ΕΤΣΙ ΜΑΘΑΙΝΑΜΕ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

poppies-5Νινέττα Βολουδάκη

ΟΙ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΜΑΣ «ΦΙΛΟΤΙΜΟ»

Η ἀνασκαφή τοῦ τάφου τῆς Ἀμφίπολης εἶναι ἕνα θέμα πού κρατᾶ το δημόσιο ἐνδιαφέρον γιά περισσότερο ἀπό δύο μῆνες καί πολύ καλά κάνει, γιατί εἶναι πράγματι μιά σπουδαιότατη ἀρχαιολογική ἀνακάλυψη.

Ὁ νεκρός-μυστήριο συζητεῖται ἀδιακρίτως ἀπό εἰδικούς καί μή, ἁρμόδιους καί ἀναρμόδιους, σχετικούς καί ἀνίδεους, λές καί ἡ ὕπαρξή του –τήν ὁποία μέχρι τό καλοκαίρι ἀγνοούσαμε– ἔχει ζωτική σημασία γιά μᾶς. Ἰδίως αὐτό τό «εἶναι ὁ μέγας Ἀλέξανδρος καί ἄρα ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ Μακεδονία εἶναι Ἑλληνική», πού ἀκούγεται ἀπό ἐπίσημα καί ἀνεπίσημα χείλη μέ τήν πρώτη εὐκαιρία, εἶναι τό ἀποκορύφωμα –συγχωρεῖστε μου– τῆς ἀσχετοσύνης και τῆς κουταμάρας! Εἶναι ἡ ἀνόητη ὁμολογία ὅτι κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀμφιβάλλουμε γιά τήν Ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας καί χρειαζόμαστε ἀποδείξεις για νά ἡσυχάσουμε καί νά πιστέψουμε! Λές κι ὁ τόπος τῆς ταφῆς του εἶναι αὐτός πού προσδιορίζει αὐτόν τόν ἄνθρωπο, τό βασιλιά καί στρατηλάτη, πού εἶναι ὁ δυσκολότερος ἄνθρωπος νά προσδιοριστεῖ, ἀκριβῶς γιατί ἦταν μεγάλος, ἀκριβῶς γιατί ἦταν παγκόσμιος, ἀκριβῶς γιατί ἦταν γεννημένος Μακεδόνας, ἀλλά μεγαλύτερος καί ἀπό τή γενιά του καί ἀπό τήν ἐποχή του καί ἀπό τόν κόσμο του. Κι ἐμεῖς πασχίζουμε νά τόν ἐγκλωβίσουμε στη μικρονοϊκή μας προπαγάνδα γιά νά ἀποδείξουμε τά αὐταπόδεικτα! Κι ὡστόσο, τό ἐνδιαφέρον καί ὁ καημός μας ἐξαντλεῖται στόν ἕνα νεκρό, ἐνῶ ἀγνοοῦμε τούς χιλιάδες νεκρούς πού τάφηκαν ἀργότερα στη γῆ τῆς Μακεδονίας, στή γῆ πού, μπορεῖ νά μή γεννήθηκαν, ἀλλά πέθαναν, πάνω σ’ αὐτήν καί γι’ αὐτήν, χωρίς νά χρειάζονται ἱστορικές θεωρίες καί ἀποδείξεις γιά τήν Ἑλληνικότητά της. Ἀπό τόν Ἰούλιο πού μᾶς πέρασε, ὅταν στή Βρετανία καί στή Γαλλία ξεκίνησαν οἱ τελετές τῆς ἐπετείου τῶν ἑκατό χρόνων ἀπό τήν κήρυξη τοῦ Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, ἦταν ἐντυπωσιακή ἡ συνειδητή λήθη τῆς ἐπετείου αὐτῆς στή χώρα μας. Λές κι αὐτός ὁ πόλεμος δέν εἶχε σχέση μέ μᾶς, δέν μᾶς ἄγγιξε, δέν μᾶς ἐπηρέασε, δέν διαμόρφωσε τό σύγχρονο πρόσωπό μας. Λές καί οἱ νεκροί μας δέν μᾶς καλοῦν ἀπό τούς τάφους τους νά δικαιώσουμε το θάνατό τους, νά μήν ἀφήσουμε τή θυσία τους νά πάει χαμένη, λές καί δέν πέθαναν αὐτοί γιά νά ζήσουμε ἐμεῖς. Καί λησμονοῦμε αὐτούς πού πότισαν μέ τό αἷμα τους τά πάτρια χώματα. Τήν ἴδια στιγμή, βλέπουμε ἄλλα ἔθνη νά τιμοῦν τούς νεκρούς τους, ἄν καί δέν πολέμησαν στήν πατρίδα τους καί γιά τήν πατρίδα τους. Τά σώματα τῶν Βρετανῶν νεκρῶν τοῦ Πρώτου πολέμου, τάφηκαν μακριά ἀπό τή γῆ τους καί τό αἷμα τους πότισε τά λειβάδια τῆς Γαλλίας, ὅπως λέει κι ἕνας ποιητής τους, μιλῶντας γιά τά κόκκινα λειβάδια, ἐκεῖ ὅπου τό αἷμα καί οἱ ἀνθισμένες παπαροῦνες γίνονταν ἕνα. Ἡ δική τους πατρίδα δέν τούς ξέχασε ὅμως, ὅπως δέν τούς ξέχασαν και οἱ δικοί τους ἄνθρωποι καί οἱ συγγενεῖς τους. Καί, ἀπό τήν ἐπέτειο τῆς ἔναρξης τοῦ πολέμου, στήν τάφρο τοῦ Πύργο τοῦ Λονδίνου, ἄρχισαν νά «φυτεύονται» κεραμικές παπαροῦνες, μία γιά κάθε νεκρό τοῦ πρώτου πολέμου καί θα φυτεύονται μέχρι τίς 11 Νοεμβρίου πού εἶναι ἡ ἐπέτειος τῆς ἀνακωχῆς και μέχρι νά φτάσουν στόν ἀκριβῆ ἀριθμό τῶν νεκρῶν Βρετανῶν, 888.246! Χιλιάδες ἄνθρωποι ἀπό ὅλο τόν κόσμο ἀγοράζουν ἀπό τό ἐπίσημο site αὐτές τίς παπαροῦνες, μία γιά κάθε χαμένη ζωή, ἐνῶ 25.000 ἐθελοντές διηρημένοι σέ 24ωρες βάρδιες, ‘‘φυτεύουν’’ ἀπό 15.000 παπαροῦνες τή μέρα, ἀφοῦ τίς συναρμολογήσουν, γιατί τό ἐργοστάσιο πού τίς κατασκευάζει τίς στέλνει συσκευασμένες ἀνά πέντε πέταλα –πού ἀποτελοῦν το κάθε λουλούδι– καί ξεχωριστά τή σιδερένια «καρδιά», πάνω στήν ὁποία τοποθετεῖται ἡ λεπτή σιδερένια βέργα πού τή στερεώνει στό ἔδαφος. Το κάθε λουλούδι εἶναι φτιαγμένο ἕνα-ἕνα πέταλλο στό χέρι καί κανένα δεν εἶναι ὅμοιο μέ τά ἄλλα! Τό κάθε ἕνα κοστίζει μόλις 25 λίρες, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ 9 θά δοθοῦν σέ φιλανθρωπίες, δηλαδή σέ συλλόγους συμπαραστάσεως οἰκογενειῶν στρατιωτῶν πού ἔπεσαν στό καθῆκον. Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἐργαστηρίου πού τίς κατασκευάζει –ἕνα μικρό, οἰκογενειακό ἐργαστήριο– ἔχασε δύο ἀπό τά δάχτυλά του ἐξαιτίας τῆς βιασύνης του νά προλάβει τίς παραδόσεις, ἐνῶ τό κόστος ἴσα πού καλύπτει τά ἔξοδά του, ἐπειδή χρειάστηκε νά προσλάβει πολύ περισσότερο προσωπικό γιά νά ἀνταπεξέλθει στό βάρος τῆς ἐργασίας αὐτῆς. Δέν τόν πειράζει ὅμως, εἶπε, γιατί καί ἡ δική του οἰκογένεια ἔχει χάσει δύο ἀνθρώπους της σ’ αὐτό τόν πόλεμο. Ἔτσι, ἀπό τά παράθυρα τοῦ Πύργου τοῦ Λονδίνου, ξεχύνεται ἄλλη μιά κόκκινη «θάλασσα», ὄχι αἵματος, ἀλλά μνήμης! Ὄχι θανάτου, ἀλλά τιμῆς καί σεβασμοῦ! Ὅλους αὐτούς τούς μῆνες, οἱ οἰκογένειες στέλνουν στό ἐξουσιοδοτημένο site τά ὀνόματα τῶν νεκρῶν τους καί, κάθε σούρουπο, πρίν δύσει ὁ ἥλιος, σέ μιά εἰδική τελετή, ἕνας διαφορετικός ἄνθρωπος, διαβάζει ἕνα ποίημα καί μετά, πρίν ἠχήσει ἡ τελευταία σάλπιγγα, ἀκολουθεῖ τό προσκλητήριο 180 ὀνομάτων κάθε μέρα, τό προσκλητήριο ἑνός ἔθνουςπού ἀγαπάει τόν ἑαυτό του, ἀγαπάει καί τιμάει καί εὐχαριστεῖ τούς νεκρούςτου!

Κάθε μέρα, πλῆθος ἀνθρώπων παρακολουθεῖ αὐτή τήν τελετή, ὅπως πλῆθος ἀνθρώπων ἐπισκέπτεται τήν κόκκινη τάφρο τοῦ Πύργου. Καί, ἀπό τήν ἑπόμενη τῆς 11ης Νοεμβρίου, οἱ ἐθελοντές, θά συσκευάζουν μία-μία παπαρούνα καί θά τήν στέλνουν στόν ἄνθρωπο πού τήν ἀγόρασε, σέ ὅποιο μέρος τοῦ κόσμου κι ἄν βρίσκεται! Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, καυχιόμαστε ὅτι ἔχουμε στή γλῶσσα μας μιά λέξη πού δέν τήν ἔχει κανένας ἄλλος λαός καί πού δέν μεταφράζεται σέ καμμιά ἄλλη γλῶσσα. Τή λέξη «φιλότιμο»! Δέν θά ’πρεπε, λοιπόν, τό παράδειγμα τῶν Βρετανῶν νά ‘‘ξυπνήσει’’ τό κοιμισμένο μας φιλότιμο καί νά μᾶς παρακινήσει, ἄν ὄχι νά μιμηθοῦμε ἕνα τέτοιο τεράστιο ἔργο, τοὐλάχιστο νάἐνεργοποιήσει τή μνήμη μας καί τήν ἀγάπη μας γιά τούς δικούς μας νεκρούς; Ἀντί γι’ αὐτό, τό σπίτι ὅπου ἄφησε τήν τελευταία του πνοή ὁ Παῦλος Μελᾶς, καταρρέει ξεχασμένο στή Μακεδονία πού περιμένει τόν τάφο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου γιά νά ἐπιβεβαιώσει τήν Ἑλληνικότητά της!…Καί, τό ἀκόμα χειρότερο: πληροφορήθηκα ἀπό ἕναν ἄνθρωπο –ὁ ὁποῖος δέν μποροῦσε νά συνέλθει ἀπ’ τήν ἔκπληξή του– ὅτι πρόσφατα, σέ κεντρικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν καί σέ μεγάλη γιορτή, ἄκουσε ἀπό χείλη Ἐπισκόπου, τήν προτροπή «νά μή διαβάζουμε Ἱστορία, νά μήν ἀσχολούμεθα μέ τή Γλῶσσα, νά μήν ἀσχολούμεθα μέ τά πολιτικά πράγματα»!!!! Δηλαδή, ἡ Γλωσσολογία, οἱ Πολιτικές ἐπιστῆμες καί ἡ Ἱστορική ἐπιστήμη, εἶναι ἐπιστῆμες «ἀφορισμένες» κατά τή γνώμη του, κι ὅσοι τίς σπούδασαν ἤ τις σπουδάζουν, θά πρέπει νά ἀναθεωρήσουν σοβαρά τήν καριέρα τους! Κι ἀναρωτιέμαι: ὑπῆρξε ἐκκλησίασμα πού καθόταν καί ἄκουγε ἀδιαμαρτύρητα αὐτά τά λόγια; Δέν βρέθηκε κανείς νά τόν πλησιάσει –μέ ὅλο το σεβασμό στό ἀξίωμά του, ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος δέν τό σέβεται καί δέν τό τιμᾶ– νά τοῦ μιλήσει –ἐκτός τῶν ἄλλων– γιά τόν πιό πρόσφατο συνεπίσκοπό του, τόν ἅγ. Χρυσόστομο Σμύρνης, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε γιατί μιλοῦσε γιά την Ἱστορία καί τή Γλῶσσα τοῦ λαοῦ του καί γιατί ἀντιστάθηκε στά πολιτικά πράγματα τοῦ καιροῦ του; Ἀνέχθηκαν Ἕλληνες Ἐπίσκοπο νά τούς λέει νά μή μαθαίνουν τήν ἱστορία τους; Δηλαδή, νά τούς λέει νά ἀρνηθοῦν τον ἑαυτό τους; Γιατί οἱ Ἕλληνες πού ξέρω ἐγώ, δέν ἔμαθαν στά θρανία την ἱστορία τους, ἀπό καθηγητές καί «σοφούς», ἀλλά τήν ἔμαθαν ἀπό τους γονεῖς τους, ἀπό τούς παπποῦδες καί τίς γιαγιάδες τους, πού εἶδαν τό αἷμα νά χύνεται μπροστά τους, πού ἔζησαν μέσα στό φόβο καί στίς στερήσεις καί, πού, μαζί μέ τή γνώση τῆς ἱστορίας, περνοῦσαν στά παιδιά καί στά ἐγγόνια τους ἕνα κομμάτι τῆς ψυχῆς τους! Ἔτσι ἔμαθα κι ἐγώ τήν Ἱστορία! Ἔτσι τήν ἀγάπησα! Ἀπό ἕνα λεβέντη παπποῦ πού εἶχα τήν εὐτυχία νά εἶναι νονός μου καί πού πολέμησε στη Μικρά Ἀσία, δεκαοχτώ χρόνων u960 παιδί καί πού μοῦ ἔμαθε πῶς ἦταν ἡ φριχτή πορεία στό Σαγγάριο ποταμό καί τί θά πεῖ νά βλέπεις τούς ἀδερφούς καίσυμπολεμιστές σου νά ξεψυχοῦν στά χέρια σου! Ἀπό αὐτόν ἔμαθα να ἀγαπάω καί νά τιμῶ τούς νεκρούς μου. Κι ἀπό ἕνα πατέρα πού γνώρισε τή φρίκη τοῦ πολέμου στήν Ἀλβανία καί μοῦ τήν περιέγραφε, ὅταν μοῦ διηγόταν τήν εἰκόνα ἑνός πληγωμένου ἀλόγου, πάνω στή μάχη, πού ἔτρεχε τρελλαμένο ἀπό τόν πόνο καί τό φόβο, σκοντάφτοντας πάνω στά ἔντερά του πού ἔβγαιναν ἀπ’ τήν ἀνοιχτή του κοιλιά! Ἔτσι μαθαίνουμε οἱ Ἕλληνες τήν Ἱστορία. Ἀπό ἀνθρώπους πού ἦταν ἡ Ἱστορία. Αὐτούς θά φιμώσει, ὁ Ἐπίσκοπος; Ἐμᾶς θά φιμώσει;

Νά μήν ποῦμε ὅ,τι διδαχτήκαμε στά παιδιά καί στά παιδιά τῶν παιδιῶν μας; Μέ ποιό δικαίωμα; Ποιός τοῦ ἔδωσε αὐτή τήν ἐξουσία; Ἐπειδή το ἐκκλησίασμα δεσμεύεται ἀπό τήν εὐπρέπεια καί ἀπό τό σεβασμό στην Ἱερωσύνη καί δέν μπορεῖ νά ἀντιδράσει; Ἤ ἐπειδή νομίζουμε ὅτι χάθηκε καί ξεχάστηκε τό πρότυπο τοῦ ἐπισκόπου, ἔτσι ὅπως τό ὥρισε στό πρόσωπότου ὁ Μέγας Βασίλειος, καί ἄρα, ὁ καθένας εἶναι ἀνεξέλεγκτος νά λέει και νά κάνει ὅ,τι θέλει; Εἶναι δυνατόν, νά βρίσκει κανείς ὁμόψυχους σέ ξένα ἔθνη καί στο δικό του ἔθνος νά μήν ὑπάρχει παρηγοριά οὔτε καί ἀπό αὐτούς πού ὑποτίθεται ὅτι εἶναι οἱ «παρακλήτορες» τῆς ψυχῆς του; Ἐπιτέλους πιά!

«Αἰδώς, Ἀργεῖοι!»