Η ΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ

αγ.νεκταριος

Ἁγίου Νεκταρίου

 

Ἴ­σως πο­τὲ ἄλ­λο­τε ὅ­πως σή­με­ρα δὲν παίρ­νουν τό­σο δρα­μα­τι­κὴ ἐ­πι­και­ρό­τη­τα τὰ λό­για του ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου γιὰ τὴν κλή­ση καὶ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Ἕλ­λη­να. Ἐ­πι­και­ρό­τη­τα, για­τί ἐ­δῶ καὶ λί­γο και­ρὸ οἱ τύ­χες τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ ἔ­θνους δι­α­κυ­βεύ­ον­ται στὴν παγ­κό­σμια πο­λι­τι­κὴ καὶ οἰ­κο­νο­μι­κὴ σκα­κι­έ­ρα· καὶ δρα­μα­τι­κή, για­τί μᾶλ­λον οἱ Νε­ο­έλ­λη­νες λη­σμο­νή­σα­με τὴν ταυ­τό­τη­τά μας, τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἱ­στο­ρι­κή, θρη­σκευ­τι­κὴ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ φυ­σι­ο­γνω­μί­α μας, τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό μας, καὶ θε­λή­σα­με ν᾿ ἀ­κο­λου­θή­σου­με πρό­τυ­πα ξε­νι­κά, ἦ­θος ἀλ­λό­τριο πρὸς τὴ δι­κή μας Πα­ρά­δο­ση καὶ ἐ­θνι­κὴ φυ­σι­ο­γνω­μί­α.

Ὁ ἅ­γιος Νε­κτά­ριος, ὄν­τας ὁ ἴ­διος Οἰ­κου­με­νι­κὸς μὲ τὰ θαύ­μα­τα καὶ τὰ συγ­γράμ­μα­τά του, δὲν παύ­ει νὰ δι­δά­σκει ἐ­μᾶς τοὺς συμ­πα­τρι­ῶ­τες ἐ­πι­γό­νους του γιὰ τὸ οἰ­κου­με­νι­κὸ χρέ­ος ποὺ ἔ­χου­με νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σου­με μέ­σα σ᾿ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ πα­ρα­παί­ει ζη­τών­τας πνευ­μα­τι­κὰ ἐ­ρεί­σμα­τα προ­κει­μέ­νου νὰ συ­νε­χί­σει νὰ ζεῖ. Ἡ φω­νὴ τοῦ Ἁ­γί­ου εἶ­ναι δια­υγής, κρυ­στάλ­λι­νη, κα­θὼς τὰ λό­για του συ­νι­στοῦν τὸ ἀ­παύ­γα­σμα τῆς κα­τὰ Θε­ὸν σο­φί­ας του καὶ τῆς κα­θα­ρῆς ἀ­πὸ κά­θε ἰ­δι­ο­τε­λῆ προ­σκόλ­λη­ση καρ­διᾶς του. Οἱ Ἅγιοι εἶ­ναι οἰ­κου­με­νι­κοὶ ἄν­θρω­ποι, πέ­ρα ἀ­πὸ ἀρ­ρω­στη­μέ­νους ἐ­θνι­κι­σμοὺς καὶ σω­βι­νι­σμούς. Τὰ ὅ­σα πα­ρα­τί­θεν­ται στὶς πα­ρα­κά­τω γραμ­μὲς προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ δύ­ο μι­κρὲς με­λέ­τες τοῦ Ἁ­γί­ου: «Πε­ρὶ τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας ὡς προ­παι­δεί­ας εἰς τὸν Χρι­στι­α­νι­σμὸν» καὶ «Πε­ρὶ τῆς κλή­σε­ως καὶ ἀ­πο­στο­λῆς τοῦ Ἕλ­λη­νος».

Ἀ­πε­ρί­φρα­στα δι­α­κη­ρύτ­τει ὁ Ἅ­γιος ὅ­τι ὁ Ἕλ­λη­νας, μὲ τὴν ἀ­νέ­κα­θεν ρο­πὴ καὶ ἀ­γά­πη του πρὸς τὴν ἀ­ρε­τὴ καὶ τὴ σο­φί­α, ἔ­χει ὡς σκο­πὸ καὶ ἀ­πο­στο­λή του νὰ εἶ­ναι δι­δά­σκα­λος τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος. Λέ­γει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, μὲ τό­νο δι­α­χρο­νι­κό:

«Ἡ φι­λο­σο­φί­α εἶ­ναι ἀ­λη­θῶς ἀ­να­φαί­ρε­το κτῆ­μα τοῦ Ἕλ­λη­νος· δι­α­δι­δο­μέ­νη ἀ­νὰ τὰ Ἔ­θνη προ­ση­λυ­τί­ζει αὐ­τὰ καὶ κα­θι­στᾶ αὐ­τὰ Ἑλ­λη­νι­κά, οὐ­δέ­πο­τε δὲ παύ­ε­ται οὖ­σα Ἑλ­λη­νι­κή… Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ φι­λο­σο­φί­α προ­ώ­ρι­σται ἵνα κα­τα­στή­σῃ τοὺς πάν­τας Ἕλ­λη­νας· ἐ­γεν­νή­θη ὑ­πὲρ τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ καὶ συ­νε­ταυ­τί­σθη με­τ᾿ αὐ­τοῦ, ὅ­πως ἐρ­γα­σθῇ πρὸς σω­τη­ρί­αν τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος…

Ὁ Ἕλ­λην ἀ­λη­θῶς ἐ­γεν­νή­θη, ἵ­να φι­λο­σο­φῇ· δι­ό­τι ἐ­γεν­νή­θη δι­δά­σκα­λος τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος. Ἀλ­λ᾿ ἐ­ὰν ἡ φι­λο­σο­φί­α ἐ­γέ­νε­το παι­δα­γω­γὸς εἰς Χρι­στόν, ἕ­πε­ται ὅ­τι ὁ Ἕλ­λην, πλα­σθείς φι­λό­σο­φος, ἐ­πλά­σθη Χρι­στια­νός, ἐ­πλά­σθη ἵ­να γνω­ρί­σῃ τὴν ἀ­λή­θειαν καὶ δια­δῶ (=νὰ τὴν δι­α­δώ­σει) τοῖς ἔ­θνε­σιν. Ναὶ· ὁ Ἕλ­λην ἐ­γεν­νή­θη κα­τὰ θεί­αν πρό­νοι­αν δι­δά­σκα­λος τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος· τοῦ­το τὸ ἔρ­γον ἐ­κλη­ρώ­θη αὐ­τῷ· αὕ­τη ἦν ἡ ἀ­πο­στο­λὴ αὐ­τοῦ· αὕ­τη ἡ κλῆ­σις αὐ­τοῦ ἐν τοῖς ἔ­θνε­σιν».

Αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Ἕλ­λη­να καὶ προ­τοῦ ἀ­κό­μη γνω­ρί­σει τὸ Χρι­στι­α­νι­σμό. Πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­φό­του τὸν γνώ­ρι­σε, ὅ­πο­τε ὁ Ἕλ­λη­νας, πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Ἅ­γιος, βρῆ­κε σ᾿   αὐ­τὸν τὸ τέ­λει­ο, τὸ ἰ­δα­νι­κό, βρῆ­κε στὸ Χρι­στι­α­νι­σμὸ ὅ,τι ὁ ἴ­διος πο­θοῦ­σε νὰ μά­θει καὶ ἀ­να­ζη­τοῦ­σε νὰ βρεῖ. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς ἔ­γι­νε ὁ δι­ερ­μη­νέ­ας τῶν αἰ­σθη­μά­των τοῦ Ἕλ­λη­να. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Ἕλ­λη­νας τὸν ἐγ­κολ­πώ­θη­κε καὶ τὸν πε­ρι­έ­θαλ­ψε μέ­σα του. «Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς ὡς πρῶ­τον δῶ­ρον αὐ­τοῦ ἐ­δω­ρή­σα­το αὐ­τῷ νέ­αν ζω­ὴν· ὁ δὲ Ἕλ­λην ὑ­πε­στή­ρι­ξεν αὐ­τὸν διὰ τῶν ἀ­γώ­νων καὶ τῶν αἱ­μά­των του». Τό­σο στε­νὰ μά­λι­στα συν­δέ­θη­κε ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς μὲ τὸν Χρι­στι­α­νι­σμό, ὥ­στε «αἱ ἔν­νοι­αι τῶν λέ­ξε­ων Ἑλ­λη­νι­σμὸς καὶ Χρι­στι­α­νι­σμὸς ἐ­γέ­νον­το συ­νώ­νυ­μοι. Ἕλ­λην ση­μαί­νει Χρι­στια­νός, καὶ Χρι­στια­νὸς ση­μαί­νει Ἕλ­λην», δι­ό­τι ὅ­ποι­ος ἐν­στερ­νί­σθη­κε τὶς ἀρ­χὲς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, τὸ ὁ­ποῖ­ο μὲ νεύ­ση καὶ δύ­να­μη Θε­οῦ δι­α­δό­θη­κε στὸν κό­σμο κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τοὺς Ἕλ­λη­νες, αὐ­τὸς «φρο­νεῖ Ἑλ­λη­νι­κά».

Καὶ ἐ­ξη­γεῖ ποιά εἶ­ναι ἡ οὐ­σί­α τοῦ «φρο­νεῖν Ἑλ­λη­νι­κά»: «…ἡ τε­λεί­ω­σις, ἡ ἀ­νύ­ψω­σις ἀ­πὸ τοῦ ὑ­λι­κοῦ κό­σμου πρὸς τὸν πνευ­μα­τι­κὸν· ὅ­τι ὁ πνευ­μα­τι­κὸς κό­σμος δέ­ον ἐ­στί νὰ ζω­ο­γο­νῇ τὸν ὑ­λι­κὸν κό­σμον, ὅ­τι τὸ πνεῦ­μα ἀ­νάγ­κη νὰ ἐ­πι­κρα­τή­σῃ τῆς ὕ­λης, ὅ­τι οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ νό­μοι δέ­ον ἐ­στί νὰ ὦσιν ἰ­σχυ­ρό­τε­ροι τῶν φυ­σι­κῶν νό­μων»…

Ἐ­δῶ τώ­ρα ἂς κα­θρε­φτί­σου­με τοὺς ἑ­αυ­τούς μας. Ἄ­ρα­γε σή­με­ρα τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ ἔ­θνος ἔ­χει ὡς ὕ­ψι­στη ἀρ­χὴ του «τὸ πνεῦ­μα νὰ ἐ­πι­κρα­τή­ση τῆς ὕ­λης;». Αὐ­τὴ τὴ δι­ά­βρω­ση νὰ φο­βη­θοῦ­με. Αὐ­τὴ ποὺ γί­νε­ται διὰ τῶν ὑ­λι­κῶν ἀ­γα­θῶν. Ὅ­ταν ὅ­λη ἡ σκέ­ψη καὶ οἱ προ­σπά­θει­ές μας ὡς ἀ­τό­μων καὶ ὡς ἔθνους κα­τα­τεί­νουν ἀ­πο­κλει­στι­κὰ καὶ μό­νο στὴ δι­α­σφά­λι­ση ὑ­ψη­λῶν χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κῶν δει­κτῶν, καὶ τὴν ἐ­θνι­κή μας εὐ­η­με­ρί­α τὴν ταυ­τί­ζου­με στὴ συ­νεί­δη­σή μας μὲ τὴν ἐ­ξα­σφά­λι­ση κα­τα­να­λω­τι­κῶν ἀ­γα­θῶν καὶ ὑ­λι­κῆς καὶ μό­νο πε­ρι­ου­σί­ας, τό­τε κα­τὰ πό­σο, ἐ­μεῖς οἱ Ἕλ­λη­νες, φρο­νοῦ­με ἑλ­λη­νι­κά; Ἐ­δῶ ἀ­κρι­βῶς δι­α­γρά­φε­ται τὸ χρέ­ος μας. Χρέ­ος νὰ ἀ­να­ζη­τή­σου­με ἄλ­λους δεῖ­κτες στὴν πο­ρεί­α μας, ἂν θέ­λου­με νὰ βγοῦ­με ἀ­πὸ τὴν πο­λυ­ει­δῆ κρί­ση ποὺ μᾶς μα­στί­ζει ὡς ἔθνος καὶ ποὺ μᾶς τὴν πα­ρου­σιά­ζουν ὡς οἰ­κο­νο­μι­κὴ καὶ μό­νο. Δεῖ­κτες πνευ­μα­τι­κοὺς καὶ ὄ­χι ὑ­λι­κούς. Νὰ ἐ­πεν­δύ­σου­με στὴν τρά­πε­ζα τοῦ πνεύ­μα­τος, νὰ δι­α­τη­ρή­σου­με τὴν ἠ­θι­κή μας ἐ­λευ­θε­ρί­α ἀ­πὸ κά­θε πνευ­μα­τι­κὸ ἐ­ξαν­δρα­πο­δι­σμό, ἀ­πὸ κά­θε ὑ­πο­δού­λω­ση τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ φρο­νή­μα­τος, τῆς ἀ­ρε­τῆς μας.

Ὁ ἅ­γιος Νε­κτά­ριος εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τος στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τό:

Τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ ἔ­θνος, το­νί­ζει, ὀ­φεί­λει, ἔ­χον­τας συ­ναί­σθη­ση τῆς κλή­σε­ως καὶ τῆς ἀ­πο­στο­λῆς του, νὰ ἐρ­γα­σθεῖ «πρῶ­τον ὅ­πως τε­λει­ω­θῇ αὐ­τὸ ἐν τῇ σο­φί­ᾳ καὶ ἀ­ρε­τή… καὶ δεύ­τε­ρον… ὑ­πὲρ τῶν ἀ­δελ­φῶν καὶ τῶν πλη­σί­ον αὐ­τοῦ», συ­νε­χί­ζον­τας ἔ­τσι τὸ ἔρ­γο τῶν προ­γό­νων του τῶν ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­νων εὐ­ερ­γε­τῶν τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος. «Ἡ κλῆ­σις καὶ ἡ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ ἔ­θνους ὑ­πο­χρε­οὶ πάν­τα Ἕλ­λη­να ἔ­χον­τα συ­ναί­σθη­σιν τῶν ἑ­αυ­τοῦ ἠ­θι­κῶν κα­θη­κόν­των νὰ ἐρ­γα­σθῇ ἐκ­θύ­μως εἰς πλή­ρω­σιν αὐ­τῶν».

Καὶ ἐ­πι­λέ­γει ὁ Ἅ­γιος: «Ἡ πα­τρὶς καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­χει σή­με­ρον ὑ­πὲρ πο­τέ ἀ­νάγ­κην ἀν­δρῶν ἀ­φω­σι­ω­μέ­νων εἰς τὰς ἀρ­χὰς τοῦ σταυ­ροῦ, ἀν­δρῶν ἀ­κα­τα­πο­νή­των, ἀν­δρῶν ζών­των οὐ­χὶ δι᾿ ἑ­αυ­τοὺς, ἀλ­λὰ διὰ τὸ Γέ­νος καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν».

«Ζών­των οὐ­χὶ δι᾿ ἑ­αυ­τοὺς, ἀλ­λὰ διὰ τὸ Γέ­νος καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν!». Εὐ­τυ­χῶς ὑ­πάρ­χουν ἀ­κό­μα Ἕλ­λη­νες ποὺ κα­τα­λα­βαί­νουν καὶ σή­με­ρα τὴν ἔν­νοι­α τῶν λέ­ξε­ων αὐ­τῶν…