ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

 

Φίλιππου Ἰ. Καρυπίδη

Καθηγητῆ Ἀλεξάνδρειου ΤΕΙ Θεσσαλονίκης

 

 

 

Εἰσαγωγή

 

      Γιά πολλές προχριστιανικές, ἀλλά καί σύγχρονες, μή μονοθεϊστικές κοινωνίες, τά στοιχεῖα τοῦ φυσικοῦ κόσμου ἔχουν συνείδηση. Ἡ φύση θεωρεῖται θεϊκή καί ἡ συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων ἐκδηλώνεται στό πλαίσιο μιᾶς διευρυμένης ἠθικῆς ὑπευθυνότητας πού βλέπει τά ὄντα νά ἔχουν μιά ἱερή ποιότητα. Ἔτσι, κατά τή συγκριτική θρησκειολογία, ὁ πολυθεϊσμός ἐκφράζει τό σύνολο τῶν πολύπλοκων οἰκοσυστημικῶν ἐλέγχων καί ἰσορροπιῶν(ἀκατανόητη πρόταση), ὅπου ἀνήκει καί ὁ ἄνθρωπος. Στόν Χριστιανισμό, ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ τά φυσικά ἀντικείμενα δέν εἶναι θεοί οὔτε ἔχουν ψυχές. Ἔτσι, ἀπαλείφονται οἱ ἀναστολές πού ὑπῆρχαν, ὅταν θεωροῦνταν ὅτι τά φυσικά ἀντικείμενα ἔχουν ψυχή, ὀργίζονται, πονοῦν, διαμαρτύρονται, λυποῦνται, ἤ καί τιμωροῦν τούς ἱερόσυλους πού τά προσβάλλουν.

      Κατά μία ἄποψη, ἡ μετάβαση σέ μία ἀνθρωποκεντρική λογική σέ συνδυασμό μέ τά ἐργαλεῖα πού παρέχει ἡ ἐπιστήμη, κάνουν τόν δυτικό πολιτισμό ἕνα ἀξιακό μόρφωμα πού ὁδηγεῖ στήν ἐκμετάλλευση τῆς φύσης. Ὑπάρχουν ἀρκετά ἐρείσματα γιά τήν ἄποψη αὐτή πού ἐνισχύθηκαν ἀπό τίς θέσεις κάποιων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων ὑπέρ τῆς ἀνωτερότητας τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ θεόδοτου δικαιώματος νά δυναστεύσει στόν φυσικό κόσμο. Ἡ ἄποψη ὅμως αὐτή θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ ὡς ὑπερβολική, ἀφοῦ ἱστορικές μαρτυρίες δείχνουν ὅτι ἡ συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων ἔχει ὁδηγήσει σέ μεγάλες περιβαλλοντικές καταστροφές καί στήν προχριστιανική ἐποχή. Τέτοια παραδείγματα εἶναι ἡ ἐξάλειψη εἰδῶν ζώων κατά τήν πλειστόκαινο περίοδο, ἡ ἀποδάσωση ἐκτάσεων στήν Κίνα ἀπό ὀπαδούς τοῦ Κομφούκιου, ἡ καταξύλευση τῆς Ἀττικῆς ἀπό τούς ἀρχαίους Ἀθηναίους, ἐνῷ ἀνάλογα παραδείγματα βρέθηκαν γιά τούς Φοίνικες στό Λίβανο καί γιά τούς βουδιστές στό Νεπάλ.

 

Ἡ πορεία πρός τήν προφητική κοσμολογία

 

      Κάνοντας μία συνοπτική ἀναδρομή στήν ἱστορία διαπιστώνεται ὅτι ὁ Χριστιανισμός πῆρε μορφή στά πλαίσια δυό πολιτισμῶν πού ἐπικράτησαν: τοῦ ἰουδαϊκοῦ ἤ σιμιτικοῦ καί τοῦ ἑλληνικοῦ. Οἱ ἱστορικοί συμφωνοῦν ὅτι ἡ ἰουδαϊκή νοοτροπία ἔτεινε νά βλέπει τόν Θεό νά ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπό τίς ἐνέργειές του στήν πορεία τῆς ἱστορίας. Ἡ φύση παίζει δευτερεύοντα ρόλο σέ αὐτή τήν ἀποκάλυψη καί ὁ ρόλος τῆς ἀπορρίπτεται μπροστά στόν φόβο τῆς εἰδωλολατρίας. Ἔτσι, ἡ προφητική παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία ἀποκτᾶ προτεραιότητα ἀπέναντι στά κοσμολογικά ἐνδιαφέροντα ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ στή φύση ἀπό ἄλλους λαούς.

      Στόν ἑλληνικό ὅμως πολιτισμό, ἀποδίδεται μικρότερη σημασία στήν παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία ἑνός λαοῦ καί μεγαλύτερη σημασία στή φύση πού πρόσφερε τήν αἴσθηση τῆς ἀσφάλειας στούς ἀνθρώπους. Ἡ κοσμολογία ἦταν τό ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων πού ἔβλεπαν τόν Θεό παρόντα στόν κόσμο καί ρυθμιστή, μέ τούς νόμους του, τήν κυκλική κίνηση καί τή φυσική ἀναπαραγωγή. Ἀπό αὐτήν τή λατρεία δέν ἀποστασιοποιήθηκαν οὔτε τά καλλιεργημένα καί δημιουργικά πνεύματα, ὅπως ὁ Ἀριστοτέλης. Ἀλλά καί ὁ Πλάτων ὁ θεολόγος τῆς κλασσικῆς Ἑλλάδας, δέν προχώρησε πιό πέρα ἀπό τό νά δεῖ ἕναν Θεό δημιουργό πού θά μποροῦσε νά εἶναι ἕνας καλλιτέχνης δημιουργός τοῦ σύμπαντος ἀπό τήν προϋπάρχουσα ὕλη, τόν χῶρο καί τίς ἰδέες.

      Ἡ σύγκριση ἀνάμεσα στήν ἰουδαϊκή καί ἑλληνική θέση ἀπέναντι στή φύση ὁδηγεῖ κάτ ἀρχήν στό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἰουδαϊκή θέση ὑστερεῖ σέ κοσμολογικό ἐνδιαφέρον, ἐνῷ ἡ ἑλληνική σέ προφητικό. Στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη ὅμως, καθώς καί σέ ἄλλα κείμενα ( Ρωμ. η, 22), «βλέπεται τό τέλος» γιά τόν φυσικό κόσμο καί τοποθετεῖται ἡ ὀπτική γωνία τῆς ἐσχατολογίας, τῆς τελικῆς πράξης τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία. Ἔτσι, εἰσάγεται ἡ κοσμολογική προφητεία πού σημαδεύει μία νέα προσέγγιση στή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τή φύση.

      Στόν ἑλληνικό πολιτισμό, ὁ κόσμος εἶναι μία πραγματικότητα πού κλείνει μέσα της πολλή ἐνέργεια, ὥστε νά μπορεῖ νά ζήσει γιά πάντα (τό σύμπαν εἶναι αἰώνιο). Γιά τόν ἰουδαϊκό, εἶναι ἕνα γεγονός, ἕνα δῶρο, πού πρέπει νά ἀναφέρεται διαρκῶς στόν δημιουργό Του γιά νά μπορέσει νά ζήσει. Ἡ πρώτη ἐκκλησία ἔχει νά συνδυάσει τήν ἄποψη πού ἐμπιστεύεται τή φύση γί αὐτό πού εἶναι, γιά τή λογικότητα, τόν λόγο καί τήν αἰτία, μέ τήν ἄποψη πού θεωρεῖ τή φύση δῶρο καί γεγονός ἐξαρτημένο διαρκῶς ἀπό τό Δημιουργό καί Δοτήρα Του. Ἀπό τόν συνδυασμό αὐτό, ὁ ἀρχαῖος Χριστιανισμός ἀναπτύσσει τήν εὐχαριστιακή κοσμολογία πού θεωρεῖ τόν κόσμο πεπερασμένο καί ὑποκείμενο σέ περιορισμούς ἀπό τή φύση του –ἄξιο ὅμως νά ἐπιζήσει καί νά ἐπιστρέψει στόν Δημιουργό Του. Ἔτσι, ἐνῷ κατά τόν ἑλληνικό τρόπο σκέψης, ὁ καλός καί ὄμορφος κόσμος ἔχει κεντρική θέση στή συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, στή χριστιανική ἀντίληψη ὅλα ἐξαρτῶνται διαρκῶς ἀπό τό γεγονός τῆς ἀναφορᾶς σέ ὅ,τι δέν εἶναι κόσμος ἤ φύση, δηλαδή στόν Θεό. Αὐτό παρατηρεῖται στίς πρῶτες εὐχαριστιακές εὐχές τῆς Ἐκκλησίας πού περιλαμβάνουν τήν εὐλογία τῶν καρπῶν τῆς γῆς, μέ τρόπο πού ἐκφράζεται ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς πίστης στή σωτηρία τῆς Δημιουργίας καί τῆς φύσης.

 

Σύγκλιση ἀντί γιά ἀντιπαλότητα

 

      Ἀπό τά παραπάνω προκύπτει ὅτι ἡ σύνθεση τῆς ἑλληνικῆς μέ τήν ἑβραϊκή σκέψη στό ἔδαφος τοῦ Χριστιανισμοῦ ὁδηγεῖ στήν πίστη ὅτι ὁ κόσμος δέν εἶναι μία αὐτονόητη πραγματικότητα ἀλλά ἕνα γεγονός πού χάρη στήν ἀναφορά στόν αἰώνιο καί ἄφθαρτο Δημιουργό ἀποκτᾶ μονιμότητα καί θά ἐπιζήσει. Ἐδῶ ἐμφανίζεται καί ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου -τοῦ μόνου πού μπορεῖ νά φέρει τόν κόσμο στόν Δημιουργό του καί νά γίνει ἱερέας τῆς Δημιουργίας. Ἔτσι, ἐνῷ στήν εἰδωλολατρική πίστη ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου πηγάζει ἀπό τήν πίστη στήν αἰωνιότητα τοῦ κόσμου καί στήν ἀναπόφευκτη ἀναπαραγωγή του, στή χριστιανική κοσμολογία ὁ κόσμος εἶναι ἐξαρτημένος καί ἔχει ἐγγύηση σωτηρίας μόνο ἄν βρίσκεται σέ συνεχῆ κοινωνία μέ ὅ,τι δέν εἶναι κατά φύσιν κόσμος, μέ τόν Θεό. Μέ τήν ἔννοια αὐτή, ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ζήσει ὁ κόσμος εἶναι μεγάλη.

      Ἡ εἰκόνα τοῦ σύμπαντος, κατά τήν Γένεση, ὅπως διευρύνεται ἀπό τό Μ. Βασίλειο (370 μ.Χ.), μᾶς βυθίζει σέ ἕνα «ἐνεργειακό πλέγμα», ὅπου ὅλα εἶναι σχέσεις ἤ ἐνεργούμενα συμβάντα ἤ συμβαίνοντα. Ἡ ἄκτιστη θεϊκή ἐνέργεια οὐσιώνει κάθε κτιστή ἐνέργεια τῆς συμπαντικῆς πραγματικότητας. Ἔτσι, σμίγει ἁρμονικά ἡ θεόπνευστη ζωή μέ τήν ἐπιστημονική ἔρευνα, ὥστε νά παρέχεται μία εἰκόνα ἀπαράμιλλης ὀμορφιᾶς. Στόν ἑλληνόφωνο ἀνατολικό χριστιανισμό ἰσχύει μία παράδοση διαφορετική ἀπό τή δυτική ἐκκλησία. Ἀντί γιά τό θεολογικό σχῆμα «φυσικό –ὑπερφυσικό» κυριαρχεῖ τό σχῆμα «κτιστό – ἄκτιστο». Μεταξύ τοῦ κτιστοῦ καί ἄκτιστου πού εἶναι ἐντελῶς ἀνόμοια μεταξύ τους, ὑπάρχει μία διαλεκτική σχέση. Τό κτιστό, πού εἶναι ἡ δημιουργία, ὀφείλει τήν ὕπαρξή του στό ἄκτιστο, πού εἶναι ὁ Δημιουργός, καί καλεῖται νά προσομοιάσει πρός αὐτό χωρίς νά ταυτίζεται καί νά ἐξισώνεται μαζί Του. Ἔτσι, ἐπέρχεται ἡ σύγκλιση Δημιουργίας καί Ἐξέλιξης ἀντί γιά τή ρήξη καί τήν ἀντιπαλότητα κοσμικῆς καί θρησκευτικῆς θέσης.

 

Ἐκκλησιαστική παράδοση καί χριστιανικό βίωμα

 

      Στήν ἀρχαία ἐμπειρία τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας, ἡ Λειτουργία ἀποσκοπεῖ στή συμμετοχή τῶν προσευχόμενων στό γεγονός τῆς κοινωνίας μέ τά ἄλλα μέλη τῆς λατρευτικῆς κοινότητας καί μέ τό ὑλικό πλαίσιο ἀναφορᾶς. Ἀπευθύνεται σέ ὅλες τίς αἰσθήσεις μέσα στό λειτουργικό γεγονός, ἐνῷ ὁρισμένες προσευχές τοποθετοῦν τή Λειτουργία στήν καρδιά τῆς Δημιουργίας. Οἱ ἀρχαῖες Λειτουργίες ἔχουν ὡς κέντρο τους τήν ἀναφορά τῶν δώρων τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου στόν Δημιουργό Πατέρα. Ἔτσι, ἡ προσοχή ἐπικεντρώνεται στήν πράξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἱερέα τῆς Δημιουργίας, καθώς καί στήν πράξη τοῦ Θεοῦ πού στέλνει τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά μεταβάλει τά προσφερόμενα Δῶρα σέ Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ εὐχαριστιακή Ἀκολουθία πού ὀνομάζονταν Ἀναφορά ἤ Εὐχαριστία, ἔχει σχέση μέ τήν ἱερατική πράξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἐκπροσώπου ὅλης της δημιουργίας.

       Πέρα ἀπό τό πλαίσιο αὐτό, ὁ Χριστός, οἱ Ἅγιοι, οἱ Ἀπόστολοι πέρασαν τή ζωή τούς ἀσκητικά, δρόμος πού θεωρεῖται ὡς λύση γιά τό οἰκολογικό πρόβλημα. Ἀντίθετα ἀπό τήν ἐπικρατοῦσα ἄποψη, ὁ ἀσκητισμός δέν εἶναι ταυτισμένος μέ ἄρνηση ἤ περιφρόνηση τῆς ὕλης καί τοῦ κόσμου, μέ ἐξαίρεση ὁρισμένες τάσεις στόν ἀρχαῖο μοναχισμό, ἀλλά εἶναι μία ὑπέρβαση τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἱστορίες μέ ἀσκητές πού ζοῦν ἁρμονικά μέ τά ἄγρια θηρία ἤ πού κλαῖνε γιά τό θάνατο τῶν πουλιῶν, σέ συνδυασμό μέ τίς ἐμπειρίες μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καταρρίπτουν μία τέτοια ἐκδοχή. Συναντᾶς μοναχούς πού συνυπάρχουν εἰρηνικά μέ τά ἑρπετά καί λειτουργοῦν καθημερινά μέσα στό φυσικό περιβάλλον μέ λιτό καί φυσικό τρόπο πού δέν θίγει τίς εὐαίσθητες οἰκολογικές ἰσορροπίες. Οἱ οἰκολογικές πρακτικές, ἡ κοινοβιακή διάσταση μιᾶς αὐτάρκους συμβιωτικῆς συνύπαρξης, ἡ καλογηρική μαγειρική, εἶναι μερικές πρακτικές μέ ἰδιαίτερη οἰκολογική ἀξία.

      Ὅπως καί ἄλλες θρησκεῖες τοῦ κόσμου, ὁ Χριστιανισμός ἐπαναφέρει τίς ἀντιλήψεις περί λιτῆς ζωῆς καί, ἀσκώντας κριτική στόν σύγχρονο καταναλωτικό φαινόμενο, δημιουργεῖ ἕνα πεδίο σύγκλισης μέ τήν οἰκολογική προσέγγιση. Στά πλαίσια αὐτά, μπορεῖ νά ἐνταχθεῖ καί ἡ δραστηριότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τόσο σέ ἐπίπεδο οὐσιαστικοῦ οἰκολογικοῦ προβληματισμοῦ, Ὅσο καί μέ συγκεκριμένες οἰκολογικές πρωτοβουλίες. Καταληκτικά, διαπιστώνεται ὅτι στήν ὀρθόδοξη παράδοση ὑπάρχουν στοιχεῖα μιᾶς εἰλικρινοῦς, βαθειᾶς καί βιωματικῆς σχέσης μέ τόν φυσικό χῶρο. Ἡ συνεισφορά τῆς ἐκκλησίας συνίσταται: α) στό ὅτι προσφέρει μία δυναμική προσέγγιση γιά τό θέμα τῆς ἐξέλιξης τοῦ κόσμου, β) στό πώς ἐπηρεάζει τούς πιστούς ὠθώντας σέ μία οἰκολογική συμπεριφορά, καί γ) στόν τρόπο πού διαχειρίζεται τόν φυσικό χῶρο πού ἔχει στήν ἰδιοκτησία της. Ἀναφορικά μέ τό τελευταῖο, φαίνεται ὅτι σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, δέν μπορεῖ νά καταρριφθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστική ζωή δυσκολεύεται νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό ὅλες τίς ἐπιβαρυντικές γιά τό περιβάλλον πρακτικές πού δέν συμβαδίζουν μέ τήν ὀρθόδοξη, βαθειά οἰκολογική, παράδοση.

 

Βιβλιογραφία

 

Ἀγουρίδης, Σ. Ἡ Ἔννοια τῆς Καταστροφικῆς Διαδικασίας στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, σέλ. 67-78, ἀπό Νάντσου, Θ. καί Κουρουζίδης, Μ. (ἐπιμ.) Οἰκολογία καί Ἐκκλησία, Εὐώνυμος Οἰκολογική Βιβλιοθήκη Ἠλίβατον, Ἀθήνα.

Γεωργόπουλος, Ἀ. 2002. Περιβαλλοντική Ἠθική, Gutenberg, Ἀθήνα.

Κουρουζίδης, Μ. 1999. Οἰκολογία καί Ἐκκλησία ἀπό τή σύγκρουση στό διάλογο, σελ. 15-27, ἀπό Νάντσου, Θ. καί Κουρουζίδης, Μ. (ἐπιμ.) Οἰκολογία καί Ἐκκλησία, Εὐώνυμος Οἰκολογική Βιβλιοθήκη Ἠλίβατον, Ἀθήνα.

Ζηζιούλας Ἰ. 1999. Τό Οἰκολογικό Πρόβλημα καί ἡ Εὐθύνη τῆς Θεολογίας, σέλ. 41-57, ἀπό Νάντσου, Θ. καί Κουρουζίδης, Μ. (ἐπιμ.) Οἰκολογία καί Ἐκκλησία, Εὐώνυμος Οἰκολογική Βιβλιοθήκη Ἠλίβατον, Ἀθήνα.

Ματσούκας, Ν. 1999. Οἱ Οἰκολογικές Διαστάσεις στίς Ὁμιλίες τοῦ Ἑξαήμερου τοῦ Μ. Βασιλείου, σελ. 58-66, ἀπό Νάντσου, Θ. καί Κουρουζίδης, Μ. (ἐπιμ.) Οἰκολογία καί Ἐκκλησία, Εὐώνυμος Οἰκολογική Βιβλιοθήκη Ἠλίβατον, Ἀθήνα.

Νάντσιου Θ. 1999. Ἡ Σημασία τῆς Οἰκολογικῆς Δραστηριότητας τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 104-116, ἀπό Νάντσου, Θ. καί Κουρουζίδης, Μ. (ἐπιμ.) Οἰκολογία καί Ἐκκλησία, Εὐώνυμος Οἰκολογική Βιβλιοθήκη Ἠλίβατον, Ἀθήνα.

Μπέγζος, Μ. 1999. Δημιουργία ἤ/καί Ἐξέλιξη, σέλ. 28-40, ἀπό Νάντσου, Θ. καί Κουρουζίδης, Μ. (ἐπιμ.) Οἰκολογία καί Ἐκκλησία, Εὐώνυμος Οἰκολογική Βιβλιοθήκη Ἠλίβατον, Ἀθήνα.

 

 

 

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Γ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2010