ΜΕ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΣΥΝΤΡΙΒΗΣ, Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΜΑΣ

PROSFORO

Ἤγουν

Πῶς οἱ παλαιὲς ἐζύμωναν τὶς λειτουργιές.

 

Λάμπρου Χρ. Σιάσου

Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ

 

            Ὅπως ὁ ἄσωτoς τῆς παραβολῆς, ἐφύγαμε κι ἐμεῖς μακρὰν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Πατρός μας, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ξοδέψαμε οἱ σημερινοὶ ὅλον τὸν βίο μας, ὅ,τι μᾶς χαρίσθηκε ἀπὸ τὸν Πανάγαθο. Καὶ φτάσαμε νὰ βόσκουμε χοίρους. Νὰ δουλεύουμε εἰς τὲς ἐπιθυμίες ποὺ μᾶς ὑποβάλλει ὁ ἐξαποδὼ μαζὶ καὶ οἱ σύγχρονοι κουρτιζάνοι του. Ἡ φύση, ποὺ φυτρώνει ἀγκάθια ἀπὸ τὴν πρώτη μας ξαστοχία, σήμερα ξηραίνεται καὶ στενάζει, πλιότερα ἀπὸ ποτέ, ἀπὸ τὴν ἰδική μας ἀνομβρία. Οὔτ’ ἕνα δάκρυ δὲν ἔχουμε νὰ τὴν νοτίσουμε. (…..).

             Γιὰ τὴν ἐπιστροφή μας στὸ σπίτι τοῦ Πατρὸς χρειάζεται νὰ κλαύσουμε. Νὰ συντριβοῦμε. Καὶ συντετριμμένοι τὴν καρδίαν νὰ πέσουμε στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ τρανοῦ Πατέρα ποὺ μᾶς περιμένει στὴν ἔξω πόρτα. Οἱ φυσικοὶ γονεῖς μας ἄλλοτε, οἱ σημερινοὶ πνευματικοὶ τῶν σπηλαίων καὶ τῆς ἀσκήσεως ἐδίδασκαν καὶ διδάσκουν τὰ πρῶτα βήματα τῆς σωτήριας ἐπιστροφῆς.

            Οἱ γονεῖς μας ἔμπαιναν στὴν Ἐκκλησία μὲ προετοιμασία. Ἐνήστευαν. Ἐξομολογοῦντο. Ἐγκρατεύοντο καὶ προσηύχοντο διὰ τοῦ ἱερέως νὰ ἁγιασθοῦν οἱ ἴδιοι καὶ τὸ μικρὸ βιός τους. Νὰ ἀποχωρισθοῦν δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἐλάμβαναν τὸν ἁγιασμό. Καὶ ἐρράντιζαν δι’ αὐτοῦ ἑαυτοὺς καὶ τὰ ὑπάρχοντά τους. Σπίτια, χωράφια, ζωντανά. Ἀντελάμβανον δι’ αὐτοῦ καρπούς. Ἄλλοτε πλουσίους. Ἄλλοτε ὀλιγοστούς. Καρποὺς ὅμως πάντοτε προσωπικοῦ ἱδρῶτος καὶ θείας ἐπευλογίας. Σίτον, οἶνον, ἔλαιον. Τὶς ἀπαρχὲς τῶν καρπῶν καὶ τῆς φύσεως τὶς προσκόμιζαν καὶ πάλιν δῶρον ἅμα καὶ δέηση στὸν Πανταίτιον τῶν δωρεῶν.

 Μίαν ἀπαρχήν, τὸν σίτον, ἐφρόντιζαν ἰδιαιτέρως. Τὸν συνῆγον σπυρί-σπυρὶ καὶ μ’ ἄφθονο ἱδρώτα ἐπάνω τῶν ὀρέων. Καὶ τὸν προσκόμιζαν μὲ ὁλόλευκον πετσετούλα εἰς τὴν Ἄκραν Ταπείνωσιν. Μαζὶ καὶ ἀνορθόγραφες δεήσεις. Ὑπὲρ ὑγείας, Ὑπὲρ ἀναπαύσεως (….).

            Ἡ θεία μου, ἡ κυρά-Μαριώ, ἀπὸ χωρίον εἰς τὰ ριζὰ τοῦ Ἀρακύνθου, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ πρὸ δεκαετίας- παρέλαβε ἀπὸ τὴν πενθεράν της Βασίλω, τὴν μητέρα τοῦ πατρός μου, παλαιότερον αὐτῶν ἄλλο πρακτικὸ ἀλφαβητάρι γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ τὴν μαστορικὴ ποὺ εἶχαν ἀβιάστως, δηλαδὴ ἐκθύμως, ἀποκτήσει προκειμένου νὰ ζυμώνουν ἱεροπρεπῶς τὰ πρόσφορα, τὶς λειτουργιές. Ἀξιώθηκα πρὸ εἰκοσαετίας νὰ τὴν παρακαλέσω καὶ νὰ μοῦ ἐμπιστευθεῖ κάποια δυσεύρετα στὶς μέρες μας “πατήματα”. Ἀκούγονται ὡς μουσικὰ ἀλάλητα “κρατήματα”. Κρατοῦν τὸ “ἴσον” ἀμέτρητων εὐχῶν, ἀτέλειωτων αἰώνων (…).

– Πές μου γιαγιὰ Μαρία, σὲ παρακαλῶ, πῶς ἔφτιαχναν στὰ χρόνια σου τὶς λειτουργιές.

– Ἡ μάννα μου, παιδί μου, ἦταν Χριστιανή…, πάντοτε ἔκανε αὐτὴ τὴν ἑτοιμασία. Τ’ ἀλεύρι τὸ εἶχε χώρια, ὅταν ἤτανε καθαρή, θὰ τὸ συμμάζευε τ’ ἀλεύρι – μὴν πάει ἀκάθαρτη κι ἁπλώσει μέσα.

– Χώρια, λοιπόν, τ’ ἀλεύρι γιὰ τὶς λειτουργιές.

– Τότε ἐμεῖς εἴχαμε τὴν ἀλισσίβα. Ἔβανε μία κατσαρόλα στὴ φωτιὰ μὲ νερὸ καὶ πέταγε μέσα στάχτη, ἔβραζε ἡ στάχτη μὲ τὸ νερό, κι αὐτὴ ἤτανε ἡ ἀλισσίβα. Ἔπαιρνε ὕστερα μικρὸ κατσαρολάκι, τὸ ἔβραζε, τὸ ἔβγαζε, τὸ ἔτριβε μὲ τὴν ἀλισσίβα, τὸ ἔφκιανε μὲ ἄμμο κι ἔφεγγε. Μετὰ ἔπλενε τὰ σαγάνια, τὰ χαλκοματένια. Ἔπαιρνε αὐτὸ γιὰ τὸ προζύμι χωριστά.

– Γιατί χωριστά;

– Γιὰ νὰ βράσει, νἆναι καμμένο, νὰ καθαρίσει καλά, νἆναι εὐχαριστημένη, μὴν πέρασε φίδι, πέρασε ποντίκι….

– Πότε γινόταν αὐτό;

– Μία μέρα πρίν. Ἂς ποῦμε ὅτι ἤθελε τὶς λειτουργιὲς γιὰ τὴν Κυριακή. Θὰ τὶς πήγαινε Σάββατο τὸ βράδυ. Αὐτὴ ἡ ἑτοιμασία γινόταν τὴν Πέμπτη ἢ τὴν Παρασκευή. Μόλις ἔπλενε τὰ χαλκώματα, τὰ τύλιγε μὲ καθαρὸ πανί, τἄδενε μὲ κλωστὴ καὶ τὰ κρέμαγε ψηλὰ τὰ κατσαρολικὰ καὶ τὰ σαγάνια, νἆναι σίγουρη ὅτι αὐτὰ εἶναι πεντακάθαρα.

– Ὕστερα, παραμονὴ τὸ βράδυ, θὰ ἀνάπιανε τὸ προζύμι, ξανάβγαινε τὸ κατσαρολάκι τὸ ξεχωριστό, ζέσταινε τὸ νερό, ἔπαιρνε μὲ τὸ μικρὸ κουτάλι νὰ δεῖ πόσο ζεστάθηκε, μὴν καεῖ τὸ προζύμι….

– Ποῦ ἔριχνε νερό;

– Ἔγερνε ἐπάνω στὸ χέρι της, νὰ δεῖ εἶναι μαλακούλι τὸ νερό, ἅμα καίει, πάει τὄκαψε, δὲν γίνεται λειτουργιά, δὲν ἀναπιάνεται τὸ προζύμι. Ἀναπιάνει λοιπὸν τὸ προζύμι καὶ τ’ ἀφήνει νὰ γένει.

– Πῶς γινόταν αὐτό, θεία Μαρία;

– Ἐδῶ ποὺ ἦρθα ηὗρα τὰ ἴδια, ὅ,τι ἔκανε ἡ μάννα μου τὸ βρῆκα κι ἀπ’ τὴν πεθερά μου, τὴ Βασίλω. Ἔβανε, ποὺ λές, τὸ χλιαρὸ νερό, κοσκίναγε τ’ ἀλεύρι καὶ τὄπαιρνε μὲ τὸ κουτάλι καὶ τὸ ἀναπιάνει νὰ εἶναι σίγουρη ὅτι ἡ λειτουργιὰ θὰ γίνει σῶμα καὶ αἷμα.

– Ἐκεῖ τὸ μυαλό της.

– Ἐκεῖ καρφωμένο. Τ’ ἀνάπιανε καὶ τὄβανε κοντὰ στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ φουσκώσει. Καὶ στὶς δυό τη νύχτα σηκωνόταν νὰ ζυμώσει τὴ λειτουργιά. Μετὰ ξανάπαιρνε, μόλις τελείωνε τὸ προζύμι, θερμὸ νερὸ νὰ πλύνει τὸ σκαφίδι, ξύλινο σκαφίδι, τόσο δά, {μικρὸ} ἴσα γιὰ τὶς λειτουργιές.

– Τόσο μικρό;

– Ἦταν μικρὸ μόνο γιὰ λειτουργιές, ἂς ποῦμε μισὸ μέτρο, ὅσο εἶναι ἡ γωνιὰ καὶ λιγότερο. Τὸ ἄλλο γιὰ τὸ ψωμὶ ἤτανε ἐδῶ καὶ ἐκεῖ πέρα, γιόμιζε τὸ φοῦρνο καρβέλια. Ἔπαιρνε λοιπὸν τὸ μικρὸ σκαφίδι καὶ τὸ ζεμάταγε κι αὐτό.

– Πότε;

– Ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς παραμονῆς. Τὄπαιρνε ὕστερα μ’ ἕνα μεσάλι τὸ σκαφιδάκι αὐτὸ καὶ τὸ τύλιγε καλὰ κι ἔβανε ἕνα σκαμνὶ ξύλινο καὶ τὸ ἀναποδογύριζε ἀπὸ πάνω, δίπλα στὴ φωτιά, δίπλα στὸ προζύμι κι αὐτό, γιὰ νὰ στεγνώσει τὸ σκαφίδι ἀπὸ μέσα. Ἀφοῦ ἐκεῖ θὰ κοσκίναγε ἔπειτα. 

– Τί ἄλλο ἑτοίμαζε, θεία Μαρία;

– Νὰ ἔβλεπες, παιδί μου, τί φοροῦσε, θἄκοβες τὸ αἷμα σου. Τὰ ἴδια γινότανε καὶ μὲ τὴν ἀδερφὴ τοῦ πατέρα μου.

– Δηλαδή;

– Αὐτὰ ποὺ θὰ ἀκούσεις τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου: πλένουνταν, ἄλλαζε ἀπὸ τὸ πρωὶ ποὺ θὰ σηκωνόταν νὰ ζυμώσει λειτουργιά…, θὰ φόραγε κουρελάκια, ἀλλὰ ἔλαμπαν ἀπὸ τὴν καθαριότητα, πλυμένα μὲ ἀλισσίβα.

– Δὲν ἦταν καινούργια, ἀλλὰ καθαρά!

– Ναί, κουρελάκια… δὲν χώραγαν ἄλλα μπαλώματά σου λέω, σάκκο καὶ φουστάνι, τὸ φουστάνι τὸ φτιάχνανε μοναχές, κάθε μία ἤτανε μοδίστρα μοναχή της, τὰ χεράκια της ὅλη τη νύχτα ἔρραβαν.

– Καὶ ὁ σάκκος;

– Ὁ σάκκος ἤτανε τὸ ἀπὸ πάνω, μπλούζα ποὺ λέμε τώρα. Ἤτανε ἀνοιχτὸς κάπως ἐδῶ μπροστά, ἀλλὰ τὄφκιανε μὲ μέση καὶ ἔπεφταν σὰν καμφάκια ἐδῶ, νὰ χαρίζει καὶ λίγο. Κουμπάκια ἢ σοῦστες ἔβανε κάτω-κάτω, ἀλλὰ ὁ λαιμὸς ἐκεῖ κλειστός.

– Ντυμένη λοιπὸν πεντακάθαρα.

– Κατακάθαρα ὁπωσδήποτε. Καὶ στὸν ἑαυτό της ἤξερε ὅτι εἶναι καθαρὴ καὶ ἤξερε ὅτι θὰ τὴν φκιάσει τὴ λειτουργιά,  ἀλλιῶς δὲν τὴν ἔφκιανε.

– Ἀλήθεια;

– Δὲν τὴν ἔφκιανε, θὰ ἔβαζε ἐμένα ποὺ ἤμουνα κοριτσάκι καὶ θὰ τὴν ζύμωνα, καὶ μὲ ὁρμήνευε, ἔτσι φκιάσε… καὶ τὴν ἔφκιανα. Ἔπρεπε νὰ εἶναι σίγουρη ὅτι ἡ λειτουργιὰ θἆναι καθαρή, ἀλλιῶς δὲν τὴν πήγαινε στὸν παπά.

– Ὅλα αὐτὰ λοιπὸν τὴν παραμονή.

– Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ θὰ σηκωνότανε.

– Χαράματα;

– Ἄλλοτε χαράματα, ἄλλοτε στὶς τρεῖς, δὲν εἶχε ὕπνο. Ἅμα τὸ προζύμι φούσκωνε, τότε θὰ ἄρχιζε. Μόλις ἔβλεπε ὅτι ἔγινε τὸ προζύμι, ἔπαιρνε τὴ σήτα τὴν πλυμένη, ποὺ τὴν εἶχε μέσα στὴ σακκούλα, γιὰ νὰ κοσκινίσει τὸ ἀλεύρι, λίγο ἀλεύρι· δὲν ἔφκιανε τὶς λειτουργιὲς ὅπως τὶς κάνουν τώρα, ἀλλὰ τόσο μικρές.

– Πόσο δηλαδή;

– Νὰ πατάει ἡ σφραγίδα καὶ λίγο νὰ μένει στὴν ἄκρη. Ἔπαιρνε τὸ ἀλεύρι καὶ τὸ ζύμωνε, ἔπαιρνε τὸ πλαστράκι, ὄχι μεγάλο, ἀλλὰ μικρὸ καὶ ἐκεῖ πάνω ζύμωνε. Μετὰ ἔβαζε τὶς λειτουργιὲς στὰ σαγανάκια ποὺ τὰ ζέσταινε καὶ πάταγε τὸ ζυμάρι. Ἐκείνην τὴν ὥρα πρόσεχε πολύ. Τὰ μαλλιά της καλοτυλιγμένα μέσα στὸ μαντήλι νὰ μὴν ξεπέχει τίποτε ἀπ’ ἔξω.

– Γιατί;

– Γιατί ἔχει καὶ ὁ πειρασμὸς μ’ αὐτὰ νὰ κάνει. Νἄρθει, λέει, νὰ τὴν τραβήξει νὰ πέσει μέσα στὸ ζυμάρι. Τρέμει    ἡ  ν ο ι κ ο κ υ ρ ά  ἐ κ ε ί ν η  τὴν  ὥ ρ α,  ἡ  λ ε ι τ ο υ ρ γ ι ά  τ η ς  θ ά  γ ί ν ε ι  σ ῶ μ α  κ α ί  α ἷ μ α. Λέει στὸν Θεό: “Εἶμαι καθαρὴ Θεέ μου; Συγχώρα με, συγχώρα με….” Καὶ προσεύχεται ἀσταμάτητα. Λέει τὸ “Πάτερ ἡμῶν” χωρὶς σταματημό. Ὁ μακαρίτης ὁ παπα-Νταλιάνης μας ἔλεγε: “Ὅταν ζυμώνετε λειτουργιὰ νὰ προσέχετε. Νὰ μὴν λούζεστε ἐκείνη τὴν ὥρα, ἀλλὰ τὴν προηγούμενη μέρα. Κι ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα γιὰ τὸ ζύμωμα τὰ μαλλιὰ νὰ τὰ δένετε σφιχτὰ μὲ τὸ μαντήλι γιὰ νὰ μὴν ἔχει δικαίωμα ὁ πειρασμὸς νὰ ἁπλώσει….

– Πόση ὥρα ζυμώνει τὸ ζυμάρι;

– Πολλὴ ὥρα θέλει, ὅπως τὸ ψωμί, νὰ γένει ἡ λειτουργιά. Φαίνεται αὐτό, γιατί κάνει φουσκάλες τὸ ζυμάρι, ἅμα τὸ ζυμώσει, καλά, μαρτυράει μοναχό του τὸ ζυμάρι. Ἅμα ζυμωθεῖ, λοιπὸν ἀπὸ τὴ δύναμη, καὶ κούλημα καὶ ζύμωμα, ἔρχεται αὐτὸ μοναχό του καὶ ἀμολάει. Τὸ καταλαβαίνει ἡ νοικοκυρά. Μετὰ κάνει τὸν σταυρὸ ἀπὸ πάνω καὶ τ’ ἀφήνει.

– Πῶς γίνεται αὐτό;

– Νὰ ἔτσι μὲ τὴν παλάμη ὄρθια, τρεῖς φορὲς τὸ πατᾶς τὸ ζυμάρι νὰ χαράζεται. Τὸ σκεπάζει μὲ τὴν πετσετούλα, παίρνει τὰ σαγανάκια, τὰ ζεσταίνει ἅμα κάνει κρύο, βάζει μία σταγόνα λάδι καὶ τὰ ἀλείφει καὶ τὰ δυὸ τὰ σαγανάκια. Μετὰ θὰ κόψει τὸ ἀνάλογο. Θὰ κανονίσει μέσα στὴ μέση στὸ ζυμάρι νὰ τὸ χωρίσει. Τὸ χωρίζει… κοντεύει νὰ κοπεῖ καὶ τὸ πατάει πρὸς τὰ κάτω. Κι αὐτὸ γίνεται σὰν λειτουργιὰ ξεχωριστῆ κάτω.

– Τί ἄλλο;

– Τὸ ἀπάνω μένει αὐτὸ καὶ τὸ στρίβει ἔτσι λιγάκι καὶ τὸ πατάει ἀπὸ πάνω καὶ εἶναι χωρισμένο. Τὸ βλέπεις, χωρίζει.

– Τί σημαίνει αὐτό;

– Τὸ κάτω εἶναι ἡ γῆς καὶ τὸ πάνω ὁ οὐρανὸς καὶ συνδέεται ἡ γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Τὸ βάζει λοιπὸν στὸ σαγανάκι καὶ πατάει μὲ τὴ σφραγίδα ἀπὸ πάνω… τὰ τυλίγει, τὰ βάζει στὸ κρεββάτι καὶ δὲν βάζει πιάτα ἀπὸ πάνω γιατί ἱδρώνει καὶ χαλᾶνε τὰ γράμματα. Θὰ βάλει καθαρὸ μεσάλι καὶ τρία μαξιλάρια ὁλόγυρα. Τὸ μεσάλι ἀπὸ πάνω νἆναι ψηλότερα, νὰ μὴν ἀγγίζει πάνω στὴ λειτουργιά. Καὶ ἡ κουβέρτα, ἀπὸ πάνω. Γιατί, ἅμα εἶναι χειμώνας δὲν γίνεται. Αὐτὴ κρατάει ζέστα. Ἔτσι περιμένεις νὰ φουσκώσει.

– Τὴν παρακολουθάει δηλαδή.

– Ὁπωσδήποτε. Αὐτὸ γίνεται τὸ Σάββατο τὸ πρωί. Ἅμα θὰ γίνει, θὰ τὴν φουρνίσει. Ἡ  ν ο ι κ ο κ υ ρ ὰ  π ρ έ π ε ι  ν ὰ  κ ο υ β ε ν τ ι ά ζ ε ι  μ ὲ  τ ὸ  ζυμάρι. Ξέρει που θὰ πάει αὐτό. Κι ὅλη τὴν ὥρα δὲν ἔχει ἄλλη ἔγνοια, μόνο αὐτή, μέχρι νὰ τὴ βάλει στὸ φοῦρνο. Κι ὅσο τὴ φουρνίζει, προσέχει νὰ μὴ χαλάσει, νὰ μὴ γίνουν ἐλιὲς ἀπάνω της.

– Δηλαδή;

– Οἱ  παλιὲς  λέγανε  ὅτ ι  ὁ  Θεό ς   τότε  σ ο ῦ  δ ε ί χ ν ε ι  σημά δια˙  ν ά  μ ή ν  τ ή ν  π ᾶ ς  σ τ ή ν  Ἐ κ κ λ η σ ί α.  Δὲν εἶναι εὔκολα πράγματα αὐτά. Πῶς λένε ὅτι κατεβαίνουν ἄγγελοι καὶ λειτουργᾶνε μὲ τὸν παπά. Σ’ αὐτὸ βοηθάει καὶ ἡ νοικοκυρά, ἡ ἄξια καὶ ἡ καθαρή, μὲ τὰ χέρια της καὶ μὲ τὴν ψυχή της.

 Ὁ παπὰς τῆς ἐνορίας θὰ διαλέξει τὴ λειτουργιὰ ποὺ θὰ εἶναι καθαρή. Μπορεῖ νὰ πᾶνε καὶ 50 λειτουργιὲς στὴν Ἐκκλησία, αὐτὸς ὅμως θὰ διαλέξει τὴν καθαρὴ καὶ τὴ σωστή. Ἐκείνη θὰ προσκομίσει.

 

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ι΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2012