθαρὲς σκέψεις, γιὰ καλλιέργεια πνευματικῶν χαρισμάτων, γιὰ προσέγγιση καὶ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό. Τὰ πάθη στέκονται ὡς ὑψηλὰ τείχη καὶ φράκτες ποὺ κρατοῦν τὸν ἄνθρωπο δέσμιο τοῦ πονηροῦ, ἀπομακρυσμένο καὶ ἀποξενωμένο ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.Ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες, τὰ πάθη προκαλοῦνται ἀπὸ τὰ ἐρεθίσματα καὶ τὶς ἀφορμὲς ποὺ δίνει ὁ κοσμικὸς περίγυρος στὸν ἄνθρωπο καὶ μέσῳ τῶν αἰσθήσεων (ἀκοή,ἀφή, γεύση, ὅραση) καὶ εἰσέρχονται στὴν σκέψη καὶ τὴν μνήμη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐφ’ ὅσον οἱ σκέψεις αὐτές, τὰ νοήματα, οἱ λογισμοὶ συνοδεύονται ἀπὸ ἐμπάθεια (ἐμπαθεῖς λογισμοί, δήλ. σκέψεις περιβεβλημένες μὲ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, σὺμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ), τότε ἐντυπώνονται στὴ μνήμη καὶ στὴν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἐπανέρχονται ὡς σκανδαλιστικὲς καταστάσεις, καὶ ἐφ’ ὅσον δὲν πολεμηθοῦν ἀμέσως, κατασκηνώνουν στὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων, «στὴν λογικὴ οἱ λογισμοί, στὴν ψυχὴ τὰ θηριώδη πάθη, στὸ ἐπιθυμητικὸ ἡ μνήμη τῆς κτηνώδους ὀρέξεως, στὸ νοερό, οἱ φανταστικὲς μορφές, στὴν διάνοια, οἱ ἐμπαθεῖς ἔννοιες» (Γρηγόριος Σιναΐτης) καὶ ριζώνουν ὡς πάθη ποὺ ἀργότερα δύσκολα καὶ μὲ πολλὴ προσπάθεια ἐκριζώνονται. Ἐὰν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἐνδώσει μὲ εὐκολία στὶς ἀρχικὲς προσβολὲς τοῦ πειρασμοῦ, τότε αὐτὸς γιγαντώνεται, γίνεται μία ἕξη, μία ἰσχυρὴ συνήθεια, μία κυρίαρχη κατάσταση. Ἡ ἄμετρη ἐπιθυμία τῶν κοσμικῶν ἀνέσεων, ἡ φιλαυτία, ἡ ὑπέρμετρη ἀγάπη καὶ φροντίδα γιὰ τὴν ἀνάπαυση καὶ τὶς ἀπολαύσεις τοῦ σώματος, καθίστανται αἰτίες γιὰ σοβαρὰ πάθη, ὅπως αὐτὰ τῆς γαστριμαργίας, πορνείας, φιλαργυρίας, πλεονεξίας,φιλοσωματίας, φιληδονίας.Οἱ Πατέρες ἐπισημαίνουν ὅτι τὰ σωματικὰ πάθη ἐνισχύονται ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς ποὺ καλλιεργεῖ ἡ μνήμη καὶ ἡ φαντασία, μέσα ποὺ χρησιμοποιεῖ συχνὰ ὁ διάβολος καὶ οἱ δαίμονες-πρόξενοι τῶν παθῶν γιὰ νὰ διεγείρουν στοὺς ἀνθρώπους πάθη.

Ἡ Κλῖμαξ. Ἱ. Ναὸς Ἁγίου Νικολάου Κρεπενῆς, Καστοριά, 1650

Ἡ Κλῖμαξ.
Ἱ. Ναὸς Ἁγίου Νικολάου Κρεπενῆς,
Καστοριά, 1650

Καθ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀποκρούσει ἀμέσως τὶς προσβολὲς τῶν ἐμπαθῶν καὶ πονηρῶν λογισμῶν, καὶ ἐφ’ ὅσον ἡ διάνοια του διασκορπίζεται σὲ πολλοὺς λογισμοὺς (μετεωρισμὸ τοῦ νοῦ,ὀνομάζουν αὐτὴν τὴν κατάσταση οἱ Πατέρες), καὶ δὲν ἐπικεντρώνεται στὴν προσευχή, τότε τὰ πάθη ριζώνουν στὴν καρδιά, αἰχμαλωτίζουν τὸν νοῦ καὶ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία. Οἱ Πατέρες μὲ τὴν ἀσκητική τους ἐμπειρία διέκριναν ὅτι τὰ πάθη συνδέονται μεταξύ τους, πολλὲς φορὲς ἡ μία ἐμπαθὴς κατάσταση διαδὲχεται τὴν ἄλλη. Οἱ Πατέρες κατέταξαν τὰ πάθη σὲ ὁμάδες καὶ κατηγορίες ξεχωρίζοντας τὶς βασικὲς ρίζες ὅλων τῶν παθῶν στὰ ἀκόλουθα τρίαπάθη, φιληδονία, φιλαυτία, φιλοδοξία,φιλαργυρία. Π.χ. ἀπὸ τὴν φιλαυτία, τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη τοῦ σώματος προέρχονται τὰ σαρκικὰ πάθη, ὅπως ἡ γαστριμαργία, ἡ πορνεία, ἡ ἀκολασία. Ἀπὸ τὴν φιλοδοξία προκύπτουν ὁ ἐγωισμός,ἡ κενοδοξία, ὁ φθόνος, ἡ μνησικακία, ὁ θυμός, τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Ἀπὸ τὴν φιλαργυρία προκύπτουν ἡ πλεονεξία, ἡ ἀδικία, ἡ ἁρπαγὴ κ.ο.κ. Οἱ νηπτικοὶ Πατέρες δέχονται ὅτι τὰ πάθη ἀποτελοῦν μία παρὰ φύσιν κατάσταση, μία ἀσθένεια τῆς ψυχῆς ποὺ χρήζει θεραπείας. Βασικὴ προϋπόθεση τῆς θεραπείας τῶν παθῶν ἀποτελεῖ ἡ κάθαρση τῆς διανοίας ποὺ ἀποτελεῖ ἔργο τῆς Θείας Χάρης τῇ συνεργασίᾳ βεβαίως καὶ τῇ ἐλευθέρᾳ βουλήσει τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ πρῶτο βῆμα εἶναι νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ πάθους, συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία θὰ ὁδηγήσει στὴ μετάνοια καὶ τὴν ἀνάληψη τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀπόκρουση τῶν παθῶν. Ἐπ’ αὐτοῦ ὁ Ἁγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἐπισημαίνει: «Ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν, τοὐτέστι, πολέμησον ἐχθρούς, ἵνα μειώσῃς τὰ πάθη, ἔπειτα νῆφε, ἵνα μὴ αὐξήσωσι.Καὶ πάλιν πολέμησον, ἵνα κτήσῃ τὰς ἀρετάς, καὶ μετέπειτα νῆφε, ἵνα αὐτὰς διαφυλάξῃς. Καὶ τοῦτο ἂν εἴη τὸ ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν». Ἡ ἀπόκρουση τῶν πειρασμῶν ἀπαιτεῖ νήψη, δηλ. συνεχῆ πνευματικὴ ἐπαγρύπνηση καὶ προσευχή, καὶ ἡ μείωση τῶν παθῶν εἶναι μία διαρκὴς διαδικασία. Σὲ ἄλλο σημεῖο, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς σημειώνει ὅτι «διά τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν, τὰ πάθη ὁ νοῦς ἀποδύεται», καὶ συμφωνεῖ καὶ ὁ ἅγ. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος: «ὁ ἀεὶ τῇ ἐργασίᾳ τῶν ἐντολῶν ἑαυτὸν καθαίρων καὶ ἐκ τοῦ Θεοῦ καθαιρόμενος καὶ ἁγιαζόμενος». Ἀποτελεῖ κοινὴ αἴσθηση τῶν νηπτικῶν Πατέρων ὅτι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου συμβάλλει στὴν μείωση τῶν παθῶν καὶ τὴν καλλιέργεια τῶν πνευματικῶν ἀρετῶν. Ἡ ὑπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου ἐπανορθώνει τὶς συνέπειες τῆς παρακοῆς τοῦ Ἀδάμ. Στὴ συνέχεια θὰ ἐξετάσουμε ποιὲς ἀρετὲς συμβάλλουν στὴν κάθαρση τῶν παθῶν καὶ ἐνισχύουν τὸν ἀγωνιζόμενο χριστιανὸ στὴν πνευματική του ζωή.Οἱ ἀρετὲς ἀποτελοῦν στάδια ποὺ οἰκοδομοῦν τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἐπίπεδα ποὺ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν πορεία του νὰ συναντήσει τὸν Θεό. Οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι τὸ πρῶτο βῆμα στὴν πορεία αὐτὴ εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἀντίδοτο τῆς δαιμονικῆς ὑπερηφανίας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ἀποβάλει τὸν ἐγωισμὸ ποὺ σκοτίζει τὸν νοῦ, καὶ νὰ προσαρμόσει τὴν ζωή του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος πρῶτος δίδαξε ἔμπρακτα ταπεινοφροσύνη, μὲ τὴ σάρκωσή Του, τὴν ταπεινὴ γέννηση, τὴ ζωή Του ὑφιστάμενος ἐμπαιγμοὺς καὶ τελικῶς μὲ τὸν Θάνατό Του. Πολλὲς φορὲς δίδασκε ὅτι ἦλθε ἐπὶ γῆς γιὰ νὰ κάνει ὄχι τὸ δικό Του θέλημα, ἀλλὰ αὐτὸ τοῦ Πατρός Του. Στοὺς Μακαρισμοὺς ἐπαινεῖ τοὺς ταπεινούς, διότι σὲ αὐτοὺς θὰ δοθεῖ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει σχετικῶς ὅτι ἡ «ταπείνωσις, Χριστοῦ μίμησις, ἔπαρσις δὲ καὶ παρρησία καὶ ἀναίδεια, τοῦ διαβόλου μίμημα». Ἡ ταπείνωση ἐξαλείφει τὸ πάθος τῆς ὑπερηφανείας, καὶ εἶναι μία ἀρετὴ ποὺ οἱ δαίμονες οὔτε ὁ πονηρὸς μπορεῖ νὰ ἀνταγωνισθεῖ. Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀνοίγει τὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ (Ἰωάννης τῆς Κλίμακος) καὶ «ὅποιος ἔχει ἀποκτήσει ταπεινὸ φρόνημα ἔχει μέσα τοῦ ἔνοικο τὸν Χριστό, διὰ τοῦ ὁποίου ἀπέκτησε τὴν ταπείνωση τοῦ Κυρίου» (ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός).Τὸ ἑπόμενο στάδιο εἶναι ἡ καλλιέργεια τῆς μετάνοιας, ἀρετῆς ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ταπενοφροσύνη. Ὁ ταπεινὸς ἔχει συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ τῆς ἀναξιότητάς του. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἀρετὴ ποὺ ἀνοίγει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ (Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος), ἐνῷ ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέει ὅτι «ἀποχὴ κακοῦ, ἀρχὴ μετανοίας, ἀρχὴ δὲ μετανοίας, ἀρχὴ σωτηρίας». Ἡ μετάνοια, ὅταν εἶναι γνήσια καὶ καρδιακή, φέρνει καὶ ἄλλους πνευματικοὺς καρπούς, αὐτοὺς τῆς ἐξομολογήσεως, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀγάπης. Χωρὶς τὸ σταθερὸ θεμέλιό τῆς μετανοίας, δὲν μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε στὶς ἄλλες ἀρετὲς (Γρηγόριος Παλαμᾶς). Ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ δεύτερο βάπτισμα, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι καθαρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες, τὸν ἀναβαπτίζει στὴ Θεία Χάρη. Μετάνοια εἶναι «τὸ νὰ μισήσει κανεὶς τὴν ἁμαρτία, νὰ ἀγαπήσει τὴν ἀρετή, νὰ ἐκκλίνει ἀπὸ τοῦ κακοῦ καὶ νὰ κάνει τὸ ἀγαθό, ἔργα τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι τὸ ταπεινὸ φρόνημα, ἡ κατάνυξις καὶ τὸ πνευματικὸ πένθος, ἡ πραότητα τῆς καρδιᾶς» (Γρηγόριος Παλαμᾶς). f,.fflvlrvm,lr3Ὅμως, γιὰ νὰ φέρει ἀποτελέσματα ἡ μετάνοια, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες ἀρετές, ὀφείλει νὰ εἶναι διαρκής, ἰσόβια καὶ ὄχι πρόσκαιρη ἢ περιστασιακή.
Ἡ μετάνοια μὲ τὴ σειρὰ τῆς ὁδηγεῖ στὴν ἐλπίδα, «διότι ὅποιος ἐλπίζει νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ συγχώρηση, μετανοεῖ καὶ διορθώνεται» (Ἰωάννης τῆς Κλίμακος). Ἔτσι ὁδηγούμαστε σὲ μία νέα σειρὰ ἀρετῶν, ποὺ συνδέονται μὲ τὶς προηγούμενες ἀλλὰ καὶ μεταξύ τους. Ὁ λόγος γιὰ τὴν ἀγάπη, τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα, (Α΄ Κόρ. 13,13). Πολλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε γιὰ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετές. Ὁ Κύριος χαρακτήρισε τὴν ἀγάπη ὡς τὴν πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή (Ματθ. 22,37-39), ἐνῷ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὁρίζεται ὡς ἀγάπη (Α’ Ἰω. 4,16). Προτοῦ ὅμως ἐξετάσουμε ξεχωριστὰ καὶ ἐν συντομίᾳ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετές, ἂς δοῦμε πρῶτα πῶς διασυνδέονται μεταξύ τους. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἡ ἀγάπη παρομοιάζεται μὲ τὸν ἥλιο, ἡ πίστη μὲ τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες ποὺ θερμαίνουν τὴν πίστη, καὶ ἡ ἐλπίδα μὲ τὸ φῶς ποὺ φωτίζει πνευματικά τους ἀνθρώπους. Καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς ἀρετὲς εἶναι ἀπαραίτητο νὰ συνυπάρχουν στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ἀγωνιζομένου χριστιανοῦ, ἀφοῦ «ἡ πίστη ὑπάρχει γιὰ νὰ θερμαίνει καὶ νὰ στηρὶζει τὴν ψυχὴ στὸν Θεό, ἡ ἐλπίδα γιὰ νὰ φέρνει στὴν ψυχὴ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν ἐπισκιάζει καὶ νὰ τὴν καθοδηγεῖ, νὰ τὴν παρακινεῖ στὰ ἔργα τῆς πίστεως, ἐνῷ ἡ ἀγάπη γιὰ νὰ φωτίζει τὸν νοῦ, νὰ τὸν ἀνυψώνει ἀπὸ τὰ ἐπίγεια στὰ οὐράνια, νὰ μεταβάλει τὸ σκοτάδι σὲ φῶς καὶ τὸ φθαρτὸ σὲ ἄφθαρτο» (Ἰωάννης τῆς Κλίμακος). Καὶ συμπληρώνει ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ὅτι «κάθε μία ἐκ τῶν τριῶν ἀναπτύσσεται διὰ μέσου τῶν ἄλλων ἔχουσα οἰκεῖο ἔργο στὴ μεταμόρφωση καὶ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου».Ἡ ἀγάπη, σύμφωνα μὲ τοὺς νη- πτικοὺς Πατέρες, χαρακτηρίζεται ὡς ἡ κορυφὴ τῶν πνευματικῶν ἀρετῶν, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ὁλοκλήρωση ὅλων τῶν ἄλλων ἀρετῶν. «Ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη ρίζα καὶ ἀρχὴ πάσης ἀρετῆς ἐστιν» (Γρηγόριος Παλαμᾶς, πρβλ. Ἰακ. 4,4),ἡ ἀρετὴ τῶν ἀρετῶν μὲ τὴν ὁποία «ὁλικῶς τῷ Θεῷ συναπτόμεθα, καταργουμένης τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν τῇ τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνῃ καὶ τῇ δὶ’ ἀγάπης ἐν ἡμῖν παραδόξως ἐνεργουμένῃ υἱοθεσίᾳ τῆς χάριτος»(Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι).Ὅμως,γιὰ νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη πλήρης καὶ τέλεια, πρέπει νὰ ἀπευθύνεται καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀγκαλιάζει ὅλους τους ἀνθρώπους, στὰ πρόσωπα τῶν ὁποίων νὰ διακρίνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Στὸ σημεῖο αὐτὸ συμφωνοῦν τόσο ἡ Κ.Δ.(πρβλ. Μάρκ. 12,31, 33, Α’ Ἰω. 4,20) ὅσο καὶ οἱ Πατέρες. Ὡς πρὸς τὴν πίστη, θεωρεῖται ὡς ἡ ἀρετὴ ποὺ περιφρουρεῖ καὶ διασώζει τὸν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ὑπομονή, ἐνισχύει τοὺς πιστοὺς στὶς δυσκολίες: «πρέπει νὰ ὑπομένουμε κάθε δοκιμασία ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τοὺς κάθε εἴδους λογισμούς. Ἀπόκτησε πίστη, γιὰ νὰ καταπατήσεις τοὺς ἐχθροὺς» (ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός).Ἡ ἀληθινὴ πίστη ἐνεργοποιεῖται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὀφείλει νὰ φανερώνεται καὶ νὰ λάμπει μὲ τὴν πρόοδο στὰ καλὰ ἔργα (Γρηγόριος Σιναΐτης). Ἡ πίστη τέλος συνδέεται μὲ τὴν σταθερὴ ἐλπίδα στὶς ἐπαγγελίες καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, καθὼς μᾶς λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «πίστις ἐστὶν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων»(Ἑβρ.11,1).Ἕνα ἄλλο σημαντικὸ κεφάλαιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πολύτιμο γιὰ τὴν ἀσκητικὴ πεῖρα καὶ τὴν πορεία πρὸς τὴν θέωση, σύμφωνα μὲ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες, εἶναι ἡ προσευχή. Ἤδη, ὁ Κύριός μας ἔχει ἀφήσει τὴν προτροπή: «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν»(Ματθ. 26,41),καὶ «πάντοτε προσεύχεσθαι»(Λουκ. 18,1). Οἱ νηπτικοὶ Πατέρες μᾶς δίνουν διαφόρους ὁρισμοὺς γιὰ τὸ τί εἶναι προσευχή. Ἔτσι λοιπόν, ἡ προσευχὴ εἶναι «εὐχὴ καθαρὴ καὶ ἄϋλη, ποὺ ἐπιδιώκει νὰ ἑνώσει τὸν προσευχόμενο μὲ τὸν Θεό», πρὸς «θεϊκή ἀνάταση καὶ ἕνωση» (Γρηγόριος Παλαμᾶς),«ὁμιλία τοῦ νοῦ μὲ τὸν Θεὸ» (Ἰωάννης τῆς Κλίμακος), διαρκῶς «μνημονευτέον Θεοῦ ἢ ἀναπνευστέον» (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος).Ὡστόσο, οἱ Πατέρες θέτουν κάποιες πνευματικὲς προϋποθέσεις καὶ κατάλληλη προετοιμασία γιὰ τὴν προσευχή.Ὅταν οἱ Πατέρες μιλοῦν γιὰ προετοιμασία στὴν προσευχὴ ἐννοοῦν τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση, καὶ κυρίως τὴν ἀπόλυτη προσήλωσή του στὴν προσευχή, χωρὶς κοσμικοὺς ἢ ἄλλους περισπασμούς. «Ὁ γνησίως ἀγαπῶν τὸν Θεόν, οὗτος καὶ ἀπερισπάστως πάντως προσεύχεται. Καὶ ὁ ἀπερισπάστως πάντως προσευχόμενος, οὗτος καὶ γνησίως ἀγαπᾷ τὸν Θεόν»(Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής). Ὁ νοῦς τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς πρέπει νὰ εἶναι «ἀνίδεος, ἀσχημὰτιστος,ἀτάραχος, ἀπερίσπαστος, ἀκίνητος, ἄϋλος, ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ καὶ τελείᾳ ἀταραξίᾳ προσομιλεῖν τῷ Θεῶ» (ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός).Ἡ καθαρὴ καὶ ἀπερίσπαστος, ἢ ὅπως ἀλλιῶς τὴν ὀνομάζουν οἱ νηπτικοὶ Πατέρες, νοερὰ καὶ ἀμετεώριστος προσευχή, μπορεῖ νὰ φωτίσει τὸν νοῦ τοῦ προσευχομένου καὶ νὰ τὸν ἀνεβάσει σὲ πνευματικὰ ὕψη, ἀκόμη καὶ στὴ θέαση τοῦ Θεοῦ «εὔχεται δέ τις τῷ νοΐ, ὅταν,εὐχόμενος καὶ ψάλλων, ἀναθεωρῇ τὸν νοῦν τὸν ἐγκείμενον ἐν τῇ θείᾳ Γραφῇ καὶ δέχεται ἀναβάσεις ἐκεῖθεν ἐννοιῶν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐκ θεοπρεπῶν ἐννοιῶν, ὑφ’ ὧν ἁρπαζομένη νοερῶς ἡ ψυχὴ εἰς ἀέρα φωτός, ἑλλάμπεται τρανῶς καὶ καθαίρεται πλέον καὶ πρὸς οὐρανοὺς ὅλη μετάρσιος γίνεται καὶ τῶν ἀποκειμένων τοῖς ἁγίοις ἀγαθῶν κατοπτεύει τὰ κάλλη» (Νικήτας Στηθάτος).Οἱ Πατέρες ἐπίσης κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἁπλότητα τῆς προσευχῆς, καὶ συστήνουν τὴν μονολόγιστη προσευχὴ- «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ Θεοῦ, ἐλέησόν με», ἡ ὁποία, ὡς σύντομη καὶ περιεκτική, ἐπιτρέπει στὸν νοῦ νὰ ἐπικεντρωθεῖ στὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ἐπὶσης, θεωροῦν ὅτι ἡ συνεχὴς καὶ ἀδιάλειπτος προσευχὴ ἐνισχύει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ καὶ τὸν βοηθᾶ νὰ διατηρεῖ στὴ σκέψη του συνεχῶς πνευματικοὺς καὶ θεοφιλεῖς λογισμούς.Ὁ Μέγ. Βασίλειος λέει ὅτι «προσευχῆς καιρὸς ἅπας ὁ βίος».Συνδέεται ἐπίσης ἡ προσευχὴ μὲ τὴν νηστεία, ὡς στοιχεῖο ποὺ ἐνισχύει καὶ ἐνδυναμώνει τὴν προσευχή. Ἡ νηστεία βοηθάει στὴν κάθαρση τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς ἀπὸ πονηροὺς καὶ αἰσχροὺς λογισμούς. Ἡ προσευχὴ ἑνὸς ποὺ νηστεύει εἶναι καθαρή, καθὼς ὁ νοῦς του εἶναι καθαρὸς καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ ἀκάθαρτες εἰκόνες καὶ σκέψεις (Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).Ὅσα ἀνεφέρθησαν προηγουμένως γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, σύμφωνα μὲ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες, ἀποτελοῦν στάδια, βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς ποὺ ὡς στόχο ἔχουν νὰ ὁδηγήσουν στὴν πνευματικὴ τελείωση ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ τὴν θέωση. Οἱ Πατέρες ἀποδίδουν μεγάλη σημασία στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, ποὺ τὴν ἐννοοῦν ὡς τὸ ψυχοπνευματικὸ κέντρο τοῦ ἀνθρώπου. Ἐὰν λοιπὸν καθαρισθεῖ ἡ καρδιά, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται πονηροὶ λογισμοί, φόνοι, πορνεῖες, μοιχεῖες,κλεψιές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες (πρβλ. Ματθ. 5,19), αὐτὸ θὰ ἀποτέλεσει σημαντικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. «Ἡ καρδιὰ ἡγεμονεύει ὅλου του ὀργανισμοῦ, καὶ ἐὰν καταλάβει τὸν χῶρο τῆς καρδιᾶς ἡ θεία χάρη, θὰ βασιλεύει σὲ ὅλους τους λογισμοὺς καὶ σὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος, γιατί ἐκεῖ (ἐν. στὴν καρδιὰ) βρίσκεται ὁ νοῦς καὶ ὅλοι οἱ λογισμοὶ τῆς ψυχῆς» (Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος). Μόνον σὲ μία καθαρὴ καρδιὰ ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς καὶ σὲ αὐτὴν συντελεῖται ἡ πνευματικὴ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου,τὸ ἀνώτερο στάδιο τῆς θέωσης-ἕνωσης μὲ τὸ Θεῖο, ποὺ εἶναι «τὸ ἑνωθῆναι Χριστῷ ἐλλάμψει ἐνυποστάτῳ…τοῦ ζωοποιοῦ καὶ φωτιστικοῦ Πνεύματος» (Γρηγόριος Παλαμᾶς). Μόνον τότε ἡ ἀνθρώπινη διάνοια θὰ ἔχει καταστεῖ καθαρή, ἐλεύθερη ἀπὸ ἐμπαθεῖς λογισμούς, καὶ θὰ ἔχει φθάσει σὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουν οἱ Πατέρες «ἀγγελικὸ λογισμό», δηλ. ἀληθινὴ γνώση καὶ ἀπαθὴς θεώρηση τῶν πραγμάτων καὶ τῶν καταστάσεων (ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός).
Ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ προσπάθεια τῶν ἀνθρώπων ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἄμεση ἐπαφὴ καὶ τὴν ἐπικοινωνία τους μὲ τὸν Θεό, κάτι ποὺ εἶχε διακοπεῖ μὲ τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο τῶν πρωτοπλάστων, καὶ νὰ ἐνεργοποιήσει ἐκ νέου στὸν ἄνθρωπο τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», δηλ. τὴ δυνατότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου νὰ καταστεῖ Θεὸς κατὰ χάριν, νὰ θεωθεῖ, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό.«Εἰς τοῦτο ἡμᾶς πεποίηκεν ὁ Θεός, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοὶ φύσεως καὶ τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι καὶ φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι κατὰ τὴν ἐκ χάριτος θέωσιν»(Μάξιμος Ὁμολογητής), νὰ γίνει μέτοχος τοῦ Θείου, «ἡ γὰρ μετοχὴ τῇ καθάρσει, τῇ δὲ μεθέξει συνέπεται κάθαρσις, τού-του δὲ γενομένου, θεὸς ὅλος κατὰ χάριν ὁ ἄνθρωπος γίνεται» (Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος).