ΟΙ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΤΟΥΣ

τοῦ δρα Θεοχάρη Μιχ. Προβατάκη

 

 

        Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς στούς ἀπηνεῖς διωγμούς τῶν ἀλλο­πίστων ἀντιτάσσει διαχρονικά τό αἰώνιο τρόπαιο, πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό θαῦμα τοῦ ἡρωισμοῦ τῶν Νεομαρτύρων τῆς πίστεώς μας. Τήν περίοδο μάλιστα τῆς Τουρκοκρατίας ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη μας καταυγάζεται ἀπό νέφος Νεομαρτύρων πού ἔχυσαν τό αἷμα τους μόνο καί μόνο γιά τή χριστιανική πίστη καί τήν ἑλληνική πατρίδα τους. Τά ὁλοκαυτώματα τῶν ἁγίων Νεομαρτύρων συνέθεσαν τή θεία καί ἡδύμολπο ἁρμονία τῆς ἁγιότητος καί τοῦ ἡρωισμοῦ. Τό θεῖο δένδρο τῆς Ἐκκλησίας καρποφορεῖ σέ κάθε ἐποχή καί μάλιστα στά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς (1453-1821), ὅταν καί ἀπέδωσε «καρπόν εἰς ζωήν αἰώνιον». Ἡ νύμφη μάλιστα τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία περιεβλήθη τούς χρόνους ἐκείνους, ὅπως καί σήμερα περιβάλλεται, ὡς «πορφύραν καί βύσσον» τό αἷμα τῶν χιλιάδων νεοφανῶν Μαρτύρων τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας. Καί τά πάμφωτα αὐτά νέφη τῶν θείων καί καλλινίκων Νεομαρτύρων τῆς Ὀρθοδοξίας καταλάμπουν τό πνευματικό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας ὡς «καλῶς ἀθλήσαντες καί στεφανωθέντες». Κατέγραψαν δηλαδή μέ τήν ἀθάνατη ἐποποιία τοῦ μαρτυρίου τους τίς ὡραιότερες σελίδες τῆς ζώσας Ἐκκλησίας.

       Οἱ Νεομάρτυρες ἑπομένως τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού εἶναι ἡ ζῶσα καί πρόσφατη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἡ ἀδιαφιλονίκητη μαρτυρία τῆς Ἁγίας Τριάδας στόν κόσμο, ἀποτελοῦν τήν εὐλογημένη μερίδα τῶν εὐαρεστησάντων τόν Κύριο, εἴτε μέ τούς ἀκαταμάχητους ἀγῶνες τους εἴτε μέ τή θυσία τοῦ αἵματός τους, εἴτε μέ τή χριστιανική ὀρθόδοξη βιοτή τους πρός δόξα τοῦ «ἐσφαγμένου ἀρνίου». Ἡ παρουσία τους ἑπομένως στήν καθημερινή ζωή μας καί ἡ ἀνατροφή μας μέ τό μαρτύριό τους καί τήν ὀρθόδοξη χριστιανική βιοτή μᾶς ἀποτελοῦν ἀφυπνιστικό σάλπισμα καί διαχρονική πηγή ἔμπνευσης στό δρόμο τῆς σωτηρίας, ἀλλά καί αὐτοῦ τοῦ μαρτυρίου, ἐάν παραστεῖ ἀνάγκη.

       Μεταξύ λοιπόν τῶν ἁγίων της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας εἶναι καί οἱ χιλιάδες τῶν Νεομαρτύρων πού ἔχυσαν τό αἷμα τους ἀπό τό 1453 πού ἁλώθηκε ἡ Κωνσταντινούπολη ὥς τό 1838 καί πού ὁ ἀριθμός τους εἶναι ἀνεξακρίβωτος. Δοκιμασμένοι σκληρά «ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ» ἔλαμψαν μέ τή γενναία ὁμολογία τους καί τά ἀπάνθρωπα βασανιστήρια πού δέχτηκαν μέ πραότητα καί καρτερία. Μέ ἁγιότητα καί μέ σοφία ἀναδείχθηκαν ὁ καθένας ἀπό αὐτούς στύλος καί ἑδραίωμα τῆς Ὀρθοδοξίας, πρόμαχος τῶν ἑλληνικῶν παραδόσεων καί μεγάλα ἀναστήματα τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας.

      Οἱ Νεομάρτυρες λοιπόν τῆς Ὀρθοδοξίας ἔγιναν μέ τή μαρτυρία τους καί τό μαρτύριό τους φωτοδόχες λαμπάδες, κατοικητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί πρωτοπόρος ὁμολογητής τῆς ἀληθινῆς πίστεώς μας.

      Ἰδιαίτερα μάλιστα οἱ ἁπλοί καί ταπεινοί αὐτοί Ἕλληνες, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ὁποίους ἦσαν νέοι, ἀμούστακα παιδιά καί σεμνές καί ἐνάρετες κορασίδες, λόγω τῆς μεγάλης καί θερμῆς τους πίστης καί τῆς χρηστῆς πολιτείας τους, πῆραν μετά τή μαρτυρία τους τό χάρισμα τῶν θαυματουργικῶν ἰάσεων, ὥστε νά ἀναδειχθοῦν πολλοί ἀπό αὐτούς ὑπέρμαχοι ἰατροί τῶν ἀσθενούντων, ὑπερα­σπι­στές τῶν φτωχῶν καί τῶν ἀνημπόρων, ἐνδυναμωτές τῶν καταφρονουμένων καί καταφυγή ἐκείνων τούς ὁποίους ἡ ἀνθρώπινη ἐπιστήμη ἀδυνατεῖ νά βοηθήσει καί νά θεραπεύσει. Καί ἦσαν ἁπλοί στό φρόνημα, ἁπλοί στήν ἔνδυση, ἁπλοί καί ἀταλάντευτοι στήν ὁμολογία, ταπεινοί στή σκέψη καί τήν ἔκφραση καί γίγαντες στήν πίστη τους καί τά φρικτά βασανιστήριά τους, γιά ἐκεῖνο πού πίστευαν καί ἐκεῖνο πού φρονοῦσαν. Γιά τήν πίστη τους στόν ἀληθινό Θεό ἀπέβησαν νεοφα­νεῖς ἀστέρες καί ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ, στρατιῶτες ἀήττητοι, καταλάμποντας μέ τίς ἀκτίνες τοῦ μαρτυρίου τους καί τήν πληθώρα τῶν θαυμάτων τους τό πλήρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Πολλοί ἀπό αὐτούς φοροῦσαν τοπικές ἑλληνικές παραδοσιακές ἁπλές στολές καί μέ αὐτές ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο. Μέ τή φουστανέλα ἤ τήν κρητική βράκα, μέ τήν πουκαμίσα ἤ τό χιτώνα καί ἀκόμη μέ τό ἁπλό ἱμάτιο νά πορποῦται μπροστά στό λαιμό, ἤ τέλος μέ τό κοντοβράκι καί τό ματογέλεκο. Ἔτσι μπόρεσαν καί φύλαξαν τήν πίστη τους καί τήν ἐλευθερία τους, καταφρόνησαν τόν πλοῦτο πού τούς δόθηκε, ἀψήφησαν τή δόξα, ἀγνόησαν τίς ἡδονές ὅπως καί κάθε ἄλλη σωματική ἀπόλαυση καί παρέδωσαν πρόθυμοι τόν ἑαυτό τους στό θάνατο.

      Οἱ γενναῖοι λοιπόν αὐτοί Νεομάρτυρες ποθοῦσαν τά οὐράνια ἀγαθά καί ζητοῦσαν νά στερεωθεῖ ἡ πίστη τους μέσα στήν ψυχή τους. Γι’ αὐτό ἔτρεχαν οἱ μακάριοι στό μαρτύριο, λογίζοντας τά βάσανά τους ὡς ξεφαντώματα, τίς φυλακές ὡς παλάτια, τά δεσμά ὡς χρυσά στολίδια, τήν ἀτιμία ὡς τιμή, τίς θλίψεις ὡς ἀνάπαυση, τή φλόγα τῆς φωτιᾶς ὡς δροσισμό καί ἀνάψυξη, τό μαχαίρι ὡς παιχνίδι καί τό σκληρό θάνατο ὡς ζωή αἰώνιο.

      Καί ὅλα αὐτά ἔγιναν τούς πέντε τελευταίους αἰῶνες, γιά νά ἀποβοῦν οἱ νεοφανεῖς Μάρτυρες δόξα καί καύχημα τῆς Ἐκκλησίας, παράδειγμα ὑπομονῆς καί ἐπιμονῆς στήν ὀρθόδοξη πίστη, θάρρος στήν καθημερινότητα, παραίνηση στό μαρτύριο καί τέλος, γιά νά μένουν ἀναπολόγητοι οἱ ἀλλόπιστοι κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.

      Οἱ Νεομάρτυρες λοιπόν αὐτοί θά μπορούσαμε συνοπτικά νά σημειώσουμε ὅτι, ἄν καί ἀνήκουν στό συνήθη τύπο τῶν χριστιανῶν, παρουσίαζαν ἀκέραιο χαρακτήρα, ἐκκλησιαστικό φρόνημα, πίστη σταθερή στόν Τριαδικό Θεό καί ἰδίως στό Χριστό, τόν ὁποῖο ἰδιαίτερα τιμοῦσαν καί ἀγαποῦσαν. Ἐπεδείκνυαν ἀξιο­θαύ­μαστη εὐψυχία τόσο κατά τή διάρκεια τῶν ἐξαντλητικῶν ἀνακρίσεων ἐνώ­πιον τῶν ἀνακριτῶν τους, ὅσο καί καρτερικότητα κατά τή διάρκεια τῶν σκληρῶν βασανιστηρίων τους, τά ὁποῖα προκαλοῦσαν τό θαυμασμό τῶν λοιπῶν χριστια­νῶν. Ἡ παρρησία καί ἡ σταθερότητα αὐτή τῶν Νεομαρτύρων προέρχεται βασικά ἀπό τή βαθιά καί ἀκλόνητη πίστη τους στό Χριστό. Γιατί θεωροῦσαν ὅτι ἡ πίστη τους στό Χριστό, γιά τήν ὁποία ὁδηγοῦντο στό μαρτύριο, ἦταν τό σπουδαιότερο καί πλουσιότερο ἀγαθό καί ὅτι ἡ ὑψίστη τιμή παρρησίας καί σταθερότητας τῆς πίστεώς τους ἦταν ἡ περιφρόνηση πού ἐπεδείκνυαν γιά τό μαρτύριό τους καί ἡ προσδοκία ἀποκτήσεως τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἀρκετοί ἀπό τούς Νεομάρτυρες μετά τό μαρτυρικό τους θάνατο τιμήθηκαν ὡς ἅγιοι ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή ὄχι μόνον ὁμολόγησαν τόν ἀληθινό Θεό ἀλλά καί θαύματα ἔκαναν καί κάνουν, ἐνισχύοντας τούς πιστούς ὀρθοδόξους χριστιανούς.

     Λόγω ἀκριβῶς τῆς ὁμολογίας τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τῆς προσφορᾶς τοῦ αἵματός τους χάριν τοῦ Χριστοῦ, τό μαρτύριο τῶν Νεομαρτύρων ἔχει ὁμολογιακό χριστοκεντρικό χαρακτήρα. Οἱ Νεομάρτυρες τῆς πίστεως περιφρόνησαν τή φιλία τοῦ κόσμου τούτου, ἔγιναν μισητοί ἀκόμη καί ἀπό τούς οἰκείους τους γιά νά ἀκολουθήσουν τήν μαρτυρική πορεία, πού τούς ὁδήγησε στό θάνατο γιά νά κερδίσουν τό Χριστό, σύμφωνα μέ τό «πάντες οἱ μαρτυρήσαντες ἐτελειώθησαν διά τῆς εἰς Χριστόν πίστεως καί ἐβάστασαν τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ». Ἐξάλλου, ὁ ἱερός ὑμνογράφος, θαυμάζοντας τό μαρτύριο τῶν Νεομαρτύρων γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀναφωνεῖ· «οὐ διωγμός, οὐ λιμός, οὐ γυμνότης, οὐ κίνδυνος, οὐδέ θάνατος ὅλους τούς θείους ἀθλοφόρους τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ διεχώρισεν», ἐφόσον ὅλοι «οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται».

     Οἱ χιλιάδες ἑπομένως Νεομάρτυρες μέ τό μαρτύριό τους ἀπέδειξαν ἔμπρα­κτα τήν τελεία πίστη καί ἀγάπη τους στόν Τριαδικό Θεό, καί μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου τους εὐαρέστησαν τό Χριστό, ἐξέπληξαν τούς ἀγγέλους, εὔφραναν τούς ἁγίους, ἐταπείνωσαν τούς δαίμονες, ἐλύπησαν τούς ἀλλοπίστους, παρηγόρησαν τούς ἐν θλίψει ἀδελφούς, ἐχαροποίησαν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ὁποία στερεώθηκε μέ τό αἷμα τους καί γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία στεφανώνει καί τιμᾶ τή μνήμη τους, κατά τόν Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη. Καί γι’ αὐτό τά ἱερά λείψανά τους τοποθετοῦνται στά ἱερά θυσιαστήρια – Ἅγιες Τράπεζες – καί πού χωρίς αὐτά δέν ἐγκαινιάζεται ἱερός ναός.

     Ἡ πίστη στό Χριστό ἀποτελεῖ τό βασικό λόγο τοῦ μαρτυρίου, πού χορη­γεῖ­ται ὡς προνόμιο στούς ἐκλεκτούς καί ἀποτελεῖ τήν ὑψηλότερη ἔκφραση τῆς ὑπακοῆς στό Θεό· ὁ Μάρτυρας ζεῖ τό μαρτύριο ὡς καθημερινό βίωμα, παραδίδοντας τόν ἑαυτό του στό θάνατο γιά τό Χριστό. Ὁ μαρτυρικός θάνατος τοῦ Νεομάρτυρα εἶναι ἡ ἐπισφράγιση καί ἡ μεγαλειώδης ἔκφραση τοῦ ἀναίμακτου μαρτυρίου· γιά τήν ἀγάπη καί τήν πίστη του στό Χριστό ὑπομένει χαίρων «δεσμωτήρια καί δεσμά καί συκοφαντίας καί ἐξορίας καί ἄλλας ταλαιπωρίας ἁπάσας». Ὁ μαρτυρικός θάνατος ἀναβιβάζει τόν Μάρτυρα στό ἀγγελικό ἀξίω­μα, ἀνοίγει τίς πύλες τοῦ οὐρανοῦ στήν ἔνδοξη τελείωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

     Τό μαρτύριο τοῦ κάθε Μάρτυρα προϋποθέτει ἀπαρασάλευτη ἔμμονη στήν ὀρθόδοξη πίστη, θαρραλέα ὁμολογία ἐνώπιον τῶν διωκτῶν καί διαπρύσια διακήρυξη τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἔχει ἐφαρμογή ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός».

     Κατά τήν πατερική θεολογία, συνεπῶς, τό μαρτύριο ἐμπνέεται ἀπό τή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ, χάριν τοῦ ὁποίου οἱ Μάρτυρες καταφρονοῦν τό θάνατο. Μετά τό σταυρικό θάνατο τοῦ Ἀρχιμάρτυρα Χριστοῦ ἀναδεικνύονται μυριάδες μαρτύρων τῆς πίστεώς τους σ’ Αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία ψάλλει «παθῶν ἑκουσίως, Μαρτύρων θεία στρατεύματα, πίστει, ἐναθλεῖν παρεσκεύασεν».

    Οἱ χριστιανοί Μάρτυρες, στοιχοῦντες στή θεία ἐντολή θυσιάζονται καί χωρίς νά προβάλλουν ἄμυνα ἐναντίον τῶν διωκτῶν τους ὁμολογοῦν «ἕνεκά Σου θανατούμεθα, ὅλην τήν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς».

     Ἔτσι οἱ μάρτυρες τῆς ὀρθοδόξου πίστεως προσφέρουν τή ζωή τους ὑπέρ τῆς «καλῆς ὁμολογίας», ἀκολουθοῦντες τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος πρῶτα «ἐμαρτύρησε τήν καλήν ὁμολογίαν», τήν ὁποία διεκήρυξε πρίν ἀπό τή σταυρική θυσία καί αὐτή ἦταν ὅτι ἦλθε στόν κόσμο γιά νά «μαρτυρήσῃ τῇ ἀληθείᾳ».

      Ἡ «καλή ὁμολογία» τῶν Μαρτύρων γιά τήν ἐν Χριστῷ ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια ἐμπεριέχεται στήν ὁμολογιακή φράση «χριστιανός εἰμι», πού σήμαινε σταθερή πίστη στό Χριστό καί ἀμετακίνητη ἐμμονή στά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, εἶχε δέ ὡς ἀποτέλεσμα τόν «ἐν φόνῳ μαχαίρας» θάνατο.

      Ἀπό τή θεολογία τοῦ μαρτυρίου συνάγεται ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀληθινός μάρτυρας χωρίς τή συνεχῆ «καλή ὁμολογία»· ἡ ζωή τοῦ πραγματικοῦ πιστοῦ εἶναι μία συνεχόμενη μεγάλη ὁμολογιακή πορεία, πού ἴσως συχνά καταλήγει στό μαρτύριο τοῦ αἵματος.

     Κατά τούς μεταγενέστερους μάλιστα χρόνους, ἡ ὁμολογία «χριστιανός εἰμι» ἀποδίδεται ἀπό τούς Νεομάρτυρες μέ ἀνάλογη φράση «Ἐγώ χριστιανός γεννήθηκα καί χριστιανός θέλω νά πεθάνω». Στίς δελεαστικές προτάσεις τῶν ἀντί­χρι­στων Μωαμεθανῶν, οἱ Νεομάρτυρες ἀκολουθοῦσαν τούς ἀθλητές τῶν κατακομ­βῶν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ἐπαναλάμβαναν τή γνώριμη ἀπαίτηση «τόν Ἰησοῦ μου θέλω». «Ἐγώ τόν Ἰησοῦ μου δέν τόν ἀρνοῦμαι, χριστιανός γεννήθηκα, χριστιανός θέλω νά πεθάνω… Χριστιανός, χριστιανός, χριστιανός». Οἱ Μάρτυρες ἐνώπιον τῶν διωκτῶν τους δέν ἀναφέρονταν οὔτε στό ἀξίωμά τους οὔτε στίς γνώσεις καί τή σοφία τους· δέν πρόβαλαν ἀντίσταση στή βία τῶν διωκτῶν τους, ἐστέκοντο ἄοπλοι ἀπέναντί τους καί δέν ἱκανοποιοῦσαν καμία περιέργεια τῶν ἀνακριτῶν τους. Ἔμεναν σταθεροί στήν ὁμολογία τους ἀποβλέποντες στήν οὐ­ρά­νιο πορεία τους, ἐπιδιώκοντας «τό βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως». Ἔδιναν στερεότυπα τήν ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ ὁμολογία «χριστιανός εἰμι» καί ἀποδεικνύονταν μεγαλοφωνότατοι κήρυκες τῆς πίστεως μέ τήν προσφορά τοῦ αἵματός τους. 

      Ἡ θυσία τῶν Νεομαρτύρων γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἀποτελεῖ δίδαγμα γιά ὅλους τους μεταγενέστερους καί σύγχρονους Ἕλληνες. Ἰδιαίτερα σήμερα προβάλλεται ἄμεση ἡ ἀνάγκη νά ἀναφανοῦν καί ἀναφερθοῦν νεοφανεῖς καλλίνικοι μάρτυρες τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦντες τήν ὁδό τῆς τελειώσεως τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ ἀναδεικνύονται «ἄγγελοι» καί «πάρεδροι Χριστοῦ» καί «θείας φύσεως κοινωνοί».

     Μέ τό τίμιο ἐξάλλου αἷμα τῶν Μαρτύρων καί τῶν Νεομαρτύρων στερεώνεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ὀρθοδοξίας, πού εἶναι γεμάτη ἀπό τά μεγάλα καί θαυμαστά θαύματά τους. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας δοξάζει, τιμᾶ καί γεραίρει τούς Νεομάρτυρες, δοξολογεῖ τόν Κύριο μέ ψαλμούς, ὕμνους καί ὠδές  πνευματικέςκαί οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἐνδυναμώνονται ἀπό τό μαρτύριό τους.

     Ἡ ψυχική ἐξάλλου μεταβολή τῶν Νεομαρτύρων πρός τό μαρτύριο εἶναι μοναδική στήν παγκόσμια ἱστορία, ἀφοῦ ἁπλά χωριατόπαιδα οἱ περισσότεροι ὀρθώνουν περίτρανα τήν πίστη τους, γίνονται κήρυκες τοῦ Χριστοῦ μέ τό ἡρωικό φρόνημά τους καί ὁδηγοῦν σταθερά τά βήματά τους στό μαρτύριο. Δέν φοβοῦν­ται, δέν ὀπισθοχωροῦν, βλέπουν μόνο μπροστά τους τόν Ἰησοῦ, πού θαυμα­τουργεῖ ἀπό εὔσπλαχνη ἀγαθότητα καί συμπαθῆ ἀγάπη. Τόν βλέπουν νά χρησι­μοποιεῖ ἁπλά μέσα, ἕνα νεῦμα, ἕνα λόγο, μιά χειρονομία, μιά ἐπαφή, μιά ἁπλή ἔκφραση τῆς θέλησής Του, μιά προσταγή. Ἐνεργοῦσε χωρίς ἐξωτερικά μέσα παρά μόνο μέ τό λόγο. Καί μόνο μιά στιγμή. Καί τό γνωρίζουν αὐτό οἱ Νεομάρτυρες, ὅτι δηλαδή ὁ Χριστός θεράπευε λεπρούς, παραλυτικούς, κωφάλαλους ἐκ γενετῆς, πού οὔτε καί σήμερα ἀπό τή σημερινή ἐπιστήμη μποροῦν νά θεραπευ­θοῦν. Κι ἀκόμη πιστεύουν σ’ Ἐκεῖνον πού κυβερνᾶ τά στοιχεῖα τῆς φύσης, πολλαπλασιάζει τούς πέντε ἄρτους, μεταβάλλει τό νερό σέ κρασί, καταπαύει τό σάλο τῶν κυμάτων, κατευνάζει τούς ἀνέμους, στερεοποιεῖ κάτω ἀπό τά πόδια του τή θάλασσα καί περπατεῖ σ’ αὐτή, καί ἀκόμη αὐτός ὁ θάνατος ἀφήνει τή λεία του καί φεύγει (κόρη Ἰαείρου, Λάζαρος κ.ἄ.). Τέλος ὁ ἴδιος συλλαμβάνεται, σταυρώνεται, κηδεύεται καί σέ τρεῖς ἡμέρες ἀνασταίνεται ἐκ νεκρῶν, στοιχεῖα ἀκρά­δαντα καί ἀδιάσειστα πού βεβαιώνουν τή θεία Του φύση καί δύναμη καί στή θεία Του ὑπόσταση.

     Καί οἱ Νεομάρτυρες Ἐκεῖνον ἀκολουθοῦν, Ἐκεῖνον πιστεύουν, Ἐκεῖνον μαρτυροῦν, Ἐκεῖνον λατρεύουν, Ἐκεῖνον ἔχουν στήν καρδιά τους καί Ἐκεῖνος τούς ὁδηγεῖ ἐπειδή Τόν ἀγάπησαν πολύ καί ἔγιναν μέτοχοι τοῦ μυστηρίου Του. Γι’ αὐτό καί τά ἱερά λείψανά τους, πού εἶναι πολυτιμότερα λίθων πολυτελῶν, ἀναθάλλουν ὡς βοτάνη εὔκαρπος ὁπουδήποτε καί νά βρίσκονται και ἀποτί­θεν­ται ὡς θησαυρός τιμαλφέστατος, πλουτίζοντας πενία ψυχῶν καί ὡς ἄκος θεραπεύονται πληγές ἀνίατες. Καί ἀκόμη ἡ προσκυνηματική τους παρουσία καί οἱ εὐωδίες διατρανώνουν τήν ἐνοικοῦσα σ’ αὐτά θεία χάρη ἀφενός καί ἀφετέρου τή μαρτυρία τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, γεγονός πού βεβαιώνει ἀπόλυτα ἡ ζωηφόρος τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἀνάσταση.

     Αὐτό λοιπόν τό μυστήριο καί αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ὅπως καί τά μαρτύρια τῶν Νεομαρτύρων μας, ἄς ὁδηγοῦν καί τά δικά μας βήματα.

 

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ

www.enromiosini.gr  www.romnios.gr

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα