ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΤΟΝΙΑ

Δημητρίου Μασσαρᾶ

Θεολόγου-Φιλολόγου

Στὶς 30 Ἰανουαρίου τοῦ 1982 σὲ μεταμεσονύκτια συνεδρίαση τῆς Βουλῆς παρουσίᾳ μόλις 30 βουλευτῶν ψηφίστηκε ὁ νόμος γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῶν μαθητῶν στὸ Λύκειο χω­ρὶς νὰ ὑφίστανται εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις. Στὸν ἴδιο νόμο συμπεριελήφθη σὲ ἄλλο ἄρ­θρο ἡ διάταξη: «Μετὰ τὴν δημοσίευση τοῦ παρόντος νόμου, ὁ τονισμὸς τοῦ γραπτοῦ ἑλ­ληνικοῦ λόγου γίνεται σύμφωνα μὲ τὸ πολυτονικὸ σύστημα». Μὲ αὐτὴν τὴν ἁπλῆ φρά­ση, ἀπὸ ὀλίγους μισοκοιμώμενους ἐκπροσώπους μας στὸ ἑλληνικὸ κοινοβούλιο, κα­τεδαφίστηκαν προσπάθειες καὶ γλωσσικοὶ μόχθοι αἰώνων. Ἔκτοτε, ἔγιναν ὁρι­σμέ­νες μεμονωμένες προσπάθειες ἐντὸς τῆς βουλῆς μὲ σκοπὸ τὴν ἀναμόχλευση τοῦ ζητή­ματος, ἀλλὰ δὲν εὐοδώθηκαν. Ὡς τόσο, ἀξίζει νὰ σταθεῖ κανεὶς στὴν ἀπὰντηση τῆς ὑπουργοῦ Παιδείας, κας Γιαννάκου τὸ 2005:

Στὴν μὲ ἀριθμὸ 1748/1-9-05 ἐρώτηση τοῦ Βουλευτῆ κ. Βύρωνα Πολύδωρα δόθηκε μὲ τὸ ὑπ’ ἀριθμ. 86974/ΙΗ/27-9-05 ἔγγραφο ἀπὸ τὴν Ὑπουργὸ Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων ἡ ἀκόλουθη ἀπάντηση:

«Ἀπαντώντας στὴν μὲ ἀριθμὸ 1748/1-9-05 ἐρώτηση τὴν ὁποία κατέθεσε ὁ Βουλευτὴς κ. Βύρ. Πολύδωρας ποὺ ἀφορᾶ στὴν χρήση τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος καὶ γιὰ τὰ θέματα τῆς ἀρμοδιότητάς μας σᾶς γνωρίζουμε τὰ ἀκόλουθα:

α) Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ πολυτονικὸ σύστημα διδάσκεται στὴ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση μέσω τοῦ μαθήματος τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν.
β) Σὲ ὄ,τι ἀφορᾶ στὸν γραπτὸ λόγο τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν στὴν δημόσια καὶ ἰδιωτική τους ζωή, εἶναι προφανὲς ὄτι ὁ καθένας εἶναι ἐλεύθερος νὰ χρησιμοποιεῖ τὸ τονικὸ καὶ γραμματικὸ σύστημα ποὺ ἐπιλέγει σύμφωνα μὲ τὰ προσωπικά του κριτήρια.
Ἡ Ὑπουργὸς ΜΑΡΙΕΤΤΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ»[1]

Ἡ ἀπάντηση τῆς ὑπουργοῦ δίνει τὴν ἐλευθερία, σὲ ὅποιον τὸ ἐπιθυμεῖ, νὰ χρη­σι­μο­ποιεῖ τὸ πολυτονικὸ σύστημα τόσο στὸν ἰδιωτικό, ὅσο καὶ στὸν δημόσιο γραπτὸ λόγο του. Ἑπομένως, δὲν ἔχουν δίκιο ὅσοι διατείνονται ὅτι ἡ χρήση τοῦ πολυτονικοῦ στὰ δημόσια ἔγγραφα εἶναι παράνομη.

Ἡ γλωσσικὴ μεταβολὴ καὶ ἡ καθιέρωση τοῦ πολυτονικοῦ ἔγινε χωρὶς τὴν προηγούμενη μελέτη καὶ σύμφωνη γνώμη τοῦ πνευματικοῦ κόσμου τοῦ ἑλληνισμοῦ. Οὔτε ἡ Ἀκαδημία, οὔτε οἱ πανεπιστημιακοὶ καθηγητές, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ ἐκπαιδευτικὴ κοινότητα κλήθηκαν νὰ διατυπώσουν τὴν γνώμη τους ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ. Δὲν εἶχε ἐγερθεῖ κάποιο κοινωνικὸ αἴτημα ἢ ἐπιστημονικὸ ζήτημα μὲ αἴτημα τὴν ἐπιτακτικὴ μεταβολὴ καὶ «»ἁπλοποίηση» τοῦ συστήματος. Ἀπε­ναν­τίας, πολλὲς φω­νὲς ἠγέρθησαν καὶ γνῶμες ἀκούστηκαν δημοσίως σχετικὰ μὲ τὰ γλωσσικὰ σφάλματα τοῦ μονοτονικοῦ καὶ τὰ μαθησιακὰ προβλήματα ποὺ προκαλεῖ.

Μεταξὺ ἄλλων, ὁ δημοσιογράφος Στάθης Σταυρόπουλος στὴν ἐφημερίδα «Ἐλευ­θε­ρο­τυπία»,[2] ὁ μουσικὸς Διονύσης Σαββόπουλος,[3], ὁ ψυχίατρος Ἰωάννης Κ. Τσέγκος μὲ τοὺς συνεργάτες του Θαλῆ Παπαδάκη καὶ Δἠμητρα Βεκιάρη,[4] ὁ μακαριστὸς ἀρχιε­πί­σκο­πος Ἀθηνῶν κ. Χριστόδουλος ἔχουν διατυπώσει μὲ ἐνάργεια καὶ γλαφυρὀτητα τὶς θέσεις τους σχετικὰ μὲ τὰ πάσης φύσεως προβλήματα ποὺ προξενεῖ στοὺς μα­θη­τὲς ἡ χρήση τοῦ μονοτονικοῦ καὶ γενικότερα ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ τονικοῦ συστήματος. Ἀκούστηκαν θριαμβευτικὲς διαβεβαιώσεις ὅτι τὸ μονοτονικὸ θὰ «ἔσωζε» τοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὴν περιττὴ «ταλαιπωρία» τῆς ἐκμάθησης τοῦ πολύπλοκου συστήματος τῶν τόνων. Ἐπὶ πλέον, προεβλήθη καὶ τὸ ἀστεῖο ἐπιχείρημα ὅτι τὸ πολυτονικὸ σύστημα ἦταν δῆθεν ἀσύμβατο μὲ τὴν χρήση τῶν ἡλεκτρονικῶν ὑπολο­γι­στῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ λειτουργήσουν μὲ τόνους καὶ πνεύματα.

Ὡς τόσο, ἡ πραγματικότητα δὲν ἄργησε νὰ διαψεύσει ὅλα τὰ προαναφερθέντα. Οἱ δυνατότητες τῶν ἡλεκτρονικῶν συστημάτων εἶναι τόσο μεγάλες, ὥστε μόνο μειδίαμα προκαλεῖ ἡ ἀνεδαφικὴ ἄποψη περὶ ἀδυναμίας χρήσεως τῶν τόνων ἀπὸ αὐτούς. Ἀνησυχία ὅμως προκαλεῖ ἡ θλιβερὴ διαπίστωση ὅτι μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονο­το­νι­κοῦ αὐξήθηκαν δραματικὰ τὰ κρούσματα δυσλεξίας καὶ ἄλλων μαθησιακῶν προ­βλη­μά­των. Πολὺ σύντομα φθάσαμε καὶ στὸ ἄλλο ἄκρο μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ ἐκτρώ­μα­τος ποὺ ὀνομάστηκε greeklish. Ἡ περίφημη ἁπλοποίηση σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς ἤσσονος προσπαθείας ὁδήγησε σὲ ἐκτεταμένα φαινόμενα οἰκτρῆς ἀνορ­θο­γρα­φίας, τὰ ὁποῖα οἱ ἐκπαιδευτικοὶ παρατηροῦν ὅλο καὶ περισσότερο ἀκόμα καὶ στὶς τελευταῖες τάξεις τοῦ Λυκείου. Οἱ μαθητὲς πλέον δυσκολεύονται περισσότερο νὰ προσεγγίσουν τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ τόσο στὴν κλασική, ὅσο καὶ στὴν ἑλ­λη­νι­στικὴ καὶ μεσαιωνικὴ ἐκδοχή της. Συνεπῶς, δυσχεραίνεται ἡ πρόσβαση στὶς ἀνε­ξάν­τλητες ἀξίες τῆς ποιητικῆς, ἱστορικῆς, φιλοσοφικῆς, ρητορικῆς καὶ πατερικῆς γραμματείας ὄχι μόνο ὅσον ἀφορᾶ στὸν γλωσσικό, ἀλλὰ καὶ στὸν νοηματικό τους πλοῦτο. Οἱ νέοι δὲν ἔχουν πλέον τὴν δυνατότητα τῆς εὔκολης προσκτήσεως αὐτοῦ τοῦ πλούτου. Βεβαίως, διατυπώθηκε καὶ τὸ γνωστὸ ἐπιχείρημα τῆς ἐπεξεργασίας τῶν ἀρχαίων κειμένων μέσῳ μεταφράσεων, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐπιστημονι­κῶς. Κανεὶς σοβαρὸς ἐπιστήμονας δὲν δέχεται ὅτι μία μετάφραση μπορεῖ νὰ ὑποκα­τα­στήσει ἐπαρκῶς τὸ πρωτότυπο κείμενο, ὅσο ἐπιμελημένη καὶ ἂν εἶναι. Τέτοιου εἴδους ἐπιχειρήματα ὁδήγησαν τοὺς μαθητὲς στὴν ἀντίληψη ὅτι ἡ ἀρχαία εἶναι περίπου «ξένη» γλῶσσα καὶ φθάσαμε νὰ ἀκοῦμε ἀπὸ βουλευτὴ ἐντὸς τοῦ Κοινοβουλίου τὴν ρήση ὅτι ἡ ἀρχαῖα εἶναι μία δῆθεν νεκρὴ γλῶσσα.

Δυστυχῶς, ἡ γλῶσσα μας ἔχει βρεθεῖ ἀπὸ πολλὲς δεκαετίες στὸ ἐπίκεντρο κοινωνι­κῆς – κομματικῆς διαμάχης στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Οἱ λεγόμενοι συντηρητικοὶ ὑπο­στή­ρι­ξαν τὴν λόγια μορφή της μὲ σκοπὸ κατὰ κανόνα νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν προκειμένου νὰ ἐντυπωσιάσουν καὶ νὰ χειραγωγήσουν ψηφοφόρους. Στὸν ἀντίποδα, οἱ αὐ­τοαποκαλούμενοι προοδευτικοὶ κατὰ κανόνα τάχθηκαν μαχητικὰ ὑπὲρ τῆς «ἁπλο­ποι­ή­σεως», ἀποσκοπώντας στὴν ἀνάδειξη ἑνὸς φιλολαϊκοῦ προσώπου. Πέραν τῶν λοι­πῶν χονδροειδῶν γλωσσικῶν καινοτομιῶν, καταπολέμησαν ἔντονα τὴν χρήση τῶν τόνων. Μάλιστα στὴν ἐπιχειρηματολογία τους χρησιμοποίησαν καὶ ἀπόψεις ὁρισμένων ὁμοϊδεατῶν τους πανεπιστημιακῶν. Ὡς τόσο, ἡ καλύτερη ὑπηρεσία ποὺ μποροῦμε νὰ προσφέρουμε στὴν γλῶσσα μας εἶναι νὰ τὴν ἀπεμπλέξουμε ἀπὸ κομ­μα­τικὲς καὶ ἄλλες παρόμοιες ἀντιπαραθέσεις καὶ νὰ φροντίσουμε μὲ νηφαλιότητα καὶ ψυχραιμία γιὰ τὴν προστασία της, ἰδιαιτέρως στὸν χῶρο τῆς παιδείας.

Μετὰ ἀπὸ τρεῖς περίπου δεκαετίες ἐφαρμογῆς τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ πείραμα ἀπέτυχε. Προσέφερε τὶς χείριστες ὑπηρεσίες στὴν νεολαία καὶ τὸν πολιτισμό μας· οἱ φωνὲς διαμαρτυρίας αὐξάνονται καὶ ἡ βλάβη ἐπιδεινώ­νε­ται. Εἶναι περισσότερο ἀπὸ ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη νὰ διορθωθεῖ τὸ σφᾶλμα, τὸ ὁποῖο ἔχει λάβει πλέον διαστάσεις ἐγκλήματος. Οἱ σποραδικὲς φωνὲς διαμαρτυρίας θὰ πρέπει νὰ λάβουν ὀργανωμένη μορφὴ καὶ ὑπὸ τὴν αἰγίδα καὶ καθοδήγηση ἀκα­δη­μα­ϊ­κῶν, ἐκπαιδευτικῶν, ἐπιστημονικῶν καὶ ἄλλων ἁρμοδίων πνευματικῶν φορέων νὰ καταβληθεῖ συντονισμένη προσπάθεια γιὰ τὴν κατάδειξη τῆς προφανέστατης ἀνάγ­κης γιὰ ἐπαναφορὰ τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος. Κάτι τέτοιο δὲν ἀποτελεῖ σὲ καμία περίπτωση συντηρητικὴ κίνηση, ἀλλὰ ἀπαραίτητη διόρθωση ἑνὸς καταφανοῦς λάθους, ὅπως ἀκριβῶς κάποιος ταξιδιώτης ἀναστρέφει τὴν πορεία του, ὅταν διαπιστώσει ὅτι ἀκολουθοῦσε λανθασμένη κατεύθυνση, χωρὶς νὰ θεωρεῖται συντηρητικός.

[1]. http://www.polytoniko.org

[2]. http://sarantakos.wordpress.com/2010/03/17/polyton1/

[3]. Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴ Γλώσσα», Δόμος, 1988.

[4]. Ἰωάννης Κ. Τσέγκος – Θαλῆς Ν. Παπαδάκης – Δήμητρα Τσέγκου, «Ἡ Ἐκδίκηση τῶν Τόνων», Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις» Ἀθήνα 2005.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα