ΤΡΙΣΑΓΙΟΣ ΥΜΝΟΣ – ΣΥΜΠΡΟΣΕΥΧΗ ΑΓΓΕΛΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

PANTOKRATVR

Βασιλείου Σκιαδᾶ θεολόγου – συγγραφέως

 

Ὁ Τρισάγιος Ὕμνος ἀποτελεῖ μία κοινὴ πανήγυρη τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων, μία συμπροσευχὴ Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Πράγματι τὸ ἅγιος, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται τρεῖς φορές, προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο τοῦ ὁράματος τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, ἀλλὰ καὶ τὴν προσευχὴ τοῦ Δαυὶδ στὸν τρισυπόστατο Θεό, τὸν ἰσχυρὸ καὶ Ἀθάνατο.  Ἡ Ἐκκλησία συνένωσε τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο μὲ τὸν ψαλμὸ τοῦ Δαυὶδ (41.3) καὶ πρόσθεσε τὴν ἱκεσία «ἐλέησον ἡμᾶς».

Ὁ Τρισάγιος Ὕμνος καθιερώθηκε ἐπίσημα τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ, σὲ μία παλλαϊκὴ ἱκεσία γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Κωσνταντινουπόλεως ἀπὸ τοὺς σεισμούς. Ἀπὸ τότε μὲ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ τρισάγιου ὕμνου στὴ Λατρεία, καὶ μάλιστα στὴ Θ. Λειτουργία, ἡ στρατευόμενη Ἐκκλησία ἑνώνει τὴ φωνή της μὲ τὰ λειτουργικὰ πνεύματα, τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς δικαίους σὲ μία παγκόσμια δοξολόγηση τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ μία προτύπωση ἑνώσεως καὶ ἰσότητος τῶν δικαίων μὲ τοὺς Ἀγγέλους. Ὁ Τρισάγιος ὕμνος ἐκτὸς ἀπὸ τὸ δοξολογικὸ καὶ ἰκετευτικὸ του χαρακτῆρα ἔχει καὶ τριαδολογικὸ νόημα, ἀφοῦ ἀναφέρεται στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κατακλείεται μὲ τὴν ἐκζήτηση τοῦ Θείου ἐλέους τῆς μίας τρισυπόστατης θεότητας». Πόσο μεγάλα εἶναι τὰ δῶρα τοῦ τρισυπόστατου Θεοῦ, γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ δέχεται νὰ τὸν δοξολο-γοῦν μαζὶ οἱ στρατιὲς τῶν Ἀγγέλων μὲ τὶς γενιὲς τῶν ἀνθρώπων».

ΑΓΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ

Μὲ τὴν ἀρχὴ αὐτὴ τοῦ Τρισαγίου Ὕμνου ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς πατέρας εἶναι ὁ ἀπόλυτα Ἅγιος, εἶναι ὁ ἐκ φύσεως Ἅγιος, ὁ ἱερὸς καὶ ξεχωριστὸς κατὰ τὴν οὐσία καὶ ὕπαρξή του. Μὲ τὴν ὁμολογία αὐτὴ τῆς ἀπόλυτης ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ Πατρὸς δηλώνουμε πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ξένος πρὸς κάθε ἠθικὴ ἀτέλεια, πῶς ἀγαπᾶ μόνο τὸ ἀγαθὸ καὶ ἀποστρέφεται τὸ κακό. Μπροστὰ σὲ αὐτὴν τὴν ἀπόλυτη ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται δέος καὶ ἀπεριόριστο σεβασμό. Αὐτὸν τὸν σεβασμὸ τὸν ἐκδηλώνει μὲ τοὺς λόγους, τὰ ἔργα καὶ τὴ λατρεία του. Γι’ αὐτὸ καλεῖται νὰ προφέρει μὲ συστολὴ καὶ εὐλάβεια τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.  Ὁ Ἅγ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ γράφει πὼς «ὁ Θεὸς θὰ ζητήσει λόγο ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἐπικαλέστηκε χωρὶς εἰδικὴ ἀνάγκη τὸ Θεὸ καὶ τοῦ ζήτησε κάτι, ποὺ δὲν ἦταν ἀπαραίτητο καὶ χωρὶς τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει».

Τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ παρακαλεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ φέρονται πρὸς αὐτήν. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ εὐχὴ τοῦ Τρισαγίου Ὕμνου, τὴν ὁποία ἀπαγγέλει ὁ ἱερέας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅταν ψάλλεται ὁ Τρισάγιος Ὕμνος.  Ἡ ὑπέροχη αὐτὴ εὐχή: Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος, ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος κατὰ κάποιον τρόπο ἀποτελεῖ μία ὁμολογία τῆς δικῆς μας ἀναξιότητας, νὰ προσφέρουμε στὸ Θεὸ τὸν Τρισάγιο Ὕμνο μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέ-λους καὶ τοὺς δικαίους. Μᾶς θυμίζει ἐπί-σης τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δική μας μικρότητα. Παρακαλεῖ τέλος τὸν Θεὸ νὰ μᾶς χορηγεῖ σοφία καὶ σύνε-ση, γιὰ νὰ τὸν λατρεύουμε μὲ εὐλάβεια σ’ ὁλόκληρη τὴ ζωή μας.

Διάχυση τῆς θείας ἁγιότητας

Ἡ ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ Πατρὸς διαχέεται στοὺς ἁγίους, τοὺς φορεῖς αὐτοὺς τῆς Θείας Ἀποκάλυψης. Οἱ Ἅγιοί μας «Ἔμπλεοι ὄντες», τῆς Θείας Χάριτος προσφέρουν μία ἄλλη διάσταση ζωῆς, μίας ζωῆς ποὺ λύνει ὅλα τὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ γιὰ νὰ φτάσουν οἱ Ἅγιοι σ΄ αὐτὸ τὸ ἐπίπεδο, μιμούμενοι τὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, ἔφτασαν πρῶτα σ΄ αὐτὸ ποὺ λέγεται στὴν ἐκκλησια-στικὴ γλῶσσα «θέωση». Ἡ θέωση αὐτὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μέθεξη τῆς ἄκτιστης θεοποιοῦ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἁγιότητας. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἁγιότητας, καθένας ποὺ τὸ ἐπιθυμεῖ καὶ τὸ ἐπιδιώκει μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὁδηγεῖται πρὸς αὐτήν. Οἱ Ἅγιοι κατορθώνουν νὰ περνᾶνε ἀπὸ τὴ βιολογική τους ζωὴ πρὸς τὴ θέωση. Κατορθώνουν νὰ μεταφέρουν τῆς θείας ἔλλαμψης «οὐκ εἰς τὴν Θειὰν μεθιστάμενοι», σύμ-φωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. «Ἡ ἔλλαμψη καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατέρχονται στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ τὴν προσευχή, δὲν εἶναι παρὰ οἱ μεθεκτὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ», κατὰ τὸν ἕτερο Ἅγ. Γρηγόριο, τὸν Παλαμᾶ. Καὶ πάλι ὅμως ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴν ἁγιότητα καὶ τὶς ἄλλες ἄκτιστες ἐνέργειές των στὴν παροῦσα ζωὴ εἶναι περιορισμένη, συγκριτικὰ μὲ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ στὴν αἰωνιότητα, στὴν ἄλλη ζωὴ τῆς μακαριότητας καὶ τῆς χαρᾶς.

ΑΓΙΟΣ ΙΣΧΥΡΟΣ

Σύμφωνα μὲ τὸ πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας το «Ἅγιος ἰσχυρός, ἀναφέρεται, στὸν Υἱό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσχυρὸς καὶ δυνατὸς καὶ βραχίονας τοῦ Πατρός, διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν ὅλα. Ἅγιος λοιπὸν κατὰ κυριολεξία ὕστερα ἀπὸ τὸν Πατέρα Θεὸ εἶναι ὁ Υἱός. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει: «Ἐξ αὐτοῦ δὲ ἡμεῖς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὐ ἐγενήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη καὶ Ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις.» (Α΄ Κορ. 30). Δηλαδὴ ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Πατέρα εἴσαστε ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἔγινε καὶ ἀποδείχθηκε γιὰ μᾶς τοὺς πιστοὺς σοφία Θεοῦ, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεύμα, Μονή Καισαριανῆς δικαιοσύνη, ἁγιασμὸς καὶ σωτηρία. Γι’ αὐτὸ θέλει κι ἐμεῖς νὰ ὁδηγούμαστε πρὸς τὴ δική του ἁγιότητα. Ἡ ἁγιότητα αὐτὴ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Πατρὸς, δηλαδὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀντανακλᾶ σὲ μᾶς μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι λοιπὸν φυσικὸ ὁ Χριστὸς νὰ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ὀρθόδοξης πίστης καὶ ζωῆς. Ὁλόκληρος ὁ ἐτήσιος Ἐκκλησιαστικὸς κύ-κλος παρακολουθεῖ ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ἐπιγείας ζωῆς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τὴ Γέννηση, τὴ Περιτομή, τὴ Βάπτιση, τὴ Μεταμόρφωση, τὸ Πάθος, τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψη. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἑβδομαδιαῖος κύκλος μᾶς θυμίζει τὸ μαρτύριο, τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση Αὐτοῦ. «Ὁ Λόγος Σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» γράφει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (1, 14). Δηλαδὴ, ὅταν ἦρθε ὁ κατάλληλος καιρὸς ὁ Λόγος σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ παρέμεινε ἀνάμεσά μας. Ἔδωσε μάλιστα σὲ ὅσους τὸν δέχθηκαν ὡς Σωτῆρα καὶ Λυτρωτή τους, τὸ δικαίωμα καὶ τὴ χάρη νὰ γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ. Τὸ προνόμιο αὐτὸ τὸ δίνει πάντα σ΄ ὅλους ἐκείνους ποὺ τὸν πιστεύουν «Ὡς Θεὸ ὁμοούσιο καὶ ὁμόθρονο, μὲ τὸν Πατέρα καὶ ὄχι σὰν Θεό, ἔκφραση ἀπα-ράδεκτη, ποὺ δηλώνει ὁμοιότητα καὶ ὁδηγεῖ στὴν ἀρειανικὴ αἵρεση».

ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΣ

Τὸ ἅγιος Ἀθάνατος, ἀναφέρεται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς ἀληθείας. Αὐτὸ ἑνοποιεῖ τὴν κτίση καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία καὶ τὴ λύτρωση. Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας ὅλα τὰ μυστήρια καὶ οἱ ἁγιαστικὲς πράξεις ἐνεργοποιοῦνται μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γι’αὐτὸ τελοῦνται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κι ἐνεργοῦνται μὲ τὴν κάθοδο τῶν ἐνεργειῶν του. 

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα παραμένει πάντα στὴν Ἐκκλησία. Ἔρχεται σὲ κάθε πιστὸ μὲ τὸ Βάπτισμα καὶ τὸ Χρῖσμα, γιὰ νὰ τονώνει τὴν πιστή του. «Δυνάμει «βρίσκεται πάντα μαζὶ του καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐξαρτᾶται ἄν θὰ γίνει καὶ «ἐνέργεια». Ὅλες οἱ δραστηριότητες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποβλέπουν νὰ ἐπιβραβεύουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴ θέληση τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς κάνουν ἱκανοὺς νὰ ὑπηρετοῦν καὶ νὰ λατρεύουν τὸν Θεὸ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». Το Ἅγιο Πνεῦμα παραμένει πλήρως στὸν καθένα καὶ πλήρως παντοῦ, γράφει ὁ Μ. Βασίλειος. Μ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ πιστοί, μποροῦν νὰ εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μεταξύ τους. Ὁ Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα συνερ-γάζονται ἁρμονικὰ γιὰ νὰ μᾶς κάνουν υἱοὺς τοῦ Πατέρα κατὰ «χάρι» μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας.

«Ἐλέησον ἡμᾶς …»

Ἡ ἐπίκληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἐλεήσει ἀποτελεῖ τὴν κατακλεῖδα τοῦ Τρισαγίου Ὕμνου. Μὲ τὸ «Ἐλέησον ἡμᾶς», ζητᾶμε νὰ μᾶς ἐλεήσει ἡ μία, ἑνιαία καὶ ἀδιάσπαστη Θεότητα. Ἔτσι ἐπαναλαμβάνουμε τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας πὼς ἡ τρισυπόστατη Θεότητα εἶναι μία καὶ ἀδιαίρετη στὴ φύση ἢ τὴν οὐσία. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος τὸ Β’ αἰώνα μ.Χ. μιλοῦσε γιὰ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν «τὰ δύο χέρια» τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Μὲ τὴν ἀλληγορικὴ αὐτὴ ἔκφραση ἤθελε νὰ δείξει τὴν ἁρμονικὴ συνεργασία καὶ τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι μὲ τὸν φωτισμὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ὑψώνεται εἰς κοινωνίας μὲ τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθὼς ἀναφέρει ὁ ἅγ. Εἰρηναῖος.

 

1. Μ.Μπότση: Διδαχὲς τοῦ ὁσίου Σεφαφείμ, σ. 136.

2. π. Γ. Φλωρόφσκυ: Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ Πα-τερικὴ παράδοση, σ. 252.

3. Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας, σ. 291.

4. Μ. Βασιλείου: Περὶ Ἁγίου Πνεύματος, σ. 32.108.

5. Β. Λόσκι: Ἡ Θέα τοῦ Θεοῦ σ. 53.

 

 

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ε.ΡΩ. ΤΕΥΧΟΣ 13