ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

AGIOI KVNSTANTINOS KAI ELENH

YπόΣεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αντινόης

κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΗΜΟΝΟΣ

 

            Όταν στρέψει κανείς το βλέμμα του προς το στερέωμα του ουρανού, δεν μπορεί να μη θαυμάσει την υπέροχη τάξη και αρμονία που επικρατεί στον έναστρο ουρανό, τον στολισμένο με τόσους συνδιασμούς λαμπρών αστέρων και γαλαξιών. Με παρόμοιο τρόπο, όταν στρέψει κανείς το βλέμμα του προς το πνευματικό στερέωμα της Εκκλησίας κινείται από θαυμασμό για τον υπέροχο στολισμό του με τους αναρίθμητους λαμπρούς αστέρες των Αγίων Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων, Διδασκάλων, Ιεραρχών και Οσίων ανδρών και γυναικών κάθε ηλικίας και έθνους. 

Η Ορθόδοξος μας Εκκλησία πανηγυρίζει, σήμερα, την μνήμη δύο μεγάλων αγίων, που διακοσμούν το στερέωμά Της με τη λάμψη της παραδειγματικής και ενάρετης ζωής των.  Και ο μεν πρώτος είναι ο Αυτοκράτωρ του Ρωμαϊκού Κράτους Κωνσταντίνος, ο οποίος απάλλαξε την Εκκλησία από τους φοβερούς διωγμούς και θεμελίωσε τις βάσεις της νέας Χριστιανικής Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, η δε δεύτερη είναι η ευσεβής μητέρα του, Αγ. Ελένη, η οποία από ευλάβεια ξεκίνησε και ανεύρε στα Ιεροσόλυμα τον Τίμιο του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού Σταυρό.

            Ο Άγιος Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 288 μ.Χ. στη Ναϊσσό της Δακίας από τον Καίσαρα Κωνστάντιο τον Χλωρό και την Αγ. Ελένη.  Ανατράφηκε στην αυτοκρατορική αυλή του Διοκλητιανού και του Γαλερίου στην Ανατολή, σχεδόν κρατούμενος εκεί ως όμηρος.  Μετά την αναγόρευση του πατέρα του ως Αυγούστου του Δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κλήθηκε από τον ίδιο στη Γαλατία, όπου, όταν μετά από λίγο χρονικό διάστημα πέθανε, ο στρατός τον ανακήρυξε Αυτοκράτωρ στις 26 Ιουλίου του 306 μ.Χ.

            Ο Κωνσταντίνος υποστήριξε με διάταγμά του τα περί θρησκευτικής ανοχής των υπηκόων του και στη συνάντησή του με τον Λικίνιο στα Μεδιόλανα στις 13ης Ιουνίου του 313 μ.Χ. καθορίστηκαν οι όροι του εδίκτου των Μεδιολάνων. Βάσει αυτού οι Χριστιανοί μπορούσαν πλέον να εξασκούν ελεύθερα την θρησκεία των.  Κατάργησε όλους τους νόμους των προκατόχων του που εκδόθηκαν σε βάρος των χριστιανών, και τέλος απόδωσε πίσω στην Εκκλησία τους τόπους λατρείας που είχαν κατασχεθεί.  Ο Κωνσταντίνος επέδειξε άμεσο και προσωπικό ενδιαφέρον γιά την ενότητα της Εκκλησίας, της οποίας ήθελε να είναι ο μέγας ευεργέτης. Γι’ αυτό και συγκάλεσε την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια (325 μ.Χ.) προς αντιμετώπιση της αίρεσης του Αρείου και τη διακήρυξη της αληθινής διδασκαλίας περί του θεανδρικού προσώπου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.  Ήθελε να εκδιώξει τις διαιρέσεις, που οι αιρετικοί δημιουργούσαν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας.

            Αγαπούσε και εκτιμούσε πολύ την Εκκλησία και τους εκπροσώπους Της. Με θερμότητα πίστεως και ιερό ζήλο επεδίωκε την διάδοση της χριστιανικής πίστεως και την προαγωγή των συμφερόντων της Εκκλησίας. 

Μέσα στη ψυχή του ριζώθηκε βαθειά η εμπειρία του θείου εκείνου οράματος, σύμφωνα με το οποίον, κατά την διάρκεια της ημέρας, είδε στον ουρανό λάμποντα τον Τίμιο Σταυρό με την έναστρο επιγραφή “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”.  Με αυτό το σύμβολο κατατρόπωσε τους εχθρούς του και έμεινε μονοκράτωρ σ’ όλη την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

            Η Αγία Ελένη, η μητέρα του Μεγάλου τούτου ανδρός, και σύζυγος του Κωνσταντίνου του Χλωρού, προήρχετο από ταπεινή οικογένεια, αλλά εξετιμάτο πολλή από τον Υιό της, ο οποίος της απένειμε τον τίτλο της Αυγούστης.

            Η Αγία Ελένη έδειξε την ευσέβειά της με άφθονες ευεργεσίες προς την Εκκλησία και την κατασκευή νέων και λαμπρών χριστιανικών ναών στη Βηθλεέμ, στα Ιεροσόλυμα, στην Κωνσταντινούπολη και σε πολλά άλλα σημεία της Αυτοκρατορίας.  Σε προχωρημένη ηλικία μετέβη στα Ιεροσόλυμα προς αναζήτηση του Τιμίου Σταυρού.  Εκοιμήθη εν Κυρίω το 335 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, αλλά, το λείψανό της, κατά τον ιστορικό Ευσέβιο, μεταφέρθηκε στην Ρώμη.

            Αυτούς τους δύο λαμπρούς αστέρες τιμά και προβάλλει προς μίμηση η Ορθόδοξος μας Εκκλησία. Μας καλεί, σήμερα, όλους να γίνουμε μέρος της ουράνιας δόξας με τη θρησκευτική, ηθική, κοινωνική μας αναδημιουργία και ανακαίνιση.  Μας καλεί να γίνουμε το νέο καθεστός μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία, όπου θα βασιλεύει η αγάπη και ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων.  Μας καλεί να λάμψουμε ως φωστήρες του ουρανού, με τις νέες ιδεολογίες και θεσμοθεσίες, που θα γίνουν αφορμή να  καλυτερεύσουν τη ζωή και την κοινωνία μας.

            Ο Μέγας Κωνσταντίνος κατάργησε τον παλαιό εαυτό του και εισήλθε μέσα σε μιά νέα περίοδο ζωής, όταν δέχθηκε το ουράνιο εκείνο φως και μήνυμα του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Αποτέλεσμα είχε, να καταξιωθεί αιώνια δόξα και τιμή μέσα στην Εκκλησία. 

Εμείς, σήμερα, καλούμεθα να εγκαταλείψουμε τον παλαιό μας εαυτόν, που έχει φθαρεί και νεκρωθεί από την αμαρτία και τις επιθυμίες της απάτης του κόσμου τούτου. 

            Ο Χριστός στο δρόμο προς την Δαμασκό κατάργησε τον παλαιό άνθρωπο στη ψυχή του Αποστόλου Παύλου.  Ο ίδιος Θεός κατάργησε τον παλαιό άνθρωπο, που κυριαρχούσε μέσα στη ψυχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και ο Ίδιος μόνος μπορεί να καταργήσει την αμαρτία, που βασιλεύει μέσα στην καρδιά μας, για να κτισθεί και εγκαθιδρυθεί μέσα μας ο καινούργιος και ανανεωμένος εν Χριστώ άνθρωπος της Χάριτος.

 

            Σ’ αυτή τη νέα κτίση καλούνται να συμμετάσχουν όλοι οι άνθρωποι, όλοι οι Λαοί της γης, όλα τα έθνη και όλες οι κοινωνίες.  Καλούνται να αφήσουν τα παλαιά, για να δοθούν εξ ολοκλήρου στα νέα Εκείνου, που είναι “τα πάντα και εν πάσι” (Κολ. 3:11). Αυτό ακριβώς έπραξε ο Μέγας Κωνσταντίνος, που άφησε την παλαιά Ρώμη της ειδωλολατρίας και δημιούργησε την Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Αυτοκρατορίας.  Εγκατέλειψε τον παλαιό εαυτόν του και άφησε να φωτιστεί από το ουράνιο θείο φως της Χάριτος του Θεού,

            Η νέα κτίση, σαν ιδέα και τρόπο ζωής, αξίζει να γίνει αποδεχτεί από εκείνους που αγαπούν την αλήθεια και την ζωή.  Διότι έχει θείο κάλλος και ωραιότητα, θεία αρμονία και τάξη, θεία ζωή και αιωνιότητα, όπως λέγει ο αρχαίος ρήτορας Δημοσθένης, “μόνα τα του Θεού είναι πάντοτε πάγια και αθάνατα”.

            Η δική μας μεταστροφή πρέπει να γίνει, όπως την ζητά ο Χριστός.  Πρέπει να αντλήσουμε φως από το δικό Του θείο και ανέσπερο Φως, ούτως ώστε να πραγματοποιηθεί ο εσωτερικός μας φωτισμός και αναδημιουργία.  Καλούμεθα να λάμψουμε από αρετές κι έργα πίστεως, όπως λάμπουν τα αστέρια στον ουρανό. Καλούμεθα να γίνουμε στην πράξη “το φως του κόσμου”, όπως ο Κύριος είπεν, “Υμείς εστέ το φως του κόσμου … ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς” (Ματθ. 5:14, 16).  Η καινή διά Χριστού κτίση είναι καρπός και γνώρισμα της συμμετοχής  του ανθρώπου στη θεία Χάρη, που πλουσιπάροχα χορηγείται μέσα από τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας.

            Σήμερα, οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη, μας καλούν όλους να εγκαταλείψουμε τη ματαιότητα του κόσμου και να στρέψουμε την προσοχή μας προς την καινή του Χριστού κτίση.  Αυτή καταργεί τίς παλαιές  μουχλιασμένες από την αμαρτία αμαρτωλές νοοτροπίες και μεταδίδει αληθινά την πνοή της νέας ζωής, που νικά τον τάφο και συνεχίζει να λάμπει στο στερέωμα της ωραιότητας και της αιώνιας ζωής. 

 

Ss. Constantine and Helen

 

By

His Eminence

Metropolitan PANTELEIMON  of Antinoes

 

            When one looks up into the sky, one will not only admire the excellent order and harmony of the universe, but will be moved by its unique decoration and beauty of so many stars and galaxies.  In the same manner, when one looks up to the Church’s spiritual firmament one will be moved and admire the unique decoration of the uncounted illustrious stars of the Holy Prophets, Apostles, Teachers, Martyrs, Hierarchs and Saints, men and women of all ages and nationalities.  Our Orthodox Church is celebrating, today, the feast day of two great saints, who illuminate with their paradigmatic and virtuous life.  The first is St. Constantine, Emperor of Rome, who freed the Church from the unspeakable persecutions and established the foundations of the new Christian Empire of Byzantium; the second is his pious mother, St. Helen, who out of piety searched and found, in Jerusalem, the precious Holy Cross of Saviour Jesus Christ.

            St. Constantine was born in 288 A.D. in Naisos of Dacia by Constantius Chlorus and St.Helen.  He was raised in the imperial surrounding of Diocletian and Galerius, as a hostage.  When his father was declared Augustus of theWest part of the Empire, he was recalled by his father to Galatia, where,  a short time after his arrival, his father died, the army proclaimed him Emperor on the 26th July 306 A.D.

            St. Constantine issued an edict allowing religious freedom to his subjects, and at the meeting of Mediolana (Milan ?) on the l3th June, 3l3 A.D., with Licinius they set down the conditions of the Edict of Mediolana (Milan ?).  According to this edict the Christians were able to practice their faith.  The old laws, which were issued by their predecessors against the Christians, were abolished, and finally they returned the places of worship to the Church which had been confiscated.  Constantine showed a direct and personal interest for the Church’s unity, who he wanted to be Her great benefactor.  He called the First Ecumenical Synod of Nicene (325 A.D.) to solve the heresy of Arius and proclaim the true teaching concerning the divinity of our Lord Jesus Christ.  He wished to abolish the division within the Church caused by the heretics.

He loved and honoured the Church and Her representatives.  He was ambitious in  spreading the Christian faith and he promoted the benefits of Church with faith and zeal.  In his heart, the vision which he had experienced,  played an important role in his life. The story says that during mid-day he saw an illustrious Cross in the sky, circled by an inscription of stars which wrote: “IN THIS YOU WILL VICTORIOUS”.  With this symbol, he gained victory over his enemies and remained monarch of the Roman Empire.

St. Helen, the mother of this great man, and wife of Constantine Chlorus, was from a poor and unofficial family.  She was nevertheless high respected by her son, who gave her the title of Augustess.

St. Helen showed her piety through her many benefactions to the Church and the building of new and illustrious churches in Bethlehem, Jerusalem, Constantinopole and in many other places throughout the Empire.  When at an old age she travelled to Jerusalem to seek and find the Holy Cross.  She died in the year of the Lord 335 A.D. in Constantinopole, but, her relics, according to the historian Eusebius, were carried to Rome.

The Orthodox Church honours and projects these two illustrious stars.  The Church invites all of us, today, to become participants of this heavenly glory with our religious, moral and social recreation and renewal.  The Church calls us to become the new way of life in society, where love and peace will rule amongst men.  The Church is calling us to shine as stars in heaven, with the new ideas and legistations, which will become the reason to govern our life and society.

St. Constantine abolished his old self and entered into a new way of life, when he accepted the heavenly light of Jesus Christ.  This resulted in that he inherited eternal glory and honour within the Church.

We, today, are called to abandon our old selves, who are wearable  (??? Weary ?) and have died because of sin and the deception of this wicked world.

 

At the road towards Damasc Christ abolished the old man in the soul of Saul.  The same God abolished the old man, who overruled within the soul of Constantine the Great; and it is the same God who can abolish sin, which reigns within our hearts. He is able to build within us the new man in Christ, the man of Grace.

Inthis new creation all men are called to participate, all nations and all societies.  They are called to abandon the old, in order to give themselves fully to the new of Him, Who is the fullness “of all and within all” (Col. 3:ll).  This is what exactly St. Constantine achieved.  He left the old city of Rome, the city of idolatry, and created a New Rome, Constantinopole, the capitol of the Orthodox Christian  Empire.  He abandoned his old  self and allowed himself to be illumined by the divine and heavenly light of God’s Grace.

The new creation, as an idea and way of life, is worthy to be accepted by all those who love the truth and life.  Because it has divine beauty, harmony and order; it has divine life and eternity, just as the ancient Demosthenes says, “only what is from God are always fixed and eternal”.

We must also change, as Christ wishes.  We must receive the light from His divine and eternal Light, in order that our internal illumination and recreation be accomplished.  We are called to shine with virtues and works of faith, just as the stars in heaven shine in the darkness.  We are called to become in life “the light of the world” (Matth. 5:l4), as Christ said, “You are thre light of the world … let your light shine before men, that they may see your good deeds and give glory to your Father who is in heaven” (Matth. 5:l4, l6).  The new creation in Christ is the fruit of man’s participation in God’s Grace, which is granted to all through the sacramental life of the Church.

 

Today, St. Constantine and St. Helen, are inviting us all to abandon the vanity of this world and to turn our attention to the new creation of Christ. This new creation abolishes all the mouldy way of life caused by sin and grants the true breath of the new life, which overcomes death and continues to shine in the firmament of the eternal beauty of God’s Kingdom and Eternal Life.  Amen.