Η ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΗ ΥΙΟΥ ΘΕΟΥ ΛΟΓΟΥ

Χριστός

Ἰωάννου Ἐλ. Σιδηρᾶ

Κατ’ ἀρχὰς οἱ Καππαδόκες Πατέρες ἑρμηνεύουν τὰ σχετικὰ ἐδάφια τῶν Εὐαγγελιστῶν, οἱ ὁποῖοι τονίζουν μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση τὴν ἱστορικό-τητα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, θέλοντας νὰ καταδείξουν ὅτι ὁ Ἰη-σοῦς Χριστὸς ὑπῆρξε ἱστορικὸ πρόσωπο.

Ὅ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅταν γράφει ὅτι ὁ Χριστὸς «ἐξ Ἰούδα ἡμῖν ἀνατέταλκε», ἐπιδιώκει νὰ τονίσει τὴν ἱστορικότητα τοῦ γεγονότος, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση εἶναι πραγματικὸ γεγονὸς καὶ ὅτι ὁ Χρι-στὸς προσέλαβε τὴν πραγματικὴ ἀνθρωπίνη σάρκα, γεννηθεὶς τέλειος ἄνθρωπος καὶ ὄχι κατὰ φαντασίαν ἄνθρωπος, δηλαδὴ φάντασμα.

Ἀπὸ τοὺς Καππαδόκες Πατέρες τὸ ἐπίκεντρο τῆς ἐνσαρκώσεως, μέσα στὸν χρόνο καὶ στὸν κόσμο, τοῦ ἀσάρκου Θεοῦ Λόγου εὑρίσκεται στὸ πλαίσιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀφοῦ ἀναφέρει ὅτι «μὴ Θεολογία τὸ προκείμενον ἡμῖν, ἀλλ’ οἰκονομία», χειρα-γωγεῖ τὸ ποίμνιό του στὸ θεῖο μυστήριο, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ καταλήξει στὴν ἀναδημιουργία ποὺ τοῦ προσέφερε ἡ Θεία ἐνανθρώπηση.

Ἡ φθοροποιὸς δύναμη τῆς ἁμαρτίας καὶ ἑωσφορικῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου συνετέλεσε στὴν ἀπανθρωποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἀπὸ κατὰ χάριν Θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς, κατέστη ὅμοιος καὶ κατώτερος ἀλόγου κτήνους. Πλήρης ὄντως ἀπανθρωποίηση.

Αὐτὴ ἡ συνεχὴς πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀλλοίωση τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ εἶχε ἀνάγκη «μείζονος τοῦ βοηθήματος», γι’ αὐτὸ τυγχάνει καὶ μείζονος βοηθείας. Δηλαδή, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο, μόνο ὁ Δημιουργὸς Θεός, «ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, ὁ προαιώνιος, ὁ ἀόρατος, ὁ ἀπερίληπτος, ὁ ἀσώ-ματος… ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς Ἀθανασίας, τὸ ἐκμαγεῖον τοῦ ἀρχετύπου κάλλους…. ὁ τοῦ Πατρὸς ὅρος καὶ Λόγος» μποροῦσε μὲ μιὰ ἀναδημιουρ-γία νὰ ἐλεήσει καὶ νὰ ἀναμορφώσει τὸ πλάσμα του καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγινε ἡ ἐνανθρώπηση.

Ἔτσι, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καίτοι ἄσαρκος, «σάρκα φορεῖ διὰ τὴν σάρκα, καὶ ψυχῇ νοερᾷ διὰ τὴν ἐμὴν ψυχὴν μίγνυται τῷ ὁμοίῳ τὸ ὅμοιον ἀνακαθαίρων», δηλαδὴ χωρὶς νὰ μεταβληθεῖ οὐδὲ κατ’ ἐλάχιστον ἡ θεία του φύση, ἑνώνεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ λαμβάνει ὅλα τὰ συστατικὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως –πλὴν τῆς ἁμαρτίας-, διότι μόνον διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ μποροῦσε νὰ θεραπεύσει ἅπασα τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ἐξάλλου, εὐστόχως ἔχει διατυπωθεῖ ἀπὸ τὸν θεολογικότατο Γρηγόριο ὅτι «Τὸ ἀπρόσληπτον καὶ ἀθεράπευτον».

Ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οικονομίας ὁ Γρηγόριος Θεολόγος ἔχει τὴν πεποίθηση ὅτι βλέπει «μυστήριον ξένον καὶ παράδο-

ξον» καὶ λέγει μὲ θαυμασμό: «Ὢ τῆς καινῆς μίξεως, ὢ τῆς παραδόξου κράσεως. Ὁ Ὢν γίνεται, καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, διὰ μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης Θεότητι, καὶ σαρκὸς παχύτητι. Καὶ ὁ πλουτίζων, πτωχεύει˙ πτωχεύει γὰρ τὴν ἐμὴν σάρκα, ἵν’ ἐγὼ πλουτίσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα».

Σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς θεολογικότατης ὁμιλίας τοῦ Γρηγορίου «Εἰς τὰ Θεοφάνεια» ἀναφέρεται ὁ «πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος» τοῦ Θεοῦ ποὺ οἰκο-νόμησε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου: «Ἔλαβα», λέγει, «τὴν θείαν εἰκόνα καὶ δὲν τὴν ἐφύλαξα. Ἀντ’ αὐτοῦ λαμβάνει ὁ Θεὸς Λόγος τὴν σάρκα μου, γιὰ νὰ σώσει καὶ τὴν εἰκόνα καὶ νὰ ἀθανατίσει τὴν σάρκα. Ἔρχεται αὐτὴ τὴ φορὰ σὲ «δευτέραν κοινωνίαν» πολὺ πιὸ παράδοξη ἀπὸ τὴν προηγούμενη, ἐννοῶ τὴν δημιουργίαν, ἀφοῦ κατ’ αὐτὴν «τοῦ κρείττο-νος μετέδωκε», δηλαδὴ τὴν θεία εἰκόνα, τώρα ὅμως «μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος», δηλαδὴ τὴν σάρκα γιὰ νὰ τὴν ἀθανατοποιήσει καὶ μεταμορ-φώσει».

Καὶ πράγματι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου μπορεῖ νὰ κατα-νοηθεῖ μόνον ὡς «Κίνηση συγκαταβάσεως, ὡς ὑψοποιὸς κένωση καὶ φι-λανθρωπία, ὡς «θεία πτωχεία» προκειμένου νὰ ἀνέλθει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεὸν πλουτιζόμενος καὶ πληρούμενος διὰ τῆς «αὐτοῦ θεότητος». Γι’ αὐτὸ καταλήγει ὁ ἱερὸς Πατὴρ Γρηγόριος: «Σεβόμεθα τὴν θείαν Γέννησιν καὶ προσκυνοῦμε τὸν γεννηθέντα Κύριον, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἡ «τελείωσις καὶ ἀνάπλασις, καὶ πρὸς τὸν πρῶτον Ἀδὰμ ἐπάνοδος» τοῦ ἀνθρώπου.

Τὸ μέγα ἐρώτημα ὅμως ποὺ τίθεται πρὸς τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησί-ας εἶναι καὶ κατὰ πόσο τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας τῆς θείας ἐνσαρκώσε-ως καὶ ἐνανθρωπήσεως ἔχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὑπαρξιακὲς-ὀντολογικές, δηλαδὴ σωτηριολογικές, συνέπειες. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Καππαδόκες Πατέρες μὲ ἔμφαση ὑπογραμμίζουν ὅτι ὅταν θεολογοῦμε γιὰ τὸ μυστήριο τῆς θεί-ας Οικονομίας περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁμιλοῦμε στὴν πραγματικότητα γιὰ τὴ δική μας ἀναγέννηση καὶ ἀναδημιουργία. Ὁμολογώντας τὸ μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως καὶ τοῦ πρὸς ἐμᾶς θείου φω-τισμοῦ, ὁμολογοῦμε τὴ δική μας κάθαρση, τὴ δική μας θέωση, τὴ δική μας τελείωση, τὴ δική μας κατὰ χάριν υἱοθεσία, γενόμενοι υἱοὶ καὶ θυγατέρες Θεοῦ, συγκληρονόμοι τῆς ἀλήκτου Βασιλείας τῆς Τριάδος. Γιὰ τοὺς Πατέ-ρες τῆς Ἐκκλησίας κάθε ὁμολογία γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Χρι-στοῦ δὲν εἶναι μόνο χριστολογικὴ ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπολογικὴ καὶ σωτηριο-λογική, ἀφοῦ ἀφορᾶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στέκεται ἰδιαιτέρως στὰ σωτήρια καὶ λυτρωτικὰ ἀποτελέσματα ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τὸ «λουτρὸν» τοῦ βαπτίσματος καὶ προτρέπει τὸ ποίμνιό του: «… ἀφοῦ καθαρθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μὲ τὴν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, νὰ ψηλαφήσουμε «τὸν σαρκωθέντα δι’ ἡμᾶς Λόγον», γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴν ὁδὸ τῆς θεογνωσίας».

Ὁ δὲ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης στὸν περίφημο Λόγο του «Εἰς τήν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ» μᾶς μεταφέρει μὲ ἔντονη δοξολογικὴ διάθεση τὴν ἐμπειρία τῆς θείας φιλανθρωπίας καὶ μᾶς ἐπεξηγεῖ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπέκτησε τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου: «Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἦτο δυνατὸν μὲ ἄλλον τρόπον τὸ ἀνθρώπινο γένος νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ τόσα δεινὰ καὶ θανατηφόρα κακά, ὑπέμεινε Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν ἡ πηγὴ πάσης ἀπάθειας καὶ Βασιλεὺς τῆς δόξης, νὰ ἀνταλλάξει τὴ δόξα του μὲ τὴ δική μας ζωή. Καὶ ἡ δική του καθαρότητα ἀναδεικνύεται μέσα ἀπὸ τὸν δικό μας ρύπο. Ὁ δὲ ρύπος δὲν κυριαρχεῖ ἐπὶ τῆς θείας κα-θαρότητος. Τὸ θνητὸν τῆς φύσεώς μας καταπίνεται ὑπὸ τῆς ζωῆς καὶ ἡ ζωὴ δὲν ἐκδαπανᾶται ἀπὸ τὸν θάνατο. Τὸ καταφθαρμένο συνδιασώζεται ἀπὸ τὸν ἄφθαρτο. Διὰ ταῦτα, γίνεται κοινὴ συγχορδία ὅλης τῆς κτίσεως, ὁμόφωνη δοξολογία ὅλων ποὺ τὴν ἀναπέμπουν στὸν Δεσπότη τῆς κτίσε-ως».

Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ ἐμφιλόσοφος Πατὴρ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης δὲν παραλείπει καὶ ἐκεῖνος νὰ τονίσει ὅτι, ἂν καὶ δύσκολο νὰ κατανοηθεῖ ἀπὸ τὸν πεπερασμένο ἀνθρώπινο νοῦ, ἐντούτοις ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι γεγονὸς πραγματικὸ-ὀντολογικό, δηλαδὴ ἀπολύτως ἱστορικὸ ἐν χρόνῳ καὶ ἐν τόπῳ. Ἐρωτᾶ λοιπὸν ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης: «Ἄραγε τυ-χαῖα εἶναι τὰ συμβάντα ποὺ ἔγιναν; Τυχαῖα καὶ ἡ ἱστορία (ἱστορεῖ) ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Χριστό; Τί θέλει νὰ μᾶς πεῖ ἡ καταγωγὴ τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ σπήλαιο καὶ ἡ ἀνάκλισή του μέσα στὴ φάτνη;». Καὶ ἀπαντᾶ ἐν πάσῃ δυ-νάμει ὅτι πάντα ταῦτα μᾶς διδάσκουν ὅτι: «Ὁ νηπιάσας σαρκωθεὶς Θεὸς Λόγος μᾶς ἐξαιρεῖ ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ νόμου, αὐτὸς ὁ ἴδιος γίνεται χάριν ἡμῶν κατάρα, καὶ τοὺς δικούς μας μώλωπες τοὺς ἀναλαμβάνει, τοὺς ἐν-δύεται ὁ ἴδιος, προκειμένου ἐμεῖς νὰ θεραπευθοῦμε μὲ τὸν δικό του μώ-λωπα…». Καὶ ἀλλοῦ πολὺ γλαφυρὰ ἀναφέρει ὅτι ὁ ἀνὰ μέσον ἡμῶν σαρ-κωθεὶς καὶ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς «ἐπανάγει δὲ πρὸς τὸ ἐξ ἀρχῆς κάλλος, ὅπερ ὁ ἀριστοτέχνης Θεός ἐφ’ ἡμῖν διεπλάσσατο».

Ὅταν πάλι οἱ ἄνθρωποι ἀμφισβητοῦν τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ Θε-οῦ Λόγου, ὁ Μ. Βασίλειος ἀπορεῖ μὲ τοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἐκφράζουν τὴ δυσπιστία τους: «Πῶς ἐν σαρκὶ Θεός, καὶ ποταπῇ σαρκί˙ καὶ εἰ τέλειος ἄνθρωπος ἢ ἀτελὴς ὁ προσληφθείς;». Ὁ Μ. Βασίλειος γνωρίζει ὅτι ἡ θεία ἐνανθρώπηση ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο τῶν θαυμάτων, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου «ὁ λογισμὸς τῶν ἀνθρώπων ἐν ἀπορίᾳ τυγχάνει», ἀφοῦ «ἡ θαυμαστὴ ἱε-ρουργία τῆς ἐνσάρκου γεννήσεως πάντα νοῦν ἀνθρώπου ὑπερβαίνει». Γι’ αὐτὸ ὁ Καππαδόκης Πατὴρ προτείνει: «σιωπῇ τιμάσθω τὸ μυστήριον˙ μᾶλλον δὲ καὶ ταῖς ἐννοίαις ἡμῶν μὴ ζητεῖν ἐκεῖνα μηδὲ πολυπραγμονεῖν ἐπιτάξωμεν». (Μὲ σιωπὴ ἂς τιμηθεῖ τὸ μυστήριον. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὶς ἔννοιες καὶ τὰ νοήματα νὰ μὴν ζητοῦμε νὰ πολυπραγμονοῦμε ἐπ’ αὐτῶν…).

Κατὰ τὸν ἴδιο Πατέρα, ἡ ἐνανθρώπηση ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο τῶν θαυμάτων ὄχι μόνον δι’ αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ γεγονός, ἀλλὰ καὶ διότι ἡ

ἐσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπέφερε καμιὰ ἀλλαγὴ στὴ Θεότητα. Μὲ τὸ νὰ λάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ γίνει «τέλειος ἄνθρωπος» ὁ Θεὸς Λόγος δὲν ἔχασε τὴ Θεότητά του, ἀλλὰ παρέμεινε καὶ «τέλειος Θεὸς» κατὰ πάντα, ἕνα πρόσωπο μὲ δύο φύσεις, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη.

Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ μυστήριο αὐτὸ τῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης, δηλαδὴ τὸ πῶς ὁ Χριστὸς ἦταν συγχρόνως τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, οἱ Πατέρες δίνουν τὸ ἑξῆς παράδειγμα: «Ἂς ἀναλογισθοῦμε τὸν προφορικὸ λόγο τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Ὅπως ὁ λόγος ἑνὸς ἀνθρώπου μεταδίδεται στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ συγχρόνως παραμένει ὁλόκληρος σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο, καὶ ὅπως ἡ ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου μεταδίδεται στὴ γῆ, στὴ θάλασσα καὶ στὸν ἀέρα, ἀλλὰ συγχρόνως μένει ἀχώριστη ἀπὸ τὸν ἡλιακὸ δίσκο, ἔτσι καὶ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μένοντας ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς Θεὸς στὸν Οὐρανό, ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος καὶ ἦλθε στὴ γῆ καὶ συνανεστράφη μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἕνας ἀπ’ αὐτούς».

Ἡ ἐνανθρώπηση λοιπὸν τοῦ Θεοῦ δὲν συνεπάγεται ἀπώλεια ἢ κά-ποια μείωση τῆς Θεότητος, οὔτε εἶναι μετάβαση ἀπὸ τὴν Θεότητα στὴν ἀνθρωπότητα, οὔτε μετάβαση ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ στὴ γῆ. Ἡ Θεία ἐνανθρώ-πηση εἶναι, ὅπως γράφουν οἱ θεοφόροι Πατέρες, «ἀμετάβατη παρουσία», «παρουσία χωρὶς ἀπουσία», εἶναι καὶ ἐν γῇ καὶ ἐν οὐρανῷ, ποὺ σημαίνει ὅτι στὴ γῆ μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του γενόμενος τέλειος ἄνθρωπος δὲν ἀπεμακρύνθη ὡς Θεὸς ἀπὸ τὴν τριαδικὴ Θεότητα, οὐδέποτε ἐχωρίσθη ἀπὸ τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ ἔνσαρκη παρουσία τοῦ Ἑνὸς προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀποκαλυπτικὴ καὶ σωστική.

Ἀποκαλυπτική, διότι μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀπο-καλύπτει στὸν κόσμο τὴν Ἁγία Τριάδα, δηλαδὴ τὸν Θεὸ Πατέρα, τὸν Ἑαυ-τό του καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα˙ καὶ σωστική, διότι ἡ παρουσία του στὴ γῆ, ὡς τελείου Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ἔγινε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γέ-νους. Ὁ Θεὸς λοιπὸν χωρὶς νὰ χάσει αὐτὸ ποὺ ἦταν, δηλαδὴ τὴν Θεότητα, ἔλαβε αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν, δηλαδὴ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ ἔτσι ὡς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὡς Θεάνθρωπος πραγματοποίησε τὴ σωτηρία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Ὅλα τὰ παραπάνω ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας τὰ παρουσιάζει μὲ τὴ γλαφυρότητα τοῦ ἑξῆς τροπαρίου τῶν αἴνων: «Ὁ συναΐδιος Λόγος τοῦ προαιωνίου Πατρὸς μὴ χωρισθεὶς τῶν ἄνω, νῦν ἐπέστη τοῖς κάτω, δι’ ἄκραν εὐσπλαχνίαν οἶκτον λαβὼν τοῦ καθ’ ἡμᾶς ὀλισθήματος καὶ τοῦ Ἀδὰμ τὴν πτωχείαν ἀναλαβών, ἐμορφώθη τὸ ἀλλότριον».

Μιὰ ἄλλη πτυχὴ τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας γιὰ τὴν ἔνσαρκη ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ ἀσπόρως καὶ ἀπει-ράνδρως σύλληψη τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ Λόγου ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Οἱ Καππα-δόκες Πατέρες, καὶ αἰῶνες ἀργότερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἐπανα-

λαμβάνουν ὅτι: «ἐὰν εἶναι γεμᾶτος θαυμαστὰ γεγονότα ὁ κόσμος τῶν ὄντων καὶ ἐὰν εἶναι θεϊκὸ καὶ πολυύμνητο τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ὁδήγησε στὸ εἶναι τῆς ὑπάρξεως ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία τὰ ὄντα τῆς κτίσεως, τότε σκέψου πόσο θαυμασιότερο καὶ θεϊκότερο καὶ ἀναγκαιότερο νὰ ὑμνεῖται ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ὄντως Θεὸς ἐγένετο ἄνθρωπος ἄνευ φυσικῆς συνά-φειας, ἀσπόρως καὶ ἀπειράνδρως». Σὲ ἄλλο μάλιστα σημεῖο ὁ θεοφόρος Πατὴρ ἀναφερόμενος στὸ βαθύτερο αἴτιο τῆς ὑπερβατικῆς ἄνευ ἀνδρὸς συλλήψεως τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ Λόγου ἐντὸς τῆς πάναγνης κοιλίας τῆς Ὑπε-ραγίας καὶ ἀειπαρθένου Θεοτόκου, γράφει: «Ἐὰν λοιπὸν ἦταν ἐκ σπέρμα-τος ἡ σύλληψη τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν θὰ ἦταν καινὸς (καινούργιος) ἄνθρωπος, οὔτε ἀρχηγὸς τῆς καινούργιας ζωῆς ποὺ καθό-λου δὲν παλαιώνει. Διότι ἂν ἦταν τοῦ παλαιοῦ κόμματος τοῦ φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ κληρονόμος ἐκείνου τοῦ πταίσματος (προπατορικὸ ἁμάρ-τημα), δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φέρει στὸν ἑαυτό του τὸ πλήρωμα-τὴν ὁλότη-τα τῆς ἀκήρατης Θεότητος. Ἀφοῦ λοιπὸν μετέβαλε τὴ σάρκα του σὲ πηγὴ ἀνεξάντλητου ἁγιασμοῦ καὶ ἀφοῦ ἀπέπλυνε μὲ τὴ δύναμή του καὶ τὸν μολυσμὸ ἐκείνων τῶν πρωτοπλάστων, στὸ ἑξῆς εἶναι πηγὴ ἁγιασμοῦ ὅλων». Μόνο λοιπὸν δι’ αὐτοῦ τοῦ ὑπερβατικοῦ τρόπου τῆς συλλήψεως, ἀσπόρως καὶ ἀπειράνδρως, ἐπειδὴ ὑπερνικήθηκαν τὰ φθαρτὰ καὶ γήινα ὅρια τῆς κτιστῆς πραγματικότητος καὶ τῆς φυσικῆς νομοτέλειας, ἐγεννή-θη ὁ καινὸς Ἀδὰμ καὶ ἡ καινὴ Εὔα, δηλαδὴ ὁ καινὸς Ἄνθρωπος στὸ πρό-σωπο, στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἆραγε πῶς δυνάμεθα νὰ κατανοήσουμε τὸ βάθος τοῦ ὑπερλόγου αὐτοῦ καὶ ὑπερφυσικοῦ μυστηρίου τῆς θείας ἐνσαρκώσεως; Τὴν ἀπάντη-ση δίδουν καὶ πάλι οἱ Καππαδόκες Πατέρες, οἱ ὁποῖοι μὲ ἔμφαση ἀναφέ-ρουν: «κεκρυμμένο δὲν εἶναι τὸ μυστήριο ποὺ ἁπλῶς ἔγινε, ἀλλὰ ὅπως ἔγινε. Καὶ πάλι ἀκατάληπτο μυστήριο μένει, πιστευόμενο ἀλλὰ οὐ γινω-σκόμενο, προσκυνούμενο ἀλλ’ οὐ πολυπραγμονούμενο, καὶ προσκυνού-μενο καὶ πιστευόμενο διὰ μόνου τοῦ Πνεύματος».

Ἔτσι ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀποτελεῖ ὄντως καινὸ μυστήριο, ὅπως γράφει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «τὸ πάντων καινῶν καινότατον, τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον», καὶ πρὶν ἀκόμη συντελεσθεῖ, ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς ἀγγέλους ἄγνωστο μυστήριο.

Μυστήριο ὅμως ἀποτελεῖ καὶ τὸ διατὶ ἐνηνθρώπησε ὁ Θεὸς Λόγος καὶ ὄχι κάποιο ἄλλο ἀπὸ τὰ Θεῖα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ θεοφό-ροι Πατέρες προβάλλουν τρεῖς βασικοὺς λόγους γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου:

α) Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐσαρκώθη ὥστε διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς νὰ ἀνακτήσει τὸ κατ’ εἰκόνα τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Διὰ μόνης αὐτῆς τῆς ἐνσαρκώσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ ἦταν δυ-νατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ ἀνάκτηση αὐτή. Λέγει ἐν προκειμένῳ ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς: «ὅστις μετέδωκεν ἡμῖν τῆς ἰδίας εἰκόνος καὶ οὐκ ἐφυλάξα-

μεν, μεταλαμβάνει τῆς πτωχῆς καὶ ἀσθενοῦς ἡμῶν φύσεως, ἵνα ἡμᾶς με-τόχους πάλιν τῆς αὐτοῦ καταστήσει θεότητος».

β) «Πάντα ὁ Πατὴρ ἐργάζεται δι’ Υἱοῦ», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλε-ξανδρείας. Καὶ ὅπως «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο», ἔτσι καὶ ἡ ἀποκατάστασή μας διὰ τοῦ Υἱοῦ θὰ γίνει καὶ πάλι. Ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος διεφθάρη μετὰ τὴν ὑπὸ τοῦ Υἱοῦ δημιουργία του, ἦτο ἀνάγκη ἡ «ἀνάκληση» ἀπὸ τὴν πτώση καὶ πάλι νὰ τελεσθεῖ ἀπὸ τὸν μονογενῆ Υἱό. Αὐτὸς εἶναι, κατὰ τὸν Εἰρηναῖο, ὁ μόνος ποὺ «ἀνακεφαλαιώνει» τὰ πάντα, ἄρα καὶ τὸν ἄνθρω-πο. Ἔπρεπε γι’ αὐτὸ ὁ ἀόρατος νὰ γίνει ὁρατός, καὶ ὁ ἀκατάληπτος νὰ γί-νει καταληπτός, καὶ ὁ ἀπαθὴς παθητὸς καὶ ὁ Θεὸς Λόγος νὰ γίνει ἄνθρω-πος γιὰ νὰ ἀνακληθεῖ ὁ ἄνθρωπος στὸ ἀρχαῖο κάλλος.

γ) Ὁ Θεὸς Υἱὸς Λόγος, τέλος, ἀνέκαθεν «ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, τὸ φωτίζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον». Γι’ αὐτό, λέγει ὁ Εἰρηναῖος, ἐὰν ὁ Θεὸς Λόγος δὲν ἐσαρκοῦτο, δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὁλο-κληρωθεῖ ἡ «Θεία ἀποκάλυψη» περὶ τοῦ Θεοῦ. Οὔτε δυνάμεις, οὔτε ἄγγε-λοι μποροῦσαν νὰ ἐπιτελέσουν τὸ ἔργο αὐτό, παρὰ Αὐτὸς ὑπάρχει ὡς Υἱὸς πρὸ καταβολῆς κόσμου.

Καὶ ὅλα αὐτὰ τελοῦνται μὲ τὴν ἐνσάρκωση καὶ ἐνανθρώπηση ὄχι ἀναγκαστικὰ ἀλλὰ ἐθελούσια καὶ ἐλεύθερα. Ὁ Θεὸς Λόγος σαρκοῦται ἀπὸ ἀγάπη ἐλευθέρως καὶ ἀβιάστως. Αὐτὴ εἶναι ἡ «Θεία εὐδοκία», δηλαδὴ ἡ «Θεία συγκατάβαση» καὶ «κένωση», ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐνανθρώπηση τὸν ἀπρόσιτο καὶ ἀπερινόητο Θεό. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος λέγει ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μπο-ροῦσε καὶ μόνον νὰ πεῖ ὅτι λύνει τὴν κατάρα τοῦ νόμου γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ τότε θὰ κατέλυε τὸ αὐτεξούσιο-τὴν ἐλευθέρα βούληση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐπιλέγει ἐὰν θέλει νὰ σωθεῖ ἢ ὄχι. Ὁ Θεὸς δὲν ἐπιβάλλει ἄνωθεν τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Ἔτσι στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἐγεννήθη ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ καινὸς ἄνθρωπος. Κατὰ δὲ τὸν Μ. Ἀθανάσιο ὁ Θεὸς ἐγένετο ἄνθρωπος «ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ μοιραστεῖ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης τὴ Βα-σιλεία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἡ ἄκρα ἀγάπη, τὸ μοίρασμα τῆς αἰωνίου Βασι-λείας.

Ἡ Θεία Πρόνοια οἰκονόμησε (φρόντισε) τὸ σχέδιο τῆς ἀπολυτρώ-σεως στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸν Βασίλειον τὸν Μέγαν, μὲ τὴν ἐνσάρκωσή του ἔγινε «ἀνάκληση» ἀπὸ τὴν ἔκπτωση καὶ «ἐπάνοδος» ἀπὸ τὴν ἀλλοτρίωση καὶ «οἰκείωση» Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

Τελικά, ὅπως βροντοφωνάζει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μονογενὴς Υἱὸς «κατ’ οἰκονομίαν καὶ χάριν ἡμετέραν Υἱὸς γέγονε τοῦ Ἀδάμ». Καὶ ἐμᾶς κατὰ χάριν θεοὺς ἀνέδειξε.