ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΚΑΙ ΙΣΛΑΜ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΚΑΙ ΙΣΛΑΜ

prof. ThDr. Ján Zozuľak

Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Πρέσοβ, Σλοβακία

 

Ἡ ἱστορική μοίρα ὁδήγησε τοὺς ὀρθόδοξους λαοὺς σὲ μακραίωνη γειτνίαση καὶ συμβίωση μὲ λαοὺς ἡ θρησκεία τῶν ὁποίων ἦταν τὸ Ἰσλάμ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λόγῳ γεωγραφικῆς τοποθέτησης σχεδὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ βρέθηκε ἀντιμέτωπη μὲ τὸ Ἰσλάμ, καθὼς καὶ μὲ τὶς ἐπεκτατικὲς τάσεις του. Ἡ πρώτη γνωριμία τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸ Ἰσλὰμ ἦταν κατ’ ἀρχὰς πολὺ ἀρνητική, ἀφοῦ ἔγινε μέσῳ τοῦ περάσματος στὴν ἀραβική-μουσουλμανικὴ κυριαρχία ὁρισμένων ἐκτεταμένων ἐδαφῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, τῆς Βορείου Ἀφρικῆς καθὼς καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Οἱ ἀραβικὲς κατακτήσεις ἀπέσπασαν βιαίως ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐκτεταμένες ἐπαρχίες καὶ μητροπόλεις μὲ πολυάριθμους πιστοὺς μεταξὺ τῶν ὁποίων πολλοὶ δέχθηκαν μαρτυρικὸ θάνατο γιὰ τὴν πίστη τους.

Ὅπως λέει ὁ Κ. Τσοπάνης, στὴν ἱστορία τῶν σχέσεων μεταξὺ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἰσλὰμ διακρίνουμε δυὸ μεγάλες περιόδους: α) ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἰσλὰμ καὶ ἕως τὴν κατάρρευση τῆς Κωνσταντινούπολης (1453) καὶ β) ἀπὸ αὐτὸ τὸ θλιβερὸ γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ συμβὰν ἕως σήμερα. Στὴν πρώτη περίοδο διακρίνονται οἱ προσπάθειες ποὺ ἔκαναν οἱ Βυζαντινοὶ γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸ Ἰσλὰμ ὡς θρησκεία καὶ νὰ τὰ βροῦνε μαζί του, προκειμένου νὰ ἐξομαλυνθεῖ ἡ δύσκολη κατάσταση στὴν ὁποία εὑρίσκονταν οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ποὺ εἶχαν περιέλθει ὑπὸ τὴν ἀραβική-μουσουλμανικὴ κυριαρχία πρῶτα καὶ κατόπιν τὴν ὀθωμανική. Αὐτὲς οἱ προσπάθειες κορυφώθηκαν μὲ τὴ διενέργεια ἑνὸς διαλόγου μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων καὶ τῶν μουσουλμάνων ἀκριβῶς πάνω σὲ δογματικὰ θέματα. Στὴ δεύτερη περίοδο, ὡστόσο, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀσχολήθηκε κυρίως μὲ τὴν ὑπεράσπιση τῶν πιστῶν τῆς ἔναντι τοῦ κινδύνου ἐξισλαμισμοῦ, συχνὰ βίαιου καὶ ὑποκινούμενου.

Ἡ στάση τῶν Ὀρθόδοξων ἔναντι τοῦ Ἰσλὰμ δὲν ἦταν πάντοτε ἡ ἴδια. Στὴν ἀρχὴ προσπάθησαν νὰ τὸ γνωρίσουν καὶ νὰ τὸ προσεγγίσουν μέσα στὰ πλαίσια κάποιου «θεολογικοῦ διαλόγου», ποὺ συχνὰ εἶχε προσηλυτιστικὸ χαρακτήρα, ἐνῷ ἀργότερα στάθηκαν ἀρνητικὰ ἀπέναντί του ὡς ἀμυνόμενοι, ἰδίως ὅταν αὐτὸ ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Γι’ αὐτὸ ἦταν φυσικὸ ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς  Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας νὰ ἔχουν ἀρνητικὴ καὶ ἀπορριπτικὴ θέση γιὰ τὸ Ἰσλὰμ καὶ τὸν «προφήτη» του. Ὁ Ἀστέριος Ἀργυρίου διαπιστώνει ὅτι: «Καθόλη τὴ βυζαντινὴ περίοδο καὶ μέχρι μία ἀρκετὰ πρόσφατη ἐποχὴ ἡ ἀρνητικὴ στάση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ θὰ ἐπικρατήσει σ’ ὁλόκληρή τη χριστιανικὴ θεολογία».

Τὰ πρῶτα συγκεκριμένα στοιχεῖα γιὰ τὸ Ἰσλὰμ τέθηκαν στὴ διάθεση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, τὸν 8ο  αἰώνα. Σὲ αὐτὰ προστέθηκαν καὶ πολλὰ ἄλλα τὰ ὁποῖα προῆλθαν ἀπὸ ἐκκλησιαστικές, πολιτιστικὲς καὶ διπλωματικὲς πηγὲς ὅπως μᾶς ἀποδεικνύουν οἱ πιὸ πρόσφατες ἔρευνες ποὺ ἀφοροῦν στὶς σχέσεις μεταξὺ χριστιανισμοῦ καὶ ἰσλαμισμοῦ. Θὰ παρουσιάσουμε σύντομα τὴ γνώμη καὶ τὴν ἀξιολόγηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου  Δαμασκηνοῦ περὶ τοῦ Ἰσλάμ, τὴν ὁποία δὲν δίστασε, ὅπως φαίνεται, νὰ ἐκφράσει σὲ διάλογο μὲ Μουσουλμάνους.

Ὁ ἅγι­ος Ἰ­ω­άν­νης Δα­μα­σκη­νὸς (680 – 754) ζοῦ­σε ἕ­ναν αἰώνα  πε­ρί­που με­τὰ τὸν ἅγι­ο Μά­ξι­μο Ὁ­μο­λο­γη­τὴ (580 – 662), ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πρῶ­τος ἀ­πὸ τοὺς Ἁγί­ους ποὺ ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὸ Ἰσλάμ. Ὁ ἅγι­ος Μά­ξι­μος ἦταν σύγ­χρο­νος τῆς ἐμ­φα­νί­σε­ως καὶ δι­α­δό­σε­ως τοῦ Ἰσ­λὰμ ἀπὸ τὸν Μω­ά­μεθ (570 – 632). Τὸ Βυζάντιο, ὑπὸ τὸν Ἡράκλειο τότε, ἀπησχολημένο στὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν, ὑποτίμησε τὸν νέο κίνδυνο, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, οἱ ὁποῖοι ἀποκτοῦσαν ἑνότητα  ὑπὸ τὸν νέο ἡγέτη καὶ τὴ νέα θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τοὺς Πέρσες. Ἀμφότεροι, Ρωμαῖοι (Βυζαντινοὶ) καὶ Πέρσες, εἶχαν ἐξασθενήσει ἀπὸ τὶς μεταξύ τους συγκρούσεις καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντιμετωπίσουν ἀποτελεσματικὰ τὴν ὁρμὴ τῶν νεοφώτιστων καὶ ἐπιθετικῶν Ἀράβων, παρακινούμενων σὲ πόλεμο ἐναντίον τῶν «ἀπίστων» ἀπὸ τὸν  νέο «προφήτη», γιὰ τὸν ὁποῖον δικαιολογημένα ἡ ἔρευνα διερωτᾶται, ἂν εἶναι προφήτης ἢ δικτάτωρ, θρησκευτικὸς ἢ στρατιωτικὸς ἡγέτης. Τὴν κατάσταση ἐχειροτέρευε ἡ δυσμένεια τῶν τοπικῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν ἐναντίον τοῦ Βυζαντίου λόγῳ τῶν χριστολογικῶν διενέξεων, καθότι στὶς ἀνατολικὲς ἐπαρχίες, Συρία, Παλαιστίνη καὶ Αἴγυπτο, ὁ Μονοφυσιτισμὸς καὶ ὁ Μονοθελητισμὸς εἶχαν εὐρεία διάδοση. Οἱ ἑνωτικὲς προσπάθειες τῶν αὐτοκρατόρων δὲν ἀπέδωσαν, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ντόπιοι πληθυσμοὶ δυσαρεστημένοι μὲ τὸ Ὀρθόδοξο Βυζάντιο, ἔβλεπαν στὸ Ἰσλὰμ τὴ δυνατότητα νὰ ἀποσείσουν τὴν βυζαντινὴ κυριαρχία, μολονότι βέβαια στὴ συνέχεια ἐπλήρωσαν καὶ πληρώνουν πολὺ ἀκριβὰ αὐτὴν τὴ λανθασμένη ἐκτίμηση.

Ὅταν γεννήθηκε ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, εἶχαν παρέλθει πενήντα περίπου χρόνια, ἀφ’ ὅτου οἱ Ἄραβες εἶχαν καταλάβει τὴ γενέτειρά του Δαμασκὸ (634), ἡ ὁποία μάλιστα ἔγινε μετὰ ἀπὸ λίγο κέντρο τοῦ ἰσλαμικοῦ κόσμου, γιατί ἐγκαταστάθηκε ἐδῶ τὸ ἀραβικὸ χαλιφᾶτο, ἡ θεοκρατικὴ δηλαδὴ κυβέρνηση τῶν Μουσουλμάνων (661). Γεννήθηκε, λοιπόν, καὶ ἀνατράφηκε σὲ ἰσλαμικὸ περιβάλλον καὶ ἔμαθε πολὺ καλὰ τὰ τῆς νέας θρησκείας, πολὺ περισσότερο μάλιστα, διότι καὶ ὁ ἴδιος καὶ ὁ πατέρας του ἦσαν ἀνώτατοι πολιτικοὶ ἀξιωματοῦχοι, λόγῳ τῆς ὑψηλῆς τους μορφώσεως στὴν αὐλὴ τοῦ χαλίφη τῆς Δαμασκοῦ.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ἦταν ἄριστος γνώστης τοῦ Ἰσλάμ. Μὲ ἀνησυχία ἔβλεπε ἐκτὸς τῆς πολιτικῆς καὶ στρατιωτικῆς ἐπεκτάσεως καὶ τὴν ἐξάπλωση τῶν ἰδεῶν του, ὅπως αὐτὸ ἐμφανῶς ἔχει διαπιστωθεῖ καὶ ἀπὸ τὶς πηγὲς καὶ ἀπὸ τὴν ἔρευνα στὴν περίπτωση τῶν εἰκονομάχων, ποὺ εἶχαν ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ τὸν ἀνεικονισμὸ καὶ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ Μουσουλμανισμοῦ. Περιλαμβάνει τὸ Ἰσλὰμ στὸ  «Περὶ αἱρέσεων» ἔργο του ὡς μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες αἱρέσεις, ποὺ ἐμφανίσθηκαν μετὰ τὸν Ἡράκλειο. Ὁ χαρακτηρισμὸς τοῦ Ἰσλὰμ ὡς αἱρέσεως ὀφείλεται ἀσφαλῶς στὰ πολλὰ ἰουδαϊκὰ καὶ χριστιανικὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχει ἐνσωματώσει. Ὀνομάζεται πάντως θρησκεία ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἰωάννη στὴν ἀρχὴ τοῦ σχετικοῦ κεφαλαίου, ὅπου μὲ αὐστηρὴ γλώσσα τὴ χαρακτηρίζει ὡς λαοπλάνο καὶ πρόδρομο τοῦ Ἀντίχριστου. «Ἔστι δὲ καὶ ἡ μέχρι τοῦ νῦν κρατοῦσα λαοπλάνος θρησκεία τῶν Ἰσμαηλιτῶν πρόδρομος οὖσα τοῦ Ἀντίχριστου».

Ἀναφέρεται στὰ ὀνόματα Ἀγαρηνοί, Ἰσμαηλῖται καὶ Σαρακηνοὶ μὲ τὰ ὁποία εἶναι γνωστοί, ὅπως καὶ στὸ προηγούμενο εἰδωλολατρικό τους παρελθόν, ποὺ διαρκεῖ μέχρι τῶν χρόνων τοῦ Ἡρακλείου, «ἀφ’ οὐ χρόνου καὶ δεῦρο ψευδοπροφήτης αὐτοῖς ἀνεφύη, Μαμὲδ ἐπονομαζόμενος», ὁ ὁποῖος ἰσχυρίζεται ὅτι ὅσα διδάσκει τοῦ ἀποκαλύφθηκαν ἐξ οὐρανοῦ, εἶναι, ὅμως αὐτὰ «γέλωτος ἄξια». Ἀναφέρεται βέβαια ἡ βίβλος του καὶ στὸν Χριστό, τὸν Ὁποῖο θεωρεῖ προφήτη καὶ δοῦλο τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ στὴν μητέρα Του Μαρία. Ἀρνεῖται, ὅμως, τὴ σταύρωση, ἰσχυριζόμενος ἀπὸ ἐπίδραση τοῦ Ἀσκητισμοῦ, ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι «ἐσταύρωσαν τὴν σκιὰν αὐτοῦ». Ὁ Χριστὸς δὲν ἀπέθανε,  «ὁ γάρ Θε­ός ἔ­λα­βεν αὐ­τόν πρός  ἑ­αυ­τόν  εἰς  τόν οὐ­ρα­νόν δι­ά τό φι­λεῖν αὐ­τόν»[1]. Στὴ συνέχεια βάζει ὁ Μωάμεθ τὸν Χριστὸ σὲ διαλογικὴ συζήτηση μὲ τὸν Θεό, μετὰ τὴν ἄνοδό του στοὺς οὐρανούς, νὰ ἀρνεῖται ὁ ἴδιος τὴ θεότητά του καὶ νὰ λέγει ὅτι ὅσα σχετικὰ γράφονται στὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ψεύδη καὶ πλάνες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνὸς μεταφράζει ἀπὸ τὸ Κοράνιο (19, 29) τὸν διάλογο μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ: «Ὢ Ἰησοῦ, σὺ εἶπας, ὅτι‚ Υἱὸς εἰμὶ τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός; Καὶ ἀπεκρίθη, φησίν, ὁ Ἰησοῦς· Ἰλεώς μοί, Κύριε· σὺ οἶδας ὅτι οὐκ εἶπον, οὐδὲ ὑπερηφανῶ εἶναι δοῦλος σου· ἀλλ’ ἄνθρωποι οἱ παραβᾶται ἔγραψαν, ὅτι εἶπον τὸν λόγον τοῦτον, καὶ ἐψεύσαντο κατ’ ἐμοῦ καὶ εἰσὶ πεπλανημένοι. Καὶ ἀπεκρίθη καὶ φησὶν αὐτῷ ὁ Θεός· Οἶδα ὅτι σὺ οὐκ ἔλεγες τὸν λόγον τοῦτον». Κατὰ τὰ ἄλλα ἐμεῖς μποροῦμε νὰ ὀνομάζουμε τὸ Κοράνιο «ἱερό» καὶ νὰ τὸ ἐξισώνουμε μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ τὸ ὁποῖο τὸ ἴδιο τὸ «ἱερό» Κοράνιο πιστεύει ὅτι γράφτηκε ὄχι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ ἀνθρώπους «παραβάτας», «ψεύστας» καὶ «πεπλανημένους». Μετὰ τὴν παράθεση αὐτοῦ τοῦ ἐδαφίου ἀπὸ τὸ Κοράνιο λέγει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης· «Καὶ ἄλλα πολλὰ τερατολογῶν ἐν τῇ τοιαύτῃ συγγραφῇ γέλωτος ἄξια, ταύτην πρὸς Θεοῦ ἐπ’ αὐτὸν κατενεχθῆναι φρυάττεται».

Στὴ συνέχεια σὲ διάλογο, ποὺ ἔχει μὲ Μουσουλμάνους, παρουσιάζει τὴ θέση ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Μωάμεθ δημιουργεῖ ἀμφιβολίες καὶ ἐπιφυλάξεις, γιατί δὲν ὑπάρχουν μάρτυρες, ποὺ νὰ βεβαιώνουν ὅτι πράγματι ὁ Θεὸς τὴν ἔδωσε στὸν προφήτη τους, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Μωυσῆ στὸ ὄρος Σινά, καὶ ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Χριστό, γιὰ τὸν Ὁποῖον ἐμαρτύρησαν οἱ προφῆται πρίν ἀκόμη ἔλθει. Κανένας προφήτης δὲν μίλησε γιὰ τὸν Μωάμεθ. Καὶ ἐνῷ ὁ ἴδιος ὁ Μωάμεθ συνιστᾶ στοὺς ὁπαδούς του τίποτε νὰ μὴ πράττουν ἢ νὰ δέχονται χωρὶς τὴν παρουσία μαρτύρων, ἡ ἴδια ἡ πίστη καὶ ἡ Γραφή του εἶναι ἀμάρτυρες. Κανένας προφήτης δὲν μίλησε περὶ αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ κανένας ἄλλος δὲν εἶδε πὼς τοῦ δόθηκε ἡ διδασκαλία· «ὁ γὰρ ταύτην ὑμῖν παραδοὺς οὐδαμόθεν ἔχει τὸ βέβαιον, οὐδὲ τὶς προμάρτυς ἐκείνου γνωρίζεται, ἀλλὰ καὶ κοιμώμενος ἐδέξατο ταύτην».

Ἀναφέρεται στὴ συνέχεια καὶ σὲ κατηγορίες τῶν Μουσουλμάνων ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, τὶς ὁποῖες ἀναιρεῖ. Κατόπιν μεταξὺ τῶν ἄλλων «ληρωδιῶν» μνημονεύει ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸν γάμο, τὴν ἐπιτρεπόμενη πολυγαμία, καὶ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἰδίου τοῦ Μωάμεθ, ὁ ὁποῖος ἐχώριζε ἀνδρόγυνα, γιατί ἐρωτευόταν ξένες γυναῖκες, καὶ αὐτὴν τὴν ἀκράτειά του παρουσίαζε ὡς ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Νομοθετεῖ μάλιστα τὴν ἐντὸς τοῦ γάμου ἀκράτεια συνιστῶν στοὺς ἄνδρας· «εἴργασαι τὴν γῆν, ἣν ὁ Θεὸς ἔδωκέ σοι, καὶ φιλοκάλησον αὐτὴν καὶ τόδε ποίησον, καὶ τοιῶσδε, ἵνα μὴ πάντα λέγω, ὡς ἐκεῖνος, αἰσχρά». Δὲν παραλείπει νὰ ἀναφερθεῖ καὶ στὴν παχυλὴ ἐσχατολογία τοῦ Ἰσλάμ. Ὀνομάζει «κτηνώδεις» τὶς ἀντιλήψεις τους καὶ τοὺς προειδοποιεῖ ὅτι ἀντὶ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ ἀπολαύσεων τοὺς περιμένει ἡ αἰώνια κόλαση· «Ἐκεῖσε δὲ σκότος ἐστὶ τὸ ἐξώτερον καὶ κόλασις ἀτελεύτητος· πῦρ ἠχοῦν, σκώληξ ἀκοίμητος καὶ ταρτάριοι δαίμονες».

 

 


[1] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ: Πε­ρί αρέσεων ρα’, ΕΠΕ 2, 308.