Η MΕΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΜΕΤΑΣΤΑΣΗ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Ἰ­ω­άν­νη Ἐλ. Σι­δη­ρᾶ

θε­ο­λό­γου, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ καὶ νο­μι­κοῦ

 

Θε­ο­λο­γι­κὴ προ­σέγ­γι­ση τῆς ἐν Χρι­στῷ ἐν­σω­μά­του Με­τα­στά­σε­ως τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου Μα­ρί­ας στὴν Βα­σι­λεί­α τῆς Τριά­δος.

 

Εἶ­ναι γε­γο­νὸς βε­βαι­ω­μέ­νο καὶ ἀ­ναν­τίρ­ρη­το ἀ­πὸ τὴν Ἱ­ε­ρὰ Ἐ­πι­στή­μη τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Θε­ο­λο­γί­ας ὅ­τι οἱ πε­ρὶ τὸν βί­ο τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου Μη­τρὸς τοῦ Σω­τῆ­ρος καὶ λυ­τρω­τοῦ Θε­αν­θρώ­που Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ μαρ­τυ­ρί­ες εἶ­ναι πε­νι­χρό­τα­τες στὰ Ἱ­ε­ρὰ Εὐ­αγ­γέ­λια καὶ στὰ λοι­πὰ βι­βλί­α τοῦ «Ἱ­ε­ροῦ Κα­νό­νος» τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. Ἐν τού­τοις πάμ­πολ­λες ὑ­πῆρ­ξαν οἱ λε­γό­με­νες «ἀ­πό­κρυ­φες δι­η­γή­σεις» ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων ὁ­ρι­σμέ­νες ὀ­νο­μά­στη­καν «Ἀ­πό­κρυ­φα Εὐ­αγ­γέ­λια» γιὰ νὰ συμ­πλη­ρώ­σουν τὰ χα­ρα­κτη­ρι­ζό­με­να ὡς «ἱ­στο­ρι­κὰ κε­νὰ» σχε­τι­κὰ μὲ τὸν βί­ο τῆς Ἀ­πει­ράν­δρου Θε­ο­μή­το­ρος καὶ Πα­νά­γνου Μα­ρί­ας. Οἱ δὲ ση­μαν­τι­κό­τε­ρες ἀ­πό­κρυ­φες πη­γὲς πε­ρὶ τοῦ Ἱ­ε­ροῦ προ­σώ­που τῆς Πα­να­γί­ας Ἀ­χράν­του Μα­ρί­ας εἶ­ναι: α) τὸ «Πρω­τευ­αγ­γέ­λιο τοῦ Ἰ­α­κώ­βου καὶ β) τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τοῦ ψευ­δο-Ματ­θαί­ου. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­μως διὰ τῆς ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι ὑ­πὸ τῶν θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων κα­θι­ε­ρώ­σε­ως τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ως ὡς γνη­σί­ας ἐκ­φρά­σε­ως τῆς ἀ­λη­θοῦς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς καὶ δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ἀ­πε­μά­κρυ­νε ὅ­λα τὰ μυ­θώ­δη, ἐ­φή­μαρ­τα καὶ αἱ­ρε­τι­κὰ στοι­χεῖ­α, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­φο­ροῦν τὴν κα­θό­λου ζω­ὴ τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου Μα­ρί­ας.

Ἔ­τσι, οἱ θε­ο­φό­ροι Πα­τέ­ρες θε­ο­πνεύ­στως κα­τέ­γρα­ψαν τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α πε­ρὶ τοῦ ἱ­ε­ροῦ προ­σώ­που τῆς Πα­νά­γνου Θε­ο­μή­το­ρος, ὅ­πως τοῦ­το ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται στοὺς «Ὅ­ρους» τῶν Ἁ­γί­ων Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ἐ­νῶ σὲ ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις ἡ Ἐκ­κλη­σί­α με­τὰ πολ­λῆς προ­σο­χῆς ἀ­πε­δέ­χθη καὶ υἱ­ο­θέ­τη­σε τὰ ἐκ τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρα­δό­σε­ως δι­δάγ­μα­τα πε­ρὶ τῆς Θε­ο­τό­κου Μα­ρί­ας.

 

Ἡ με­τά­στα­σις τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου Μα­ρί­ας.

Στὸ θε­ο­λο­γι­κὸ αὐ­τὸ πλαί­σιο ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, σύμ­φω­να μὲ τὴν Ἱ­ε­ρὰ Πα­ρά­δο­ση καὶ χω­ρὶς νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ δόγ­μα αὐ­τῆς ὑ­πὸ τὴν αὐ­στη­ρὴ καὶ στε­νὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου, ἀ­πο­δέ­χε­ται τὴν δι­δα­σκα­λί­α πε­ρὶ τὴν ἐν Χρι­στῷ «Με­τα­στά­σε­ως» τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου Μα­ρί­ας. Σύμ­φω­να δη­λα­δὴ μὲ τὴν Ἱ­ε­ρὰ Πα­ρά­δο­ση ἀφ᾿ ὅ­του οἱ «ἐκ πε­ρά­των» τῆς γῆς Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­θα­ψαν τὸ Πά­να­γνο σῶ­μα τῆς Πα­να­γί­ας Θε­ο­μή­το­ρος στὴν Γε­σθη­μα­νῆ, με­τὰ ἀ­πὸ τρεῖς ἡ­μέ­ρες ἔ­φθα­σε στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ὁ Ἀ­πό­στο­λος Θω­μᾶς ὁ ὁ­ποῖ­ος ἠ­θέ­λη­σε δι­α­κα­ῶς νὰ προ­σκυ­νή­σει τὸ σε­πτὸ σῶ­μα τῆς Πα­νά­γνου Μη­τρὸς τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὅ­ταν λοι­πὸν οἱ Ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι ἄ­νοι­ξαν τὸ μνῆ­μα, δι­ε­πί­στω­σαν ὅ­τι τὸ Πα­νά­γιο σκή­νω­μα τῆς Θε­ο­τό­κου «με­τέ­στη ἐν Χρι­στῷ», εἶ­χε ἀ­να­λη­φθεῖ στοὺς οὐ­ρα­νούς. Ἐν­σάρ­κως, δη­λα­δὴ ἐν σώ­μα­τι, ἡ Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κος εἰ­σῆλ­θε στὴν Βα­σι­λεί­α τῆς Τρι­α­δι­κῆς Θε­ό­τη­τος, ἀλ­λὰ σύμ­φω­να μὲ τὴν δι­δα­σκα­λί­α τῶν Ἁ­γί­ων καὶ Θε­ο­φό­ρων Πα­τέ­ρων, ἡ ἐν σώ­μα­τι με­τά­στα­ση τῆς Θε­ο­τό­κου συ­νέ­βη ἐν Χρι­στῷ ὄ­χι ὅ­μως μὲ τὸ γή­ϊ­νο καὶ φθαρ­τὸ σῶ­μα, ἀλ­λὰ μὲ τὸ ἐν Χρι­στῷ με­τα­μορ­φω­μέ­νο καὶ ἀ­φθαρ­το­ποι­η­μέ­νο σῶ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο διὰ τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς του ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς «ἀ­θα­να­το­ποί­η­σε» καὶ μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο «ἅ­παν τὸ γέ­νος τῶν βρο­τῶν», ὅ­λοι οἱ φθαρ­τοὶ ἄν­θρω­ποι, θὰ λά­βου­με κα­τὰ τὴν τε­λι­κὴ καὶ με­γά­λη κρί­ση τῆς ἐν­δό­ξου δευ­τέ­ρας πα­ρου­σί­ας τοῦ Παμ­βα­σι­λέ­ως Ἀ­να­στάν­τος Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.

Ἡ Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κος Μα­ρί­α ὡς θνη­τὸς ἄν­θρω­πος, ὅ­πως κά­θε ἀ­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­δὰμ καὶ τῆς Εὔ­ας, ἐ­γεύ­θη τὸν φυ­σι­κὸ θά­να­το, κα­θὼς κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη κτι­στὴ ὕ­παρ­ξη πλα­σθεῖ­σα ὑ­πὸ τοῦ ἀ­κτί­στου Θε­οῦ δὲν ἐ­ξαι­ρεῖ­ται τοῦ «κοι­νοῦ κλή­ρου» τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, τῆς φθαρ­τῆς καὶ πε­πε­ρα­σμέ­νης ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως, ποὺ εἶ­ναι ὁ θά­να­τος. Πλὴν ὅ­μως ἡ Ὑ­πε­ρευ­λο­γη­μέ­νη ἐκ τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος Θε­ο­τό­κος μὲ τὴν «κατ᾿ ἄν­θρω­πον κοί­μη­ση» αὐ­τῆς εἰ­σῆλ­θε «εἰς τὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων» τῆς ἀ­λή­κτου Βα­σι­λεί­ας τῆς Τρι­α­δι­κῆς Θε­ό­τη­τος. Με­τὰ τὴν φυ­σι­κὴ κοί­μη­σή της, ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, πα­ρέ­μει­νε «ἄ­φθο­ρη» ἡ ψυ­χή της καὶ «ἄ­φθαρ­το» τὸ πά­να­γνο καὶ ἄ­σπι­λο καὶ ἀ­μό­λυν­το σῶ­μα της. Καὶ πῶς ἦ­ταν δυ­να­τὸν τὸ πά­να­γνο αὐ­τὸ σῶ­μα ποὺ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι συ­νέ­λα­βε καὶ ἔ­τε­κε τὸν Θε­άν­θρω­πο Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, πῶς ἦ­ταν δυ­να­τόν, νὰ ὑ­πο­στεῖ με­τὰ τὸν φυ­σι­κὸ θά­να­το τῆς Θε­ο­μή­το­ρος «φθο­ρὰ καὶ δι­α­φθο­ρά», γε­νό­με­νο «λά­φυ­ρο» τοῦ θα­νά­του, ὑ­πο­κεί­με­νο στὶς συ­νέ­πει­ες, τὶς φυ­σι­κὲς καὶ ὀν­το­λο­γι­κές, κατ᾿ ἄν­θρω­πον καὶ κα­τὰ τὴν φυ­σι­κὴ ἀ­κα­τα­νί­κη­τη νο­μο­τέ­λεια, ὥ­στε νὰ ἐκ­πέ­σει σὲ «σκεῦ­ος φθο­ρᾶς» ἐ­νῶ ὑ­πῆρ­ξε, ὡς ἡ μό­νη με­τὰ τὸν φυ­σι­κὸ θά­να­το τῆς Θε­ο­μή­το­ρος ἐ­πὶ τῆς γῆς ὕ­παρ­ξη, «σκεῦ­ος χά­ρι­τος καὶ ζω­ῆς». Ἔ­τσι πα­ρέ­μει­νε ἄ­φθο­ρο καὶ ἄ­φθαρ­το τὸ «Θε­ο­δό­χον σκή­νω­μα» τῆς Θε­ο­τό­κου Πα­να­γί­ας Μη­τρὸς τοῦ Κυ­ρί­ου μας. 

Ὁ φυ­σι­κὸς θά­να­τος τῆς Θε­ο­τό­κου ὑ­πῆρ­ξε «ζω­η­φό­ρος» καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἐ­νῶ ὁ θά­να­τος γιὰ ὅ­λους τοὺς πι­στοὺς εἶ­ναι «Κοί­μη­σις» ἐν τού­τοις γιὰ τὴν Ὑ­πε­ρευ­λο­γη­μέ­νη καὶ Κε­χα­ρι­τω­μέ­νη Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι «Με­τά­στα­σις», ἀ­φοῦ κα­θὼς ψάλ­λει θε­ο­λο­γι­κώ­τα­τα ἡ Ἁ­γί­α Ἐκ­κλη­σί­α μας: «τά­φος καὶ νέ­κρω­σις οὐκ ἐ­κρά­τη­σαν», ἀλ­λὰ καὶ ἀλ­λοῦ ἡ Κοί­μη­ση τῆς Θε­ο­τό­κου χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «δεύ­τε­ρο Πά­σχα», ὡς «Πά­σχα τοῦ θέ­ρους», ὑ­μνο­λο­γεῖ τὸ πλή­ρω­μα τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων: «Τῇ ἐν­δό­ξῳ Κοι­μή­σει Σου, οὐ­ρα­νοὶ ἐ­πα­γάλ­λον­ται καὶ ἀγ­γέ­λων γέ­γη­θε τὰ στρα­τεύ­μα­τα. Πᾶ­σα ἡ γῆ δὲ εὐ­φραί­νε­ται…».

Εἰ­σέρ­χε­ται ἐν Χρι­στῷ ἡ Θε­ο­τό­κος Πα­να­γί­α στὴν αἰ­ώ­νια καὶ ἄ­λη­κτη Βα­σι­λεί­α τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ κα­θὼς «νε­νί­κην­ται τῆς φύ­σε­ως οἱ ὅ­ροι ἐν σοί, Παρ­θέ­νε Ἄ­χραν­τε. Παρ­θε­νεύ­ει γὰρ τό­κος καὶ ζω­ὴν προ­μνη­στεύ­ε­ται θά­να­τος. Ἡ με­τὰ τό­κον Παρ­θέ­νος καὶ με­τὰ θά­να­τον ζῶ­σα…», ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη ἐκ νε­κρῶν, «πρω­τό­το­κος τῶν νε­κρῶν ἐ­γέ­νε­το ἐκ κοι­λί­ας Ἅ­δου» χω­ρὶς νὰ ὑ­πο­στεῖ φθο­ρὰ καὶ δι­α­φθο­ρὰ στὴν ἀ­θά­να­τη ψυ­χὴ καὶ στὸ τί­μιο καὶ ὑ­πε­ρευ­λο­γη­μέ­νο σῶ­μα του. Ἡ Θε­ο­τό­κος Μα­ρί­α «με­τέ­στη πρὸς τὴν ζω­ὴν Μή­τηρ ὑ­πάρ­χου­σα τῆς ζω­ῆς» καὶ κα­τὰ τὴν θε­ό­πνευ­στη δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ, ὁ Θε­άν­θρω­πος Χρι­στός, ὁ νι­κη­τὴς τοῦ θα­νά­του καὶ χο­ρη­γός τῆς ἀ­φθάρ­του, ἀ­θα­νά­του καὶ αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς: «Δε­σπο­τι­καῖς πα­λά­μαις τῇ Πα­να­γί­ᾳ ταύ­τῃ καὶ θει­ο­τά­τῃ οἴ­α Μη­τρὶ λει­τουρ­γῶν, τὴν Ἱ­ε­ρὰν ψυ­χὴν ὑ­πο­δέ­χε­ται».

 

Ἑρ­μη­νεί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νη τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ.

Ὁ μέ­γας τῆς Δογ­μα­τι­κῆς Θε­ο­λο­γί­ας Πα­τὴρ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νὸς ἑρ­μη­νεύ­ον­τας τὸ «δι­ά­φθο­ρον καὶ ἄ­φθαρ­τον» τῆς ψυ­χῆς καὶ τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου με­τὰ τὴν ἔν­δο­ξη κοί­μη­ση αὐ­τῆς καὶ γιὰ τρεῖς ἡ­μέ­ρες ποὺ τὸ «θε­ο­δό­χον σκή­νω­μα» αὐ­τῆς πα­ρέ­μει­νε ἐν­τός τοῦ γή­ϊ­νου μνή­μα­τος, γρά­φει θε­ο­πνεύ­στως: «Πῶς ἦ­ταν δυ­να­τὸν ὁ θά­να­τος νὰ κα­τα­πί­ει αὐ­τήν, ἡ ὁ­ποί­α στὴν ὁ­λό­τη­τά της ἑ­νώ­θη­κε μὲ τὸν Θε­όν; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε ὁ Ἅ­δης νὰ τὴν δε­χθεῖ στὰ σπλά­χνα του; Πῶς ἡ φυ­σι­κὴ δι­α­φθο­ρὰ θὰ ἀ­πο­τολ­μοῦ­σε νὰ κα­λύ­ψει τὸ ζω­ο­δό­χο σῶ­μα της; Ὅ­λα αὐ­τὰ ἦ­ταν ἀλ­λό­τρια καὶ παν­τε­λῶς ξέ­να τῆς θε­ο­φό­ρου ψυ­χῆς καὶ τοῦ σώ­μα­τός της. Γι᾿ αὐ­τὸ ὅ­ταν ὁ θά­να­τος τὴν ἀν­τί­κρυ­σε στὰ κα­τώ­τα­τα τοῦ κρά­τους του, φο­βή­θη­κε, ἐ­πει­δὴ καὶ ὅ­ταν προ­σέ­λα­βε τὸν Υἱ­ό της, ἔ­μα­θε ἐξ αὐ­τῶν ποὺ ἔ­πα­θε καὶ λα­βὼν πεῖ­ραν ἐ­σω­φρο­νί­σθη».

Σ᾿ αὐ­τὸ τὸ «δεύ­τε­ρο Πά­σχα», στὸ λε­γό­με­νο «Πά­σχα τοῦ θέ­ρους», δὲν θρη­νεῖ, οὔ­τε πεν­θεῖ ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λὰ πα­ρα­δό­ξως γιὰ τὰ κο­σμι­κὰ μέ­τρα καὶ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κὴ γε­ραί­ρει, με­γα­λύ­νει καὶ δο­ξο­λο­γεῖ τὴν «ἀ­θά­να­τη κοί­μη­ση» τῆς Θε­ο­μή­το­ρος Μα­ριάμ, στὴν ὁ­ποί­α ὡς «ὑ­περ­κό­σμιον καὶ ὑ­περ­βα­τι­κὸν μυ­στή­ριον» συ­νε­τε­λέ­σθη ἡ «ἐν Χρι­στῷ ἐν­σώ­μα­τος με­τά­στα­ση» ἀ­πὸ τὰ γή­ϊ­να στὰ οὐ­ρά­νια, ἀ­πὸ τὰ φθαρ­τὰ στὰ ἄ­φθαρ­τα, ἀ­πὸ τὰ πρό­σκαι­ρα στὰ αἰ­ώ­νια, χω­ρὶς νὰ ὑ­πο­στεῖ τὶς φυ­σι­κὲς νο­μο­τε­λεια­κὲς συ­νέ­πει­ες τῆς «δι­α­φθο­ρᾶς καὶ φθο­ρᾶς» τῆς ψυ­χῆς καὶ τοῦ σώ­μα­τός της κα­τὰ τὶς τρεῖς ἡ­μέ­ρες ποὺ εὑ­ρέ­θη στὸ μνη­μεῖ­ο τῆς Γε­σθη­μα­νῆ. Γι᾿ αὐ­τὸ ὁ Ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος με­γα­λο­φώ­νως ἀ­να­κρά­ζει: «Ἀν­τὶ γὰρ θα­νά­του λοι­πὸν κοί­μη­σις καὶ ὕ­πνος λέ­γε­ται ἡ ἐν­τεῦ­θεν με­τά­στα­σις», ἐ­νῶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α με­γα­λο­φρό­νως ψάλ­λει ἀ­γαλ­λο­μέ­νη: «Ἐν τῇ γεν­νή­σει σου σύλ­λη­ψις ἄ­σπο­ρος, ἐν τῇ Κοι­μή­σει σου νέ­κρω­σις ἄ­φθο­ρος. Θαῦ­μα ἐν θαύ­μα­σι δι­πλοῦν συ­νέ­δρα­με, Θε­ο­τό­κε». Ἔ­τσι δὲν θρη­νοῦ­με οὔ­τε πεν­θοῦ­με, δι­ό­τι ἡ Θε­ο­τό­κος «ἐν τῇ κοι­μή­σει τὸν κό­σμον οὐ κα­τέ­λι­πεν», ἀλ­λὰ ζεῖ αἰ­ω­νί­ως.

Θαῦ­μα θαυ­μά­των καὶ μυ­στή­ριον μυ­στη­ρί­ων ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ ὑ­περ­φυ­ὲς γε­γο­νὸς τῆς τρι­η­μέ­ρου ἐν­τός τοῦ χο­ϊ­κοῦ μνή­μα­τος πα­ρα­μο­νῆς τῆς Θε­ο­μή­το­ρος ὡς ἀ­φθάρ­του καὶ ἀ­δι­α­φθό­ρου ψυ­χο­σω­μα­τι­κῆς ὑ­πο­στά­σε­ως, ἐ­λευ­θέ­ρας τῶν φθο­ρο­ποι­ῶν δε­σμῶν τοῦ θα­νά­του, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὅ­μως κυ­ρια­ρχεῖ ἐ­πὶ πάν­των τῶν λοι­πῶν ἀν­θρώ­πων. Ὁ μό­νος Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἡ «αὐ­το­ζω­ὴ» καὶ μό­νη ἀ­λη­θὴς καὶ ἄ­κτι­στη πη­γὴ τῆς ζω­ῆς, ὡς νι­κη­τὴς τοῦ θα­νά­του καὶ τοῦ κρά­τους τοῦ Ἅ­δου πα­ρέ­μει­νε τρι­ή­με­ρος, ἄ­φθο­ρος, ἀ­δι­ά­φθο­ρος καὶ ἀ­πο­λύ­τως ψυ­χο­σω­μα­τι­κὰ ἄ­φθαρ­τος.

   Ἡ Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κος, πρώ­τη ἐκ τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους, διὰ τοῦ θα­νά­του της καὶ τῆς τρι­η­μέ­ρου ἀ­φθάρ­του καὶ ἀ­δι­α­φθό­ρου ἐν τῷ μνή­μα­τι πα­ρα­μο­νῆς της, κα­θὼς καὶ τῆς ἐν­σώ­μα­της στοὺς οὐ­ρα­νοὺς με­τα­στά­σε­ώς της, «προ­μνη­στεύ­ε­ται τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ήν». Καὶ ἐ­νῶ γιὰ ὅ­λους τοὺς θνη­τοὺς καὶ φθαρ­τοὺς ἀν­θρώ­πους ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­φθαρ­σί­α καὶ «ἀ­θα­να­το­ποί­η­ση» θὰ συμ­βεῖ κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς κοι­νῆς Ἀ­να­στά­σε­ως πάν­των, ζών­των καὶ κε­κοι­μη­μέ­νων, στὰ ἔ­σχα­τα, κα­τὰ τὴν Δευ­τέ­ρα πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ τὴν τε­λι­κὴ κρί­ση τῶν πάν­των, ἐν τού­τοις ἡ Θε­ο­τό­κος Μα­ρί­α με­τέ­στη στὴν Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ «ἀ­φθαρ­το­ποι­η­μέ­νη» καὶ «ἀ­θα­να­το­ποι­η­μέ­νη» κα­τὰ τὴν ψυ­χὴ καὶ τὸ σῶ­μα της πρὶν ἀ­πὸ τὴν κοι­νὴ ἀ­νά­στα­ση τοῦ γέ­νους τῶν βρο­τῶν. Τοῦ­το δὲ συ­νέ­βη κατ᾿ εὐ­δο­κί­αν τοῦ Υἱ­οῦ καὶ Θε­οῦ της Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν ἐ­πέ­τρε­ψε νὰ γί­νει ἡ Πά­να­γνος Μη­τέ­ρα του «λά­φυ­ρο» καὶ ὑ­πο­χεί­ριο τοῦ θα­νά­του, ἐ­πει­δὴ «ὁ Κύ­ριος ἦ­ταν κα­τὰ φύ­σιν ἀ­να­μάρ­τη­τος», ἐ­νῶ ἡ Θε­ο­τό­κος κα­τὰ χά­ριν ἀ­να­μάρ­τη­τη», καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ρη­το­ρι­κὰ δι­ε­ρω­τᾶ­ται ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός: « Ἡ γὰρ τοῖς πᾶ­σι τὴν ὄν­τως ζω­ὴν ἀ­να­βλύ­σα­σα, πῶς θα­νά­τῳ γέ­νοιτ᾿ ἂν ὑ­πο­χεί­ριος;».

 

Ἡ «ἀ­θά­να­τος κοί­μη­σις» τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου.

Κα­τὰ τὸν φυ­σι­κὸ θά­να­το τῆς Θε­ο­μή­το­ρος, ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κῶς «ἀ­θά­να­τος κοί­μη­σις», ὅ­πως εὔ­στο­χα ψάλ­λει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, ὁ χω­ρι­σμὸς ψυ­χῆς καὶ σώ­μα­τος δι­ήρ­κη­σε ἐ­λά­χι­στα, μό­λις γιὰ τρεῖς ἡ­μέ­ρες, ἀλ­λὰ κα­τὰ τὴν ἐν Χρι­στῷ με­τά­στα­σή της ἑ­νώ­θη­καν καὶ πά­λι τὰ δύο­ ὡς ἄ­φθαρ­τη καὶ ἀ­ναλ­λοί­ω­τη ψυ­χο­σω­μα­τι­κὴ ἑ­νό­τη­τα καὶ ὀν­τό­τη­τα, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς μέλ­λει νὰ συμ­βεῖ σὲ ὅ­λους τοὺς θνη­τοὺς ἀν­θρώ­πους λί­γο πρὶν τὴν Δευ­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου Πα­ρου­σί­α, ὅ­ταν θὰ συν­τε­λε­σθεῖ ἡ κοι­νὴ ἀ­νά­στα­ση τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων. Γι᾿ αὐ­τὸ μὲ τὴν ἐν­σώ­μα­τη με­τά­στα­σή της «ὡς δὲ Θε­οῦ ζῶν­τος μή­τηρ ὑ­πάρ­ξα­σα πρὸς αὐ­τὸν ἀ­ξί­ως ἀ­να­κο­μί­ζε­ται», δι­ό­τι ὅ­πως ψάλ­λει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α: «τὴν ζω­ὴν ἡ κυ­ή­σα­σα πρὸς ζω­ὴν με­τα­βέ­βη­κεν».

Συ­νε­πῶς δὲν κά­νου­με λό­γο γιὰ ἀ­νά­στα­ση, ἀλ­λὰ γιὰ ἔν­δο­ξη ἐν­σώ­μα­τη με­τά­στα­ση, δι­ό­τι ἡ Θε­ο­τό­κος ἀ­νέ­βη στοὺς οὐ­ρα­νοὺς ζῶ­σα μέ­σα στὴν ἄ­λη­κτη Βα­σι­λεί­α τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ χω­ρὶς νὰ ξα­να­πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὴ γῆ. Ὅ­σοι θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ ἀ­νε­στή­θη­σαν ὑ­πὸ τοῦ Κυ­ρί­ου, ὅ­πως ὁ Λά­ζα­ρος καὶ ἄλ­λα πρό­σω­πα γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α μαρ­τυ­ροῦν σχε­τι­κῶς τὰ Ἱ­ε­ρὰ Εὐ­αγ­γέ­λια, ξα­να­πέ­θα­ναν καὶ ἀ­να­μέ­νουν τὴν κοι­νὴ ἀ­νά­στα­ση γιὰ νὰ ἑ­νω­θεῖ καὶ πά­λι ἡ ἀ­θά­να­τη ψυ­χὴ μὲ τὸ σῶ­μα τους, ὥ­στε ὡς ψυ­χο­σω­μα­τι­κὲς ὀν­τό­τη­τες νὰ εἰ­σέλ­θουν στὴν ἐ­πέ­κει­να τοῦ τά­φου αἰ­ώ­νια, ἄ­φθαρ­τη καὶ ἀ­θά­να­τη ζω­ή. Μό­νη ἡ Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κος δὲν θὰ ἀ­να­στη­θεῖ, ὅ­πως ἅ­παν­τες οἱ ἀ­πὸ κα­τα­βο­λῆς κό­σμου κε­κοι­μη­μέ­νοι, ἐ­πει­δὴ μὲ τὴν ἐν Χρι­στῷ με­τά­στα­σή της εὑ­ρί­σκε­ται ἤ­δη καὶ σω­μα­τι­κῶς ζῶ­σα στὴν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, ὡς «ἐκ τῆς ζω­ῆς εἰς ζω­ὴν με­θι­στα­μέ­νη».

 

Ἡ «ἀ­θά­να­τη κοί­μη­ση» τῆς Θε­ο­τό­κου «δι­α­βα­τή­ριον» αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς.
Ἔ­τσι, ἡ «ἀ­θά­να­τη κοί­μη­ση» τῆς Θε­ο­μή­το­ρος κα­θί­στα­ται «δι­α­βα­τή­ριον» αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς καὶ τὴν βε­βαι­ό­τη­τα αὐ­τὴ ψάλ­λει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α: «Ζω­ῆς ἀ­ϊ­δί­ου καὶ κρείτ­το­νος ὁ θά­να­τός σου γέ­γο­νε δι­α­βα­τή­ριον», ἐ­νῶ τὸ χρι­στε­πώ­νυ­μο πλή­ρω­μα πα­νευ­λα­βι­κῶς ὑ­μνο­λο­γεῖ: «Μέλ­πον­τες ἐ­ξό­διον σοὶ ὠ­δήν, Μῆ­τερ τοῦ Ὑ­ψί­στου, σὴν με­τά­στα­σιν εὐ­λα­βῶς γῆ­θεν πρὸς τὰ ὕ­ψη σὺν Ἀ­πο­στό­λων δή­μου ὑ­μνοῦ­μεν ἐκ­βο­ῶν­τες. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸς εἶ­ναι ὁ πα­ρα­κά­τω ἐ­ξαί­σιος ὕ­μνος ποὺ ἐκ­φρά­ζει τὸ βα­θύ­τε­ρο θε­ο­λο­γι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς εὐ­δό­ξου κοι­μή­σε­ως καὶ με­τα­στά­σε­ως τῆς Θε­ο­μή­το­ρος: Χαῖ­ρε, Παν­τά­νασ­σα. Χαί­ροις παρ᾿ ἡ­μῶν Μα­ρί­α Θε­ο­τό­κε, τὸ σε­μνὸν κει­μή­λιον ἁ­πά­σης τῆς Οἰ­κου­μέ­νης, ἡ λαμ­πὰς ἡ ἄ­σβε­στος, ὁ στέ­φα­νος τῆς παρ­θε­νί­ας, τὸ σκῆ­πτρον τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὁ να­ὸς ὁ ἀ­κα­τά­λυ­τος καὶ χω­ρί­ον τοῦ Ἀ­χω­ρή­του, ἡ Μή­τηρ καὶ Παρ­θέ­νος. Δι᾿ ἧς ὀ­νο­μά­ζε­ται ἐν τοῖς Ἁ­γί­οις Εὐ­αγ­γε­λί­οις εὐ­λο­γη­μέ­νος ὁ ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου. Χαί­ροις ἡ τὸν Ἀ­χώ­ρη­τον χω­ρή­σα­σα ἐν μή­τρᾳ ἁ­γί­ᾳ Παρ­θε­νι­κῇ δι᾿ ἧς Τριὰς ἁ­γι­ά­ζε­ται, δι᾿ ἧς Σταυ­ρὸς τί­μιος ὀ­νο­μά­ζε­ται καὶ προ­σκυ­νεῖ­ται εἰς πᾶ­σαν τὴν Οἰ­κου­μέ­νην, δι᾿ ἧς ὁ Οὐ­ρα­νὸς ἀ­γάλ­λε­ται, δι᾿ ἧς ἄγ­γε­λοι καὶ ἀρ­χάγ­γε­λοι εὐ­φραί­νον­ται, δι᾿ ἧς βά­πτι­σμα ἅ­γιον γί­νε­ται τοῖς πι­στεύ­ου­σι, δι᾿ ἧς ἔ­λε­ον ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως, δι᾿ ἧς εἰς πᾶ­σαν τὴν οἰ­κου­μέ­νην Ἐκ­κλη­σί­α τε­θε­με­λί­ων­ται, δι᾿ ἧς ἔ­θνη ἄ­γον­ται εἰς με­τά­νοι­αν. Καὶ τί δεῖ πολ­λὰ λέ­γειν; Δι᾿ ἧς ὁ Μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ φῶς ἔ­λαμ­ψεν τοῖς ἐν σκό­τει καὶ σκιὰ θα­νά­του κα­θη­μέ­νοις. Δι᾿ ἥν προ­φῆ­ται προ­ε­μή­νυ­σαν, δι᾿ ἧς Ἀ­πό­στο­λοι κη­ρύτ­του­σι σω­τη­ρί­αν τοῖς ἔ­θνε­σιν, δι᾿ ἧς νε­κροὶ ἐ­γεί­ρον­ται, δι᾿ ἧς Βα­σι­λεὺς Βα­σι­λεύ­ου­σιν διὰ Τριά­δος Ἁ­γί­ας».

 

Ἡ Πα­να­γιὰ Βα­θυρ­ρύ­α­κος, ἡ δι­κή μας Πα­να­γιὰ. 

«Σύμ­φω­να μὲ προ­φο­ρι­κὲς μαρ­τυ­ρί­ες, για­τί δὲν ἔ­χου­με γρα­πτὰ μνη­μεῖ­α λό­γου, πρὶν ἀ­πὸ πεν­τα­κό­σια πε­ρί­που χρό­νια βρέ­θη­κε ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας. Ἄλ­λοι ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­τι βρέ­θη­κε πρὶν ἀ­πὸ τρι­α­κό­σια χρό­νια στὴν πε­ρι­ο­χὴ Φα­τὴρ Για­κᾶ μὲ θαυ­μα­στὸ καὶ ὑ­περ­φυ­σι­κὸ τρό­πο ἀ­πὸ Ὀ­θω­μα­νὸ ἀ­γᾶ τσι­φλι­κᾶ καὶ ὄ­χι σὲ Ὀρ­θό­δο­ξο. Πρό­κει­ται γιὰ τὸν ἀ­γᾶ τσι­φλι­κᾶ τοῦ τε­ρα­στί­ου τσι­φλι­κιοῦ τοῦ Φα­τὴρ Για­κᾶ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πὶ τρεῖς νύ­κτες, μό­νον αὐ­τὸς καὶ κα­νεὶς ἄλ­λος, ἔ­βλε­πε φω­τει­νὸ ὅ­ρα­μα μέ­σα στὸν γα­λα­νὸ οὐ­ρα­νὸ τῆς Θρά­κης καὶ αὐ­τὸ τὸ φω­τει­νὸ ὅ­ρα­μα ἦ­ταν τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ ἐ­πὶ τῆς κο­ρυ­φῆς ἑ­νὸς δέν­δρου, καὶ συγ­κε­κρι­μέ­να ἐ­πά­νω σὲ κα­ρα­γά­τσι. Δὲν πί­στευ­ε στὴν ἀρ­χή, ὥ­σπου κατ᾿ ὄ­ναρ ἡ Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κος τοῦ ὑ­πέ­δει­ξε, προ­ει­δο­ποι­ών­τας τον ὅ­τι δὲν θὰ ἀ­νε­χθεῖ τὴν ἀ­μέ­λειά του, νὰ ἐ­νη­με­ρώ­σει τὶς το­πι­κὲς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὲς ἀρ­χές, νὰ ἀ­να­σκά­ψει σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο ση­μεῖ­ο στὴν ρί­ζα τοῦ δέν­δρου ὅ­που ἐμ­φα­νί­ζον­ταν ὁ σταυ­ρὸς καὶ σὲ πο­λὺ μι­κρὸ βά­θος κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ ἐ­δά­φους θὰ βρεῖ τὴν εἰ­κό­να της. Ὁ ἀ­γὰς ὑ­πά­κου­σε καὶ ἐ­νη­μέ­ρω­σε τὸν τό­τε Μη­τρο­πο­λί­τη Μα­ρω­νεί­ας, ἀ­νέ­σκα­ψε μὲ τὰ ἴ­δια του τὰ χέ­ρια πα­ρου­σί­α τοῦ τό­τε Ἐ­πι­σκό­που καὶ τῶν πρου­χόν­των τῆς τό­τε Γκι­ου­μουλ­τζί­νας, ποὺ ἦ­ταν ἡ πρω­τεύ­ου­σα τοῦ ὁ­μώ­νυ­μου Κα­ζᾶ, ἀλ­λὰ καὶ πολ­λῶν Ὀ­θω­μα­νῶν, καὶ ὡς ἐκ θαύ­μα­τος στὰ χέ­ρια του βρέ­θη­κε ἡ μι­κρὴ φο­ρη­τὴ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας Φα­νε­ρω­μέ­νης, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­νή­κει ὡς ἁ­γι­ο­γρα­φι­κὸς βυ­ζαν­τι­νὸς τύ­πος στὴν Πα­να­γί­α τὴν Βρε­φο­κρα­τοῦ­σα. Κά­ποι­οι ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­τι ἀ­νή­κει καὶ στὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη μορ­φὴ ἐ­κεί­νου τοῦ ἁ­γι­ο­γρα­φι­κοῦ τύ­που Πα­να­γιᾶς ποὺ εἶ­ναι ἡ Πα­να­γί­α ἡ Γλυ­κο­φι­λοῦ­σα, ἀλ­λὰ τὸ πιὸ σω­στὸ εἶ­ναι ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ τύ­πο τῆς Βρε­φο­κρα­τού­σας Πα­να­γί­ας.
   Τὸ ση­μεῖ­ο τῆς εὑ­ρέ­σε­ως τῆς θαυ­μα­τουρ­γοῦ εἰ­κό­νος εἶ­ναι ὁ χῶ­ρος ἐν­τός τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Ἀμ­πε­λουρ­γι­κοῦ Σταθ­μοῦ Αἰ­γεί­ρου, ὅ­που εὑ­ρί­σκε­ται τὸ μι­κρὸ πα­ρεκ­κλή­σι τῆς «Πα­να­γί­ας τῶν Ρό­δων», ὅ­πως ὀ­νο­μά­ζε­ται καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­και­νί­σθη­κε τὸ 1994 μὲ δα­πά­νες τοῦ Ἀμ­πε­λουρ­γι­κοῦ Φυ­τω­ρί­ου Κο­μο­τη­νῆς. Τὸ ση­με­ρι­νὸ πα­ρεκ­κλή­σιο εἶ­ναι τὸ ἀ­να­και­νι­σμέ­νο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­νή­γει­ραν στὶς ἀρ­χὲς τοῦ προ­η­γού­με­νου αἰ­ῶ­να δύ­ο με­γά­λοι εὐ­ερ­γέ­τες τῆς Κο­μο­τη­νῆς. Αὐ­τὸ τὸ πα­ρεκ­κλή­σι ποὺ ὑ­πάρ­χει μέ­σα στὸν Ἀμ­πε­λουρ­γι­κὸ Σταθ­μὸ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ τρί­το ἀ­να­και­νι­σμέ­νο κτί­σμα τοῦ πρώ­του πα­ρεκ­κλη­σί­ου ποὺ ἔ­κτι­σαν γύ­ρω στὰ 1910-1912 ἐ­κεῖ­νοι οἱ Κο­μο­τη­ναῖ­οι. Σή­με­ρα τὸ πα­ρεκ­κλή­σι ὀ­νο­μά­ζε­ται «Πα­να­γιὰ τῶν Ρό­δων» καὶ ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χει ἄλ­λη πα­λαιὰ­ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας, δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἀ­πὸ τὴν θαυ­μα­τουρ­γὸ ἱ­στο­ρι­κὴ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας Φα­νε­ρω­μέ­νης. Ἀ­ξί­ζει νὰ ἀ­να­φερ­θεῖ ὅ­τι ἡ εἰ­κό­να ποὺ ὑ­πάρ­χει στὸ πα­ρεκ­κλή­σιο εἶ­ναι τοῦ 19ου αἰ­ῶ­να καὶ φέ­ρει ἀ­να­γε­γραμ­μέ­νη τὴν ὀ­νο­μα­σί­α, τὸ λε­γό­με­νο «Θε­ο­μη­το­ρι­κὸ προ­σω­νύ­μιο», τῆς Πα­να­γί­ας ὡς «Πα­να­γί­ας τῶν Ρό­δων». Ἡ ὀ­νο­μα­σί­α αὐ­τὴ προ­ῆλ­θε ἐ­πει­δὴ ἐ­πὶ τῆς εἰ­κό­νας ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται ὁ μι­κρὸς Χρι­στὸς καὶ κρα­τεῖ στὸ χε­ρά­κι του ρό­δα, τὰ ὁ­ποῖ­α ὑ­πάρ­χουν καὶ στὰ πό­δια τῆς Πα­να­γί­ας. Ἔ­τσι, θὰ μπο­ροῦ­σε ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη εἰ­κό­να νὰ φέ­ρει καὶ τὸ προ­σω­νύ­μιο: «Ρό­δον τὸ Ἀ­μά­ραν­τον».

Ὅ­ταν βρέ­θη­κε ἡ Ἱ­ε­ρὰ εἰ­κό­να, τὴν δι­εκ­δι­κοῦ­σαν πολ­λὲς ἐ­νο­ρί­ες ὅ­πως τοῦ Ἰ­ά­σμου, τῆς Ἀμ­βρο­σί­ας, τῆς Σάλ­πης, τοῦ Πο­λυά­νθου καὶ τοῦ πα­λαι­οῦ χω­ριοῦ ὅ­που εὑ­ρί­σκε­ται σή­με­ρα ἡ Μεσ­σού­νη, δι­ό­τι ἡ Αἴ­γει­ρος δὲν ἦ­ταν χω­ριὸ ἁ­πλὰ ὑ­πῆρ­χε τὸ τσι­φλί­κι τοῦ Φα­τὴρ Για­κᾶ. Τὴ λύ­ση τὴν ἔ­δω­σε ἡ ἴ­δια Πα­να­γί­α, δι­ό­τι ἡ δι­α­μά­χη ἦ­ταν με­γά­λη. Ἐ­νῶ βρέ­θη­κε στὸ Φα­τὴρ Για­κᾶ Τσι­φλίκ, ὁ τσι­φλι­κὰς ἀρ­χι­κὰ δὲν ἔ­δι­νε τὴν ἄ­δεια νὰ κτι­στεῖ ἐκ­κλη­σά­κι γιὰ νὰ φυ­λα­χθεῖ ἡ εἰ­κό­να. Ἐ­πί­σης, ὅ­πως προ­εῖ­πα, δὲν ὑ­πῆρ­χε ὀρ­γα­νω­μέ­νη κοι­νό­τη­τα καὶ ὑ­πῆρ­χε φό­βος μή­πως χα­θεῖ ἡ εἰ­κό­να. Γιὰ αὐ­τὸ ὁ Μη­τρο­πο­λί­της ἐ­πει­δὴ οἱ ἐ­νο­ρί­ες δι­εκ­δι­κοῦ­σαν τὴν εἰ­κό­να, ἀ­πο­φά­σι­σε τὴ λύ­ση νὰ τὴ δώ­σει ἡ Πα­να­γιά. Ἔ­τσι το­πο­θέ­τη­σε τὴν εἰ­κό­να σὲ και­νούρ­για ἅ­μα­ξα ποὺ δὲν εἶ­χε χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ ξα­νὰ καὶ μά­λι­στα ζω­ή­λα­τη, ποὺ τὴν ἔ­σερ­ναν ἀρ­σε­νι­κὰ ζῶ­α πλυμ­μέ­να καὶ ἁ­γι­α­σμέ­να ἀ­πὸ τὸ Δε­σπό­τη, ἔν­τυ­σαν τὸ ἁ­μά­ξι καὶ ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε δέ­η­ση ὁ Μη­τρο­πο­λί­της πρὸς τὴ Θε­ο­τό­κο τὴν πα­ρε­κά­λε­σε αὐ­τὴ νὰ δεί­ξει τὸ ση­μεῖ­ο ποὺ θὰ ἤ­θε­λε νὰ ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ μό­νι­μα. Ἡ πομ­πὴ ξε­κί­νη­σε χω­ρὶς νὰ ὑ­πάρ­χει ὁ­δη­γὸς ἀ­να­βά­της (κα­μου­τσί­κης) ποὺ νὰ κα­τευ­θύ­νει τὴν ἅ­μα­ξα. Ξε­κί­νη­σε μὲ τὸ χτύ­πη­μα τοῦ Δέ­σπο­τα καὶ πῆ­ρε τὴ στρά­τα. Δὲν στα­μά­τη­σε σὲ κα­νέ­να ἀ­πὸ τὰ χω­ριὰ ποὺ τὴ δι­εκ­δι­κοῦ­σαν, ἀλ­λὰ ἔ­φθα­σε στὴν Κο­μο­τη­νή, μπρο­στὰ στὸν Μη­τρο­πο­λι­τι­κὸ Να­ὸ τῆς Πα­να­γί­ας, κον­τὰ στὴν ση­με­ρι­νὴ ὁ­δὸ Βε­νι­ζέ­λου. Ἐ­κεῖ στα­μά­τη­σαν τὰ ζῶ­α, ἐ­κεῖ θέ­λη­σε νὰ ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ ἡ Θε­ο­τό­κος. Τὸ δέ­χθη­καν οἱ κά­τοι­κοι. Ὁ Δε­σπό­της το­πο­θε­τεῖ τὴν εἰ­κό­να στὰ Ἅ­για τῶν Ἁ­γί­ων. Συ­νέ­βη ὅ­μως καὶ κά­τι ἄλ­λο θαυ­μα­στό. Ὅ­ταν ἔ­βα­λαν τὴν εἰ­κό­να ἐ­πά­νω στὸ ἁ­μά­ξι καὶ τὰ ζῶ­α πῆ­ραν τὸ δρό­μο ἐ­πι­βι­βά­σθη­κε καὶ ἡ ἀ­νά­πη­ρη καὶ κω­φά­λα­λη ἐγ­γο­νὴ τοῦ ἰ­δι­ο­κτή­τη τοῦ τσι­φλι­κιοῦ. Αὐ­τὸ ἔ­γι­νε με­τὰ ἀ­πὸ πα­ρά­κλη­ση τῆς κό­ρης του. Τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­φθα­νε ἡ ἅ­μα­ξα μὲ τὴν Πα­να­γί­α μπρο­στὰ στὴν ἐκ­κλη­σί­α τῆς Πα­να­γί­ας, τὸ μι­κρὸ κο­ρί­τσι ση­κώ­θη­κε στὸ κά­ρο καὶ φώ­να­ξε στὰ τουρ­κι­κὰ «Meri ane», Μη­τέ­ρα Μα­ρί­α. Εἶ­χε βρεῖ καὶ τὴ φω­νή της καὶ ση­κώ­θη­κε στὰ πό­δια της. Ἀ­πὸ τό­τε ὁ Ὀ­θω­μα­νὸς ἀ­γὰς πί­στευ­σε καὶ ἔ­δω­σε λό­γο τι­μῆς στὶς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὲς ἀρ­χὲς ὅ­τι γιὰ κά­θε τί ποὺ χρει­ά­ζον­ται γιὰ τὴν προ­στα­σί­α αὐ­τοῦ τοῦ ἱ­ε­ροῦ τό­που, θὰ τὸ ἔ­χουν.

Οἱ δύ­ο εὐ­ερ­γέ­τες Τε­λω­νί­δης καὶ Σκου­τέ­ρης, ἀλ­λὰ καὶ ὁ ἀ­γὰς Ἀ­μὲτ Μποσ­νά­κο­γλου, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νῆ­κε ἕ­να μι­κρὸ τμῆ­μα τοῦ τσι­φλι­κιοῦ, πα­ρε­χώ­ρη­σαν τὸ κτῆ­μα τους στὸν μη­τρο­πο­λι­τι­κὸ να­ὸ Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου Κο­μο­τη­νῆς. Τὸ βέ­βαι­α πάν­τως εἶ­ναι ὅ­τι μέ­χρι τὸ ἔ­τος 1907 δὲν εἶ­χε ἀ­νε­γερ­θεῖ τὸ πο­λὺ μι­κρὸ πα­ρεκ­κλή­σιο τῆς Πα­να­γί­ας ποὺ βλέ­που­με σή­με­ρα στὸ ση­μεῖ­ο ὅ­που εὑ­ρέ­θη, ἐν­τός τοῦ νῦν ἀμ­πε­λουρ­γι­κοῦ σταθ­μοῦ, ἡ θαυ­μα­τουρ­γὴ εἰ­κό­να. Θὰ πρέ­πει, μὲ κά­θε ἐ­πι­φύ­λα­ξη νὰ ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι τὸ μι­κρὸ πα­ρεκ­κλή­σιο νὰ ἀ­νη­γέρ­θη στὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα 1910-1912, πρὶν δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴν Βουλ­γα­ρι­κὴ κα­το­χή τοῦ τό­τε Κα­ζὰ Γκου­μουλ­τζί­νας. Τὸ μι­κρὸ ἐ­κεῖ­νο πα­ρεκ­κλή­σιο ἀ­να­και­νί­στη­κε τὸ 1994 καὶ σή­με­ρα ὑ­πάρ­χει πα­νέ­μορ­φο μὲ τὸν ὀ­νο­μα­σί­α «Πα­να­γιὰ τῶν Ρό­δων» γιὰ νὰ μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τὸ ση­μεῖ­ο εὑ­ρέ­σε­ως τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς καὶ θαυ­μα­τουρ­γοῦ εἰ­κό­νος τῆς Πα­να­γί­ας Φα­νε­ρω­μέ­νης.

Ὁ Μη­τρο­πο­λι­τι­κὸς Να­ὸς καὶ ἡ ἐ­πι­τρο­πὴ ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ως προ­σφύ­γων ποὺ εἶ­χε τὴν ἕ­δρα της στὴν Κο­μο­τη­νὴ προ­σφέ­ρουν χρή­μα­τα καὶ στὰ 1930 στὸ νέ­ο ση­μεῖ­ο τῆς ἔ­κτα­σης ποὺ πα­ρα­χώ­ρη­σε τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος ὁ τό­τε ἀ­εί­μνη­στος με­γά­λος Μη­τρο­πο­λί­της Μα­ρω­νεί­ας καὶ Θά­σου Ἄν­θι­μος ὁ Δ΄ κτί­ζει ἕ­να μι­κρὸ να­ΐ­σκο. Στὴ συ­νέ­χεια ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Τι­μό­θε­ος (1957-1974) ἀ­πο­φα­σί­ζει ἡ εἰ­κό­να νὰ μὴν βρί­σκε­ται στὸν Μη­τρο­πο­λι­τι­κὸ Να­ὸ τῆς Κο­μο­τη­νῆς, ἀλ­λὰ νὰ με­τα­φερ­θεῖ στὸν φυ­σι­κό της χῶ­ρο. Στὶς 3 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1955 ἐγ­κα­θί­στα­ται ἡ εἰ­κό­να ἀ­πὸ τὸν Μη­τρο­πο­λι­τι­κὸ Να­ὸ τῆς Πα­να­γί­ας στὴ ση­με­ρι­νὴ μο­νὴ Πα­να­γί­ας Φα­νε­ρω­μέ­νης Βα­θυρ­ρύ­α­κος μὲ εἰ­δι­κὴ τε­λε­τή. Ἀ­πὸ τό­τε ξε­κι­νᾶ ἡ ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση τῆς Μο­νῆς. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ καὶ πέ­ρα τὸ 1960-1962 ἔ­γι­νε ἡ ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῶν κελ­λι­ῶν ποὺ ξε­κί­νη­σε τὸ 1958 καὶ τὸ 1971 κτί­σθη­κε τὸ κω­δω­νο­στά­σιο. Ἀρ­χι­κὰ (1957) λει­τούρ­γη­σε ὡς ἀν­δρι­κὸ μο­να­στή­ρι καὶ ἀρ­γό­τε­ρα τὸ 1960 γυ­ναι­κεῖ­α μο­νή. Τὸ 1969 ἔ­γι­νε καὶ πά­λι ἀν­δρῲ­α μο­νή. Τὸ 1970 ἔ­γι­νε τὸ μαρ­μά­ρι­νο θρο­νὶ ποὺ βρί­σκε­ται ἡ Πα­να­γιὰ ἀ­πὸ τὴ δω­ρε­ὰ τῆς Χρι­στί­νας Μου­ρί­κη στὴ μνή­μη τοῦ συ­ζύ­γου της Ἀ­να­στα­σί­ου καὶ τὸ 1971 ἐγ­και­νι­ά­στη­κε τὸ πα­ρεκ­κλή­σι τῆς Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς.
   Ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο ποὺ θὰ ἤ­θε­λα νὰ πῶ εἶ­ναι ὅ­τι συγ­χέ­ει ὁ κό­σμος τὴν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας Φα­νε­ρω­μέ­νης μὲ τὴν εἰ­κό­να ποὺ βρί­σκε­ται στὸ πα­ρεκ­κλή­σιο τοῦ Ἀμ­πε­λουρ­γι­κοῦ Σταθ­μοῦ. Ἀ­να­φέ­ρουν ἐ­σφαλ­μέ­να ὅ­τι, ὅ­ταν τὴν ἔ­παιρ­ναν ἀ­πὸ τὸν Μη­τρο­πο­λι­τι­κὸ Να­ὸ καὶ τὴν πή­γαι­ναν στὸ Μο­να­στή­ρι, ἡ εἰ­κό­να γύ­ρι­ζε πί­σω. Δὲν εἶ­ναι ἡ εἰ­κό­να τῆς Φα­νε­ρω­μέ­νης ποὺ γύ­ρι­ζε πί­σω, ἀλ­λὰ ἡ εἰ­κό­να ποὺ βρί­σκε­ται ἐν­τός τοῦ Ἀμ­πε­λουρ­γι­κοῦ Σταθ­μοῦ στὸ μι­κρὸ πα­ρεκ­κλή­σι. Ἡ θαυ­μα­τουρ­γὴ εἰ­κό­να ἀ­πὸ τὸ 1955 ποὺ ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὸ νέ­ο μο­να­στή­ρι δὲν με­τα­κι­νή­θη­κε. Ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γιᾶς ποὺ γύ­ρι­ζε πί­σω εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ βρί­σκε­ται στὸ προ­σκυ­νη­τά­ρι μέ­σα στὸν Ἀμ­πε­λουρ­γι­κὸ σταθ­μὸ ἡ Πα­να­γί­α τῶν Ρό­δων. Αὐ­τὴ ὄν­τως προ­σπά­θη­σαν νὰ τὴν πά­ρουν ἀ­πὸ τὸ πα­ρεκ­κλή­σιο καὶ νὰ τὴν το­πο­θε­τή­σουν στὸ νέ­ο μο­να­στή­ρι. Μέ­ρα τὴν πή­γαι­ναν καὶ τὴ νύ­χτα ἕ­να φῶς ἔ­φευ­γε ἀ­πὸ τὸ μο­να­στή­ρι καὶ κα­τευ­θύ­νον­ταν στὸν Ἀμ­πε­λουρ­γι­κὸ Σταθ­μό. Τὸ πρωΐ ἔ­βρι­σκαν τὴν εἰ­κό­να στὸ μι­κρὸ πα­ρεκ­κλή­σι. Τρεῖς φο­ρὲς ἔ­γι­νε αὐ­τό, ὥ­σπου ὁ Μα­ρω­νεί­ας Τι­μό­θε­ος εἶ­πε ὅ­τι ἡ Πα­να­γί­α τῶν Ρό­δων «ἐ­δῶ θέ­λει νὰ μεί­νει. Ἂς τὴν ἀ­φή­σου­με στὸ μι­κρὸ πα­ρεκ­κλή­σι, για­τί δὲν ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ ἀλ­λά­ξει τὸν τό­πο της. Καὶ μέ­χρι σή­με­ρα πα­ρα­μέ­νει ἐ­κεῖ στὸ προ­σκυ­νη­τά­ρι στὸ ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ Ἀμ­πε­λουρ­γι­κοῦ Σταθ­μοῦ ποὺ οἱ γι­α­γιᾶ­δες τῆς Αἰ­γεί­ρου τὸ πα­ρο­μοί­α­ζαν πρὶν ἀ­να­και­νι­σθεῖ μὲ μι­κρὸ φοῦρ­νο. Σὲ αὐ­τὸ τὸ μι­κρὸ φοῦρ­νο σώ­ζε­ται ἡ Πα­να­γιὰ τῶν Ρό­δων μί­α μι­κρὴ φο­ρη­τὴ εἰ­κό­να. Ἐ­κεῖ ποὺ βρέ­θη­κε ἡ Φα­νε­ρω­μέ­νη».