ΟΤΑΝ Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΥΝΑΝΤΑΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ «ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ»

GEFYRI

δρος Σπυρίδωνος Κουρῆ

Πολιτικοῦ Μηχανικοῦ

Κάθε κτύπος ἀπὸ τὸ ρολόι τῆς καρδιᾶς τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἀποτελεῖ μία ὑπενθύμιση γιὰ τὸ προσωρινὸ αὐτῆς τῆς ζωῆς, τῆς ἐπίγειας αὐτῆς ζωῆς ποὺ ἀπο-

τελεῖ μίαν ἀνεπανάληπτη στιγμὴ στὴν αἰωνιότητα. Κτυπῶντας μέσα μου αὐτὸ τὸ ρολόι, δίνοντάς μου παλμὸ νὰ βιώνω τὴν πορεία μου πρὸς τὸ μέλλον, αἰσθά-νομαι τὴν ἀνάγκη νὰ σταθῶ καὶ νὰ ἀτε-νίσω λίγο πρὸς τὸ παρελθόν. Ἕνα βαρὺ παρελθὸν γραμμένο μὲ ἔνδοξες σελίδες, ποὺ ἐμεῖς οἱ Νεοέλληνες κουβαλᾶμε μέσα μας ὡς παρακαταθήκη. Δὲν αἰσθάνομαι ἱκανὸς νὰ ἐξυμνήσω τὴν πίστη, τὸν ἡρωισμὸ καὶ τὸ πνευματικὸ ὑπόβαθρο τῶν πατέρων μας, θὰ σταθῶ ὅμως στὶς κατασκευὲς ποὺ μᾶς ἄφησαν καὶ μάλιστα στὶς πιὸ ταπεινές! Δὲν θὰ περιγράψω ἀρχαίους ναούς, μεγαλοπρεπεῖς βυζαντινὲς ἐκκλησίες, κάστρα, φρούρια καὶ ἀρχοντικά. Θὰ σταθῶ στὰ ζοφερὰ χρόνια, τότε ποὺ ὁ λαός μας στέναζε κάτω ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ θὰ ἀναφερθῶ στὰ πέτρινα γεφύρια τῆς Ἑλλάδας.

Στὰ γεφύρια αὐτὰ ποὺ σήμερα ἀποτελοῦν μνημεῖα τῆς παγκόσμιας ἱστορίας καὶ ποὺ δὲν κατασκευάστηκαν ὑπὸ ὁδηγίες ἔμπειρων μηχανικῶν καὶ ἱκανῶν ἀρχιτεκτόνων, ἀλλὰ μὲ τὴ διαίσθηση καὶ ἀντίληψη ἁπλῶν ἀνθρώπων ὀλιγογράμματων, φανερώνοντας ἔτσι ὅτι ὁ λαός μας εἶναι ἱκανὸς νὰ μεγαλουργήσει καὶ νὰ ἀφήσει μνημεῖα παγκόσμιας ἐμβέλειας καὶ πολιτισμοῦ ἀνεξάρτητα ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες καὶ περιστάσεις βρίσκεται. Ἴσως αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ πιὸ ἐπίκαιρο μήνυμα σήμερα ποὺ τὸ ἔθνος μας δίνει ἕναν ἀγῶνα ἐπιβίωσης.

Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε πῶς κατασκευάστηκαν τὰ πέτρινα γεφύρια καὶ νὰ μὴν τὰ προσπεράσουμε ἐπιφανειακά, πρέπει νὰ τὰ νιώσουμε, νὰ τὰ αἰσθανθοῦμε, νὰ τὰ ἀφουγκραστοῦμε καὶ νὰ τὰ ἀγγίξουμε. Μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνονται ἄψυχα κτίσματα, ἐντούτοις ὅμως ἑκατοντάδες ψυχὲς ἀγωνίστηκαν γιὰ τὴν κατασκευή τους. Πρέπει λοιπὸν νὰ κάνουμε ἕνα τα-ξίδι στὸ παρελθὸν καὶ νὰ μεταφερθοῦμε στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα, στὰ μαστορω χώρια τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς δυτικῆς Μακεδονίας. Κάπου στὰ μέσα τῆς ἄνοιξης, λίγο μετὰ τὸ Πάσχα ὅταν οἱ προετοιμασίες ἦταν πυρετώδεις, διότι τὰ μπουλούκια ἀπὸ τοὺς μαστόρους ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴν ἀναχώρηση. Θὰ ἐπέστρεφαν τὸ φθινόπωρο καὶ ἡ συγκίνηση ἦταν ἔκδηλη. Οἱ γυναῖκες ἑτοιμάζανε τὴν παραδοσιακὴ χορτόπιτα ποὺ θὰ ἔπαιρναν στὸ δισάκι τους οἱ ἄντρες γιὰ τὶς πρῶτες μέρες τοῦ ταξιδιοῦ, ἐνῷ αὐτοὶ καθαρίζανε τὰ ἐργαλεῖα τους καὶ ἑτοιμάζανε τὰ μουλάρια γιὰ τὴν ἀναχώρηση. Οἱ ἱερεῖς τοῦ χωριοῦ εἶχαν ἤδη ἐνημερωθεῖ γιὰ τὰ σπίτια ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εὐλογήσουν καὶ ὅλοι οἱ συγγενεῖς εἶχαν καταφθάσει ἀπὸ νωρὶς γιὰ νὰ συμμετάσχουν στὴν προσευχή, στὸ ἀποχαιρετιστήριο τραπέζι καὶ στὸ καλὸ ξεπροβόδισμα τοῦ μπουλουκιοῦ. Σύμφωνα μὲ τὴ λαϊκὴ παράδοση σὲ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ σπίτια ὑπῆρχε στὸ κατώφλι του, ἕνα ἀναμμένο θυμιατὸ γιὰ νὰ διώξει τοὺς δαίμονες ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ μπουλουκιοῦ. Τὰ μπουλούκια εἶχαν συγκεκριμένη δομὴ καὶ ἱεραρχία. Ἀνώτερος ὅλων ἦταν ὁ πρωτομάστορας καὶ ἀκολουθοῦσαν οἱ μάστορες, οἱ βοηθοὶ τῶν μαστόρων καὶ τὰ μαστορόπουλα. Ἡ ζωή τους εἶχε κοινοβιακὸ χαρακτῆρα καὶ τὴν ἀμοιβὴ τοῦ καθενὸς τὴν καθόριζε ὁ πρωτομάστορας ἀνάλογα μὲ τὴν ἀξία του. Ὁ πρωτομάστορας εἶχε ἐπίσης τὴ γενικὴ ἐποπτεία τοῦ ἔργου. Οἱ μάστορες πελεκοῦσαν τὶς πέτρες καὶ ἔκτιζαν, οἱ βοηθοὶ τῶν μαστόρων ἐφτίαχναν τὴ λάσπη, τὸ συνδετικὸ κονίαμα τῆς λιθοδομῆς καὶ τὰ μαστορόπουλα μετέφεραν μὲ τὰ ζῶα τὶς πέτρες, τὴν ἄμμο, τὸ νερὸ καὶ ὅ,τι ἄλλο χρειάζονταν οἱ κτίστες. Ἐπίσης τὰ μαστορόπουλα ἀναλάμβαναν καὶ ἄλλα «θελήματα», ὅπως τὸ πλύσιμο, τὸ μαγείρεμα κ.τ.λ.

Ὅταν ἔφθαναν στὴν περιοχὴ τοῦ ἔργου ὁ πρωτομάστορας μαζὶ μὲ τοὺς πρόκριτους ἀπὸ τὰ γύρω χωριὰ ἐρευνοῦσαν τὸ ποτάμι, τὸ «περπατοῦσαν» καὶ καθόριζαν τὸ σημεῖο ὅπου γινόταν ἡ γεφύρωση.

Ἐπέλεγαν τὸ σημεῖο τὸ ὁποῖο συνδύαζε στενὴ κοίτη τοῦ ποταμοῦ καὶ κατάλληλο ὑλικὸ ἕδρασης (βραχῶδες ὑλικὸ) γιὰ τὰ ἀκρόβαθρα τῆς γέφυρας. Στὴ συνέχεια ἐντόπιζαν καὶ δημιουργοῦσαν τὸ «νταμάρι», τὴν περιοχὴ ὁποὺ θὰ τροφοδοτοῦσε τὸ ἔργο μὲ τὰ κατάλληλα λιθοσώματα. Στὶς φέρουσες λιθοδομὲς τῶν γεφυρῶν τὰ ἀκρόβαθρα καὶ τὰ μεσοβάθρα τῶν γεφυρῶν ἀποτελοῦνταν ἀπὸ μεγάλους λαξευμένους λίθους οἱ ὁποῖοι εἶχαν πελεκηθεῖ μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια, ἐνῷ τὰ τόξα ἀπὸ ἡμιλαξευμένους λίθους. Τὸ κονίαμα δόμησης ἦταν συνήθως ἀσβεστοκονίαμα-πηλοκονίαμα, ἐνῷ προσθέτανε καὶ ἄλλα συστατικὰ (π.χ. ζεστὸ θειάφι) γιὰ νὰ «δέσει» ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγανε. Τὰ γεφύρια ποὺ κατασκευάζονταν ἦταν τοξοτὲς γέφυρες ἀπὸ φέρουσα λιθοδομή. Τὸ κύριο χαρακτηριστικό του τόξου εἶναι ἡ μεταφορὰ τῶν κατακόρυφων φορτίων μέσῳ δράσεων θόλου. Ἡ εἰσαγωγή, ἀξιοποίηση καὶ καθιέρωση τοῦ τόξου στὶς κατασκευὲς ἔγινε κυρίως ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους. Γιὰ νὰ γίνει πιὸ κατανοητὴ στὸν ἀναγνώστη ἡ στατικὴ λειτουργία τοῦ τόξου καὶ ἡ συμβολή του στὶς κατασκευές, θὰ ἀναφέρω τὸ ἑξῆς ἁπλὸ παράδειγμα. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι κρατᾶμε μὲ τὰ χέρια μας τὶς δύο ἄκρες μιᾶς ἁλυσίδας ποὺ δὲν εἶναι τεντωμένη, παρατηροῦμε τότε ὅτι ἡ ἁλυσίδα ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ ἰδίου βάρους της λαμβάνει καμπύλο σχῆμα σὰν ἡμικύκλιο. Ὅσο πλησιάζουμε τὰ χέρια μας ἢ τὰ ἀπομακρύνουμε, παρατηροῦμε ὅτι τὸ σχῆμα τροποποιεῖται. Ἂν σταθεροποι-ήσουμε τὰ χέρια μας καὶ τὰ θεωρήσουμε ὡς θέσεις ἕδρασης τῶν ἀκροβάθρων, τὴν ἁλυσίδα ὡς στερεὸ σχῆμα ὅπου στρέφε-ται περὶ τὸν ὁριζόντιο ἄξονα καὶ στηρίζε-ται στὰ δύο ἄκρα του (σὰν γέφυρα), τότε ἡ ἁλυσίδα ἐξαιτίας τοῦ ἰδίου βάρους της θὰ βρίσκεται ὑπὸ καθαρὴ θλίψη καὶ τὸ σχῆμα της θὰ εἶναι τὸ ἰδανικὸ γιὰ τοξωτὴ γέφυρα μὲ φόρτιση λόγῳ ἰδίου βάρους ἢ καὶ πολὺ μικροῦ ἐξωτερικοῦ φορτίου.

Στὶς περιπτώσεις ποὺ τὸ εὖρος τῆς κοίτης τοῦ ποταμοῦ ἦταν μεγάλο, ὁ πρωτομάστορας ἀποφάσιζε γιὰ τὴ κατασκευὴ περισσότερων τοῦ ἑνὸς τόξων. Τότε ἦταν ἀπαραίτητο νὰ γίνει προσωρινὴ ἐκτροπὴ τῶν νερῶν τοῦ ποταμοῦ γιὰ τὴ κατασκευὴ τῶν μεσοβάθρων ἐντός της κοίτης. Κάτι τέτοιο ἀναμφίβολα γινόταν κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνες, ὅπου ἡ παροχὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ταχύτητα παροχῆς τοῦ νεροῦ ἦταν μειωμένες. Δινόταν ἔμφαση στὴ θεμελίωση τῶν μεσοβάθρων καὶ ἐφαρμόζονταν συνήθως βελτίωση τοῦ ἐδάφους, μὲ τὴ μέθοδο τῆς ὁπλισμένης γῆς μὲ πασσάλους. Στὸ μαλακὸ ἔδαφος τοποθετοῦνταν πυκνοὶ ξύλινοι πάσσαλοι ποὺ λειτουργοῦσαν ὡς πάσσαλοι τριβῆς. Ἔτσι θεμελιώνονταν ἐπιφανειακὰ στὸ βελτιωμένο ἔδαφος (μεγαλύτερη φέρουσα ἱκανότητα), τὰ μεσοβάθρα τῶν γεφυρῶν.

Ἀρχὲς φθινοπώρου ἐπεδίωκαν νὰ τελειώνουν τὴν κατασκευὴ τῆς γέφυρας. Τὸ τελείωμα τοῦ ἔργου προσέδιδε ἐνθουσιασμὸ καὶ ἱκανοποίηση στὸ «μπουλοῦκι», ἀφενὸς μὲν γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση μιᾶς σημαντικῆς κατασκευῆς ἀλλὰ καὶ γιατί αὐτὸ σήμαινε τὴν ἐπιστροφὴ στὰ χωριά τους καὶ τὶς οἰκογένειές τους. Κα-θάριζαν τὸ χῶρο, φόρτωναν τὰ ζῶα καὶ ἀφοῦ παρέδιδαν τὸ ἔργο, ἔπαιρναν τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἔχοντας νὰ διηγηθοῦν πολλὲς ἐμπειρίες στοὺς δικούς τους ἀνθρώπους. Ὅταν πλησίαζαν πίσω στὰ χωριά τους, οἱ καμπάνες ἀπὸ μακριὰ σή-μαιναν ἐνῷ δάκρυα χαρᾶς ἔτρεχαν στὰ μάτια τόσο στοὺς ἀνθρώπους τοῦ «μπου-λουκιοῦ» ὅσο καὶ στοὺς συγγενεῖς τους. Τὸ ταξίδι ἔφθανε στὸ τέλος του.

Κάπου ἐδῶ τελειώνει καὶ τὸ δικό μας ταξίδι, ἕνα ταξίδι διαμέσου τῶν αἰώνων. Τὰ γεφύρια ποὺ κληρονομήσαμε στέκουν ἀκόμα ἀγέρωχα, ἐκεῖ στὶς θέσεις ὅπου τὰ «μπουλούκια» δώσανε ἕνα στίγμα τῆς θέλησης καὶ τῆς ψυχῆς τους καὶ παρόλες τὶς φθορὲς τῶν χρόνων ποὺ πέ-ρασαν καὶ τὴ γήρανση τοῦ κονιάματος παραμένουν ἀκόμα ἐκεῖ. Δὲν πρέπει νὰ τὰ ἀφήσουμε νὰ καταρρεύσουν, ὀφείλουμε νὰ τὰ ἀναστηλώσουμε ὡς ἐλάχιστο δεῖγμα σεβασμοῦ στοὺς πατέρες μας καὶ τιμῆς στὸ πολιτισμό μας. Μόνο ἂν κατασκευάσουμε γέφυρες μὲ τὸ παρελ-θόν μας, μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε στὸ μέλλον κάθε ὁρμητικὸ χείμαρρο ὅσο ἀνυπέρβλητος κι ἂν φαίνεται.

Πέτρινα γεφύρια:

Πέτρινο γεφύρι στὸ Βοϊδομάτι πο-ταμὸ. Τρίτοξο πέτρινο γεφύρι γνωστὸ ὡς Πλάκιδα ἢ Καλογερικὸ στὸ Ζαγώρι. Πέτρινο γεφύρι τῆς Κόνιτσας. Πέτρινο γεφύρι τῆς Πλάκας στὸν νομὸ Ἰωαννί-νων. Πέτρινο γεφύρι τῆς Πορτίτσας στὸν νομὸ Γρεβενῶν. Πέτρινο γεφύρι Κοντο-δήμου ἢ Λαζαρίδη στὸ Ζαγώρι. Πέτρινο γεφύρι τοῦ Νούτσου ἢ Κοκκόρου στὸ Ζαγώρι. Πέτρινο γεφύρι στὸν ποταμὸ Κόσυνθο τῆς Ξάνθης.

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ. ΤΕΥΧΟΣ 13